Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Η ελληνική ως business language: “strange at home”

Τις προάλλες μού ζητήθηκε από φιλική νεαρή ομάδα επιχειρηματικού start up να ρίξω μια ματιά στο Site τους, ζητώντας μου να “χτενίσω” λίγο το ελληνικό κείμενό τους.
Τι να “χτενίσω”; 

Με την πρώτη ματιά, σήκωσα τα χέρια ψηλά. Μου ήταν αδύνατο να επέμβω. Ήταν, συντακτικά κυρίως, ένα απαράδεκτο κείμενο για κάποιον που γνωρίζει ελληνικά. 
Ο λόγος ήταν προφανής:
το κείμενο δεν ήταν παρά η μετάφραση από το πρωτότυπο αγγλικό.
Όταν τους τηλεφώνησα για να τους πω ότι μού ήταν πολύ δύσκολο να αποπειραθώ και την παραμικρότερη αλλαγή και ότι μάλλον, το κείμενο θα έπρεπε να γραφτεί από την αρχή, ούτε 
εξεπλάγησαν, ούτε ανησύχησαν. 
Μου είπαν: “Μη στενοχωριέστε. Το ξέρουμε. Απλώς το γράψαμε, έτσι για να υπάρχει, μόνο για μια πολύ μικρή μειοψηφία ενδιαφερομένων. Εξάλλου η default(!) γλώσσα του Site θα είναι η αγγλική. Όλοι οι επισκέπτες – αναγνώστες ενδιαφερόμενοι αυτό θα βλέπουν και θα διαβάζουν. Κανένας δεν πρόκειται να αναζητήσει την ελληνική εκδοχή του κειμένου”. Μάλιστα!

(Ο…provocative τίτλος που επελέγη, προς υπεράσπιση του πνεύματος του κειμένου, δεν θα μπορούσε παρά να είναι στα αγγλικά).

Ζούμε ένα αγγλοσαξονικό γλωσσικό imperium. Είναι η πρώτη φορά στην μακραίωνη ιστορία της, που η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει. Κι αυτό γιατί δεν έχει τί να πει. Γιατί εμείς δεν έχουμε τί να πούμε. Μετά τη μεταπολίτευση, η όποια παράδοση συνεχούς πρωτογενούς σκέψης ατονεί σταδιακά έως νεκρώσεως.

Ο ελληνικός λαός δεν έχει πια κανένα μήνυμα και καμιά δική του εκδοχή του κόσμου, την οποία να θέλει γλωσσικά να υπερασπισθεί στην Παιδεία, την Τέχνη, τη Διοίκηση, την Οικονομία, τις Κοινωνικές σχέσεις, την Επιχειρηματικότητα, την Εκκλησία κοκ.

Οι νέες έννοιες παράγονται στην αγγλική γλώσσα και εισάγονται-μεταφράζονται στην ελληνική.
Επομένως, είναι φυσικό: Αυτό που καλείται, που σύρεται καλύτερα, να εκφράσει σήμερα η ελληνική γλώσσα, να το λέει πιο καλά, πιο οικονομικά και πιο αυθεντικά η αγγλική. Είναι ακριβώς, η ενοχλητική και δυστυχώς συχνότατη περίπτωση, όπου εμφανίζεται “ο νους μεν αληθής, η λέξις δε αμαθής”.

Από το άλλο μέρος, η πολιτική, πνευματική και κοινωνική ελίτ της χώρας διαπαιδαγωγούνται πλέον αγγλοσαξονικά στο εξωτερικό. Εκεί μαθαίνουν να σκέφτονται αγγλοαμερικανικά, να καθρεπτίζονται σε υπερατλαντικούς καθρέπτες, να μην αναγνωρίζουν εαυτούς σε τίποτα ελληνικό, συμπεριλαμβανομένης και της γλώσσας.

Το χειρότερο: Το ελληνόπουλο σήμερα, στην εξοπλιστική του ηλικία, πλάθει και ασκεί το εκφραστικό του όργανο, όχι στη μητρική του, αλλά στην ξένη γλώσσα. Το ίδιο, οι νέοι επιστήμονες δεν μιλούν απλώς αγγλικά, αλλά σκέφτονται αγγλικά.

Το κακό βεβαίως είναι χειρότερο από αυτό που υποστηρίζεται επιφανειακά. Ότι, δηλαδή, το όλο ζήτημα εξαντλείται στο περιορισμένο λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν οι νεοέλληνες, στην κακοποίηση του συντακτικού και της γραμματικής, στην κατάχρηση των ξένων λέξεων. Το θέμα, με άλλα λόγια δεν είναι η έλλειψη γραμματικής παιδείας, ούτε το αν θα λέμε “της καθοδήγησης” ή “της καθοδηγήσεως”, το “μετρό” αντί “υπόγειος”. Ή ακόμα, η έλλειψη συνοχής του λόγου των νεοελλήνων και η δυσκολία τους να εκφραστούν με σαφήνεια και πληρότητα.

Όλα αυτά, σοβαρά μεν, δεν αποτελούν παρά μια φιλολογική προσέγγιση και θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από μια σωστή γλωσσική αγωγή, ώστε τα συμπτώματα τους, συν τω χρόνω, να ελαττωθούν ή και να εκλείψουν.

Το πρόβλημα είναι η γλωσσική αχρησία, η αβουλία και η ατονία, η οποία όμως είναι μέρος της γενικότερης εθνικής αβουλίας που χαρακτηρίζει τη τρέχουσα ελληνική ζωή στο σύνολό της. Τι ποσοστό θα αντιπροσώπευε άραγε σε μια δημοσκόπηση το τμήμα εκείνο της κοινωνίας που: ανησυχεί, ενημερώνεται, αναρωτιέται, δοκιμάζει και δοκιμάζεται, αμφισβητεί, αναθεωρεί, αναμετριέται με το καινούργιο, τολμά, προσδοκά, αξιολογεί και αξιολογείται; Αναρωτιέται η Μ. Κατσουνάκη. Φοβάμαι πολύ χαμηλό, πολύ μακριά από το να αντιπροσωπεύει μια “κρίσιμη μάζα”, απαραίτητη για να συντηρήσει στην ελληνική κοινωνία, όσες ποιότητες κατάφεραν να την κρατήσουν όρθια μέχρι τώρα.

Μια από αυτές τις ποιότητες και η Γλώσσα. Γιατί η γλώσσα είναι ενσωματωμένη προέκταση του ανθρώπου. Κι ακόμα, γιατί γλώσσα και σκέψη αναπτύσσονται σύμμετρα. “Η ψεύτικη ζωή μας κάνει ψεύτικη και τη γλώσσα μας. H αλήθεια δεν επιβάλλεται από τη γλώσσα στη ζωή, αλλά από τη ζωή στη γλώσσα. Πρέπει να ξαναζήσουμε αληθινά για να ξαναμιλήσουμε αληθινά”, αφορίζει αφοπλιστικά (και κομψότατα), ο Ζ. Λορεντζάτος.

Η ένδεια παραγωγής εννοιών στην εθνική της γλώσσα, συνιστά για μια χώρα ένδειξη, άλλα δυστυχώς και όρο κάθε πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής συρρίκνωσης και αδυναμίας. Αυτό, δηλαδή, που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.

Αναφορές: Το θέμα έθεσε ο Ν. Ξυδάκης, με δύο άρθρα του στην Καθημερινή. Βλ. επίσης: Ν. Φωκά, “Το γλωσσικό μας πρόβλημα είναι εξωγλωσσικό”, Εκδόσεις Ερμείας


Του Γιώργου Ι. Κωστούλα

* O κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα
gcostoulas@gmail.com

Πηγή:www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: