Το πρώτο βήμα έγινε την Παρασκευή, όπου οι προμηθευτές, υπέβαλαν στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας τις βασικές παραμέτρους του νέου ειδικού τιμολογίου και αυτό που τώρα απομένει είναι να μπει στη μαθηματική φόρμουλα και η μέση χονδρική τιμή του Δεκεμβρίου.
Τα στοιχεία δίνουν μια πρώτη βασική εικόνα, με βάση διάφορα σενάρια για τη διακύμανση της μέσης τιμής στο Χρηματιστήριο Ενέργειας τον τρέχοντα μήνα: Από την υπόθεση ότι θα διατηρηθεί... στα επίπεδα του Νοεμβρίου (105,4 ευρώ) έως εκείνη ότι θα αυξηθεί, όπως παραδοσιακά συμβαίνει τον τελευταίο μήνα του χρόνου, κοντά στο 10%, φτάνοντας, για παράδειγμα, στα 115 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Σύμφωνα με αυτά τα σενάρια και συγκρίνοντας τα στοιχεία που έδωσαν οι πέντε μεγαλύτεροι πάροχοι, προκύπτει ότι η ΔΕΗ έχει τη χαμηλότερη τιμή μεταξύ 13,9 - 15,1 σεντς / κιλοβατώρα. Οι τιμές των υπολοίπων διαμορφώνονται μεταξύ 14,4 - 15,6 σεντς, 14,5 - 15,8 σεντς, 17,4 - 18,7 σεντς και 18,4 - 19,7 σεντς ανά κιλοβατώρα.
Τις τελικές τιμές θα τις μάθουμε φυσικά την 1η του έτους, ωστόσο τα παραπάνω δίνουν μια πρώτη εικόνα του νέου τοπίου στο οποίο μπαίνει η αγορά.
Προς τι όμως η ανάγκη αυτής της σύνθετης εξίσωσης για τον υπολογισμό της τελικής χρέωσης στο ρεύμα, που περιλαμβάνει και πάλι τόσες πολλές παραμέτρους, μηχανισμό διακύμανσης και συντελεστές απόλυτα δυσνόητους για το μέσο καταναλωτή;
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θοδωρής Σκυλακάκης ήθελε από το νέο έτος, οπότε καταργούνται οι επιδοτήσεις και η αγορά επανέρχεται σε μια «κανονικότητα», να έχει ο καταναλωτής στο ρεύμα την ίδια δυνατότητα που έχει και όταν κοιτάζει τη «ταμπέλα» στο βενζινάδικο.
Να ξέρει δηλαδή εκ των προτέρων, όπως ο οδηγός σε ένα πρατήριο καυσίμων, ποια θα είναι η χρέωση στο ρεύμα πριν συνάψει το συμβόλαιο και ξεκινήσει ο μήνας τιμολόγησης.
Γι’ αυτό και προέκυψε το «πράσινο τιμολόγιο», με διάρκεια 12 μηνών. Ενα τιμολόγιο ex ante, με κυμαινόμενη μεν τιμή, αλλά γνωστή εκ των προτέρων στον καταναλωτή και με τον κάθε πάροχο να μπορεί τον επόμενο μήνα να τη διορθώσει, έτσι ώστε να μειώνεται το κόστος αντιστάθμισης που πληρώνει.
Το μειονέκτημα στο προ επιδοτήσεων καθεστώς, ήταν ότι τα πολλά και ποικίλα προιόντα με ρήτρα αναπροσαρμογής, εκτός του ότι δεν ήταν εύκολα συγκρίσιμα λόγω των διαφορετικών μεταξύ τους χαρακτηριστικών, ήταν και ex post. Δηλαδη η παράμετρος της χονδρικής τιμής που ελάμβαναν υπόψη, κλείδωνε μετά την έναρξη του μήνα τιμολόγησης. Έτσι, ο καταναλωτής δεν γνώριζε από την αρχή ποια τιμή θα πληρώσει για όλο τον τρέχοντα μήνα.
Και φυσικά το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του «πράσινου τιμολογίου» είναι ότι από την 1η κάθε μήνα, οι τιμές του, θα ανακοινώνονται στις ιστοσελίδες της Ρυθμιστικής Αρχής και των προμηθευτών, προκειμένου να μπορεί κανείς να τις συγκρίνει και να επιλέξει την πιο συμφέρουσα. Όπως ακριβώς και στο βενζινάδικο.
Το σκεπτικό του υπουργείου στηρίζεται στο γεγονός ότι ακριβώς επειδή μέσω του κοινού αυτού τιμολογίου θα φαίνεται πλέον ποιος είναι ο ακριβότερος στην αγορά, θα ενισχυθεί ο ανταγωνισμός. Τα τμήματα μάρκετινγκ των παρόχων θα κονταροχτυπηθούν μεταξύ τους για να δημιουργήσουν όσο πιο ελκυστικά προϊόντα γίνεται, με όσο το δυνατόν καλύτερες χρεώσεις, επομένως οι τιμές μπορεί και να υποχωρήσουν.
Πώς βγαίνει η τελική τιμή
Πώς βγαίνει όμως η τελική τιμή που θα πληρώσει ο καταναλωτής στο «πράσινο τιμολόγιο» από την 1η ιανουαρίου;
Από την εξής σύνθετη αριθμητική πράξη: Βασική τιμή προμήθειας κάθε εταιρείας - Εκπτώσεις + Μηχανισμό Διακύμανσης.
Συνοπτικά, από τη βασική τιμή που ορίζεται ελεύθερα από τον κάθε προμηθευτή και παραμένει σταθερή κατ' ελάχιστον για 6 μήνες, αφαιρούνται οι εκπτώσεις, τις οποίες ο πάροχος οφείλει να ανακοινώνει ξεχωριστά.
Η πιο σύνθετη όμως παράμετρος της εξίσωσης είναι ο Μηχανισμός Διακύμανσης, που περιλαμβάνει τέσσερις συντελεστές: Το «κάτω» και το «άνω όριο» της μέσης χονδρεμπορικής τιμής του προηγούμενου μήνα, που όταν αυτή τα υπερβαίνει, τότε ο μηχανισμός ενεργοποιείται αυτόματα. Έναν πολλαπλασιαστή προσαύξησης και ένα σύστημα διόρθωσης ώστε τον επόμενο μήνα να διορθώνεται το όποιο λάθος έκανε ο προμηθευτής ως προς τις τιμές που ανακοίνωσε τον προηγούμενο.
Μπερδευτήκατε;
Αυτό που έχει σημασία στην εξίσωση είναι το «άνω όριο». Όσο πιο χαμηλό είναι το «άνω όριο», σημαίνει ότι τόσο μεγαλύτερο τμήμα από την τιμή χονδρικής θα επιβαρύνει τον καταναλωτή. Από μόνη της μια χαμηλή βασική τιμή προμήθειας ενός παρόχου δεν λέει και πολλά πράγματα, αν δεν συνοδεύεται και από ένα σχετικά υψηλά άνω όριο τιμών.
Ιδού ένα παράδειγμα.
Έστω ότι μια εταιρεία έβαλε το «άνω όριο» στα 90 ευρώ/ MWh. Εάν η μέση τιμή στο Χρηματιστήριο Ενέργειας το Δεκέμβριο κλείσει στα 115 ευρώ, θα μετακυλήσει στον καταναλωτή μόνο 25 ευρώ ανά μεγαβατώρα, δηλαδή 2,5 σεντς / κιλοβατώρα, τα οποία και θα προστεθούν στη βασική χρέωση προμήθειας, αφαιρουμένης της όποιας έκπτωσης.
Και έστω μια άλλη, που όρισε ως «άνω όριο» τα 60 ευρώ. Θα επιβαρύνει τον πελάτη της με 55 ευρώ (5,5 σεντς). Ακόμη και αν αυτός ο δεύτερος πάροχος έχει ορίσει χαμηλότερη βασική χρέωση από τον πρώτο, τελικά μάλλον θα είναι ακριβότερος.
Συμπέρασμα: Το αντικείμενο της ηλεκτρικής ενέργειας είναι εξαιρετικά σύνθετο. Αφορά ένα χρηματιστηριακό προϊόν, η ενημέρωση γύρω από παραμέτρους σαν τις παραπάνω απαιτεί γνώσεις, ενασχόληση, εξειδίκευση, χρόνο, τα οποία δεν διαθέτει ο μέσος άνθρωπος, όπως η μεγάλη πλειοψηφία των καταναλωτών της ηλεκτρικής ενέργειας. Και αυτή ακριβώς είναι η αξία του να μπορούν από την 1η Ιανουαρίου εύκολα και άμεσα να συγκρίνουν τις τιμές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου