Προφανώς και χρειαζόμαστε τη βοήθεια της Ενωμένης Ευρώπης για να ξεφύγουμε από την «στενωπό» που έχει περιέλθει η χώρα μας – σε καμία περίπτωση όμως την οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας, η οποία απλά θα διαιώνιζε τα «δομικά» της προβλήματα.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενες αναλύσεις μας, υπάρχουν αρκετές δυνατότητες για να αποφύγει ένα κράτος την οριστική του χρεοκοπία (μεταξύ άλλων: Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ: Η ανάγκη περιστολής των κρατικών δαπανών, η «συγκράτηση» των αμοιβών, η εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου, η κερδοφορία των εθνικών επιχειρήσεων, ο περιορισμός των δημοσίων επενδύσεων και οι απαιτήσεις μας από την ΕΕ 30/1/2010). Εάν όμως δεν υπάρξει, από αρκετό χρονικό διάστημα πριν το «μοιραίο», η ανάλογη σοβαρότητα, καθώς επίσης η απόλυτη «συναίνεση» όλων των εργαζομένων, των συνδικάτων, των επιχειρήσεων και των πολιτικών κομμάτων του, αποφεύγοντας τις «άκαιρες» επαναστατικές κινητοποιήσεις και τις «κοστοβόρες» απεργίες, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί θετικό αποτέλεσμα.
Περαιτέρω, είχαμε αναφέρει σε μία... επόμενη ανάλυση μας (Δημόσιο Χρέος: Μήπως θα πρέπει κάποτε να μας εξοφλήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση τις υποχρεώσεις της, επιτρέποντας μας να εξοφλήσουμε σωστά τις δικές μας; 23/4/2009), ότι:
“Είναι αδύνατον να εξέλθουμε από τα προβλήματα της οικονομίας μας, ακόμη και αν δεν υπήρχε η παγκόσμια οικονομική κρίση, εάν είχαμε την καλύτερη κυβέρνηση του κόσμου, τον ικανότερο λαό, εάν κατορθώναμε να μειώσουμε την όποια φοροδιαφυγή, να περιορίσουμε τη σπατάλη του Δημοσίου κοκ. Επομένως, όχι μόνο είναι αδύνατο να αποπληρώσουμε τα χρέη μας ή να μειώσουμε το έλλειμμά μας, αλλά ούτε καν να σταματήσουμε τη συνεχή αύξηση τους - τουλάχιστον μέχρι το σημείο που δεν θα μπορούμε πια να τα πληρώσουμε, μην κατορθώνοντας κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον να εξασφαλίσουμε τον περαιτέρω δανεισμό μας.
Τι θα έπρεπε να κάνουμε λοιπόν, εάν δεν θέλαμε να αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη τους, να υποδουλωθούμε ή να χρεοκοπήσουμε ανεπιστρεπτί; Πως θα έπρεπε να ενεργήσουμε, για να αμβλύνουμε κάπως τις παρενέργειες του χρέους, να βρούμε το χρόνο για να επιλύσουμε σωστά τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας μας και να μην υποκύψουμε στο μοιραίο;
Ο J. M. Keynes, κατά τη διάρκεια της διεθνούς συνόδου των Βερσαλλιών το 1919, με αντικείμενο τον τρόπο που θα έπρεπε να συμπεριφερθούν οι νικήτριες δυνάμεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου απέναντι στην ηττηθείσα Γερμανία (η Ελλάδα σήμερα έχει επίσης ηττηθεί - έχει χάσει δηλαδή «κατά κράτος» τη μάχη της ανταγωνιστικότητας, όπως πολλές άλλες «δυτικές» χώρες), είπε τα εξής:
«Απαιτήθηκαν 160 δις γερμανικά μάρκα για αποζημιώσεις πολέμου. Η δυνατότητα της Γερμανίας να πληρώσει 160 δις ή, έστω, 100 δις, είναι ανύπαρκτη - δεν βρίσκεται δηλαδή εντός των πλαισίων του εφικτού, με βάση έναν λογικό υπολογισμό. Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δις Μάρκα για να εξοφλήσει, θα έπρεπε να μας εξηγήσουν, μέσω ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους και σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα. Μέχρι να μπορέσουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τεκμηριώσουν αντικειμενικά τις αποφάσεις τους, απαιτώντας πράγματα που είναι δυνατόν να επιτευχθούν, δεν μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας». Κανένας δεν τον άκουσε δυστυχώς, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει το κραχ του 1929 και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.
Κατ’ επέκταση, αν και όχι κατ’ αναλογία, η ερώτηση που οφείλουμε να θέσουμε σε σχέση με τη χώρα μας και στην οποία θα πρέπει να απαντήσει η Ευρώπη, εάν δεν θέλουμε να αναλωνόμαστε συνεχώς στην περιγραφή προβλημάτων ή θεωρητικών λύσεων, αλλά στις δυνατότητες πρακτικής επίλυσης τους, είναι κατά κάποιον τρόπο αυτή που έκανε τότε ο Keynes:
Μέσω της πώλησης ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα μπορέσουμε να μειώσουμε το χρέος και τα ελλείμματα μας, καθώς επίσης σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα; Εμείς θέλουμε να δουλέψουμε παραγωγικά, δεν είμαστε «οκνηροί», δεν μας αρέσει να χρωστάμε, δεν επιθυμούμε να είμαστε υπόλογοι σε κανέναν και προφανώς δεν θέλουμε να πουλήσουμε τη δημόσια περιουσία μας. Πώς να το κάνουμε όμως πρακτικά, όταν μας έχουν αφαιρεθεί όλα τα εργαλεία χειρισμού της οικονομίας μας από την ΕΚΤ, ενώ ταυτόχρονα αποκλειόμαστε από όλες τις αγορές του εξωτερικού, σιγά-σιγά και από αυτές της ίδιας μας της χώρας;
Εάν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν μας εξασφαλίζουν τις αγορές τους για τα προϊόντα μας αυξάνοντας το ΑΕΠ μας (οπότε θα μπορούσε να μειωθεί αναλογικά το χρέος μας), μας αποκλείουν σταδιακά από τη δική μας (Lidl, Aldi, Makro, Media Markt, Vinci, Hochtief, Carrefour, Unilever, αεροδρόμια, λιμάνια, τηλεπικοινωνίες κλπ), δεν στέλνουν τους πολίτες τους να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα, δεν χρησιμοποιούν τη ναυτιλία μας για τις μεταφορές τους, δεν κάνουν ευρύτερα χρήση του τομέα των υπηρεσιών μας (75% του ΑΕΠ), δεν επενδύουν εδώ σε παραγωγικές μονάδες για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα μας (αλλά μόνο εκμεταλλεύονται τις ανόητες καταναλωτικές μας επιδόσεις), δεν προστατεύουν ενεργά (με δικό τους πολεμικό εξοπλισμό) τα σύνορα μας, δεν μας προσφέρουν χαμηλά επιτόκια και δεν ενδιαφέρονται για την επίλυση των προβλημάτων μας, για τι ακριβώς τους χρειαζόμαστε;
Ακόμη και σαν αποικία ή δορυφόρος τους, ειδικά σε μία περίοδο παγκόσμιας ύφεσης (άρθρο μας: Ύφεση L; Η μορφή της κρίσης, τα αποτελέσματα της, οι πραγματικές αιτίες, η αναδιανομή εισοδημάτων, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η αναγκαιότητα μίας μερικής αποπαγκοσμιοποίησης 16/5/2009), δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να εξασφαλίζουν την επιβίωση και τη μη χρεοκοπία μας, αφού στην κυριολεξία μας απαγορεύουν να δραστηριοποιηθούμε μόνοι μας;
Εγκαταστάθηκαν εδώ, δημιούργησαν ολιγαρχίες, διέφθειραν συνειδήσεις (Siemens κλπ), έφτιαξαν δρόμους για την «εισβολή» των επιχειρήσεων τους, απομυζούν τη φορολογική βάση μας (φοροαποφυγή), εξάγουν τα προϊόντα τους εξασφαλίζοντας τις δικές τους θέσεις εργασίας, τοκίζουν με μεγάλα κέρδη τα χρήματα τους, κερδοσκοπούν στο χρηματιστήριο μας, επιβάλλουν τις πολιτικές τους και ταυτόχρονα μας κατακρίνουν διασύροντας μας, για να εισπράξουν ακόμη περισσότερα εις βάρος μας. Ποιος αλήθεια χρειάζεται ποιόν και ποιος τελικά εκμεταλλεύεται ποιόν;”
Επανερχόμενοι στο παρόν διαπιστώνουμε ότι, αυτό που απαιτείται σήμερα δεν είναι ο νέος δανεισμός της Ελλάδας, ο οποίος θα κατευθυνόταν ξανά στην κατανάλωση (στα «συμμαχικά» ταμεία), «υποθηκεύοντας» ακόμη περισσότερο το μέλλον των επομένων γενεών. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η χρηστή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών μας, καθώς επίσης το άνοιγμα των αγορών των πλεονασματικών χωρών της Ευρώπης, οι οποίες θα πρέπει βέβαια να αυξήσουν την εσωτερική τους κατανάλωση – μειώνοντας τη φορολογία των πολιτών τους και αυξάνοντας τις αμοιβές τους, οι οποίες περιορίσθηκαν κατά -14% από την έναρξη της Ευρωζώνης.
Ήδη το ΔΝΤ «καλεί» τόσο τη Γερμανία, όσο και την Κίνα, να στηρίξουν την ανάπτυξη στην εσωτερική τους αγορά – να πάψουν να αναπτύσσονται δηλαδή εις βάρος όλων των υπολοίπων χωρών του πλανήτη, καταπιέζοντας τους υπερβολικά πειθαρχικούς, δικούς τους λαούς και δημιουργώντας τεράστιες ανισορροπίες στο σύστημα. Εκτός αυτού, με βάση μία πρόσφατη μελέτη ενός εξαιρετικού Γερμανού δημοσιογράφου, οι αμοιβές των εργαζομένων σε πολλές γερμανικές αλυσίδες λιανικής είναι χαμηλότερες ακόμη και από τις αντίστοιχες στην Τουρκία.
Αντί να αναζητούμε λοιπόν πιστώσεις από τη Γερμανία ή από τη Γαλλία, θα ήταν κατά πολύ προτιμότερο να απαιτήσουμε τη «συμμόρφωση» τους με το πνεύμα μίας πραγματικής Ένωσης. Επί πλέον, να «αιτηθούμε» τη διεξαγωγή ειδικών προωθητικών ενεργειών για τα Ελληνικά τρόφιμα και ποτά από τις αλυσίδες λιανικής των χωρών τους, διαφημιστικές καμπάνιες για τον Ελληνικό τουρισμό, με προαγορά ξενοδοχειακών πακέτων διακοπών, εισαγωγές των βιομηχανικών προϊόντων μας, καθώς επίσης οτιδήποτε άλλο θα δημιουργούσε συνθήκες επαναβιομηχανοποίησης, καλυτέρευσης της ανταγωνιστικότητας και αύξησης των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά, εμείς θα πρέπει να καταναλώνουμε κυρίως Ελληνικά προϊόντα (το «δικαιούμαστε», τουλάχιστον έως ότου εξυγιανθούμε), βοηθώντας έτσι στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, καθώς επίσης στην ανάπτυξη των ήδη υφισταμένων. Η υγιής εσωτερική ζήτηση, σε συνδυασμό με την αύξηση των εξαγωγών μας, είναι άλλωστε η μοναδική δυνατότητα εξισορρόπησης της έντονης μείωσης του ΑΕΠ μας - η οποία θα προκληθεί «νομοτελειακά», από την υπερβολική αύξηση της φορολογίας, καθώς επίσης από τα υπόλοιπα «ΔΝΤ-μέτρα» (μείωση μισθών κλπ) που επιβλήθηκαν στη χώρα μας.
Στην αντίθετη περίπτωση, όσα δάνεια και αν πάρουμε, έστω με χαμηλά επιτόκια, είναι αδύνατον να αποφύγουμε τη χρεοκοπία και τη μετέπειτα «μετατροπή» μας σε προτεκτοράτο (άρθρο μας: Σύγχρονες αποικίες μέσω οικονομικών κατακτήσεων: Ο αφανής εθνικός κίνδυνος από την υπερχρέωση του ιδιωτικού & δημόσιου τομέα της χώρας μας 8/3/2009).
Συνεχίζοντας, ο κίνδυνος με τον οποίο βρισκόμαστε αντιμέτωποι, συνδυάζει ότι πιο καταστροφικό μπορεί να συμβεί σε μία χώρα – τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, με την ταυτόχρονη αύξηση των τιμών. Εκτός αυτού, οι λύσεις «τύπου» ΔΝΤ που ατυχώς «προβάλλονται», όχι μόνο δεν θα επέλυαν το πρόβλημα, αλλά θα το επιδείνωναν τα μέγιστα (άρθρο μας: ΟΙ ΣΥΝΔΙΚΟΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ: Το κυριαρχικό δόγμα του αμερικανικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ΔΝΤ, οι κρυφές «παγίδες» του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου και οι κίνδυνοι για την Ελλάδα 14/3/2010).
Αρκεί να δει κανείς τα καταστροφικά αποτελέσματα στις χώρες που ζήτησαν πρόσφατα τη «συνδρομή» του ΔΝΤ (Ισλανδία, Ουκρανία, Ουγγαρία, Λετονία, Ρουμανία, Τουρκία κλπ), για να καταλάβει πως τίποτα δεν έχει αλλάξει στη λειτουργία του – παρά το ότι πολλοί ισχυρίζονται ότι ο κ. Strauss-Kahn διαφοροποίησε προς το καλύτερο την πολιτική του.
Ολοκληρώνοντας, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τις ενέργειες της κυβέρνησης, όταν ανακοινώνει συνεχώς πως δεν ζητάει καμία βοήθεια εκ μέρους της ΕΕ. Προφανώς και χρειαζόμαστε τη βοήθεια της Ένωσης, για να ξεφύγουμε από την «στενωπό» που έχει περιέλθει η Οικονομία μας – σε καμία περίπτωση όμως την χρηματική ενίσχυση της Ελλάδας, η οποία απλά θα διαιώνιζε τα προβλήματα της (διαρθρωτικά, διαφθορά κλπ), χρεώνοντας την ακόμη περισσότερο.
Αυτά που έχουμε απόλυτη ανάγκη είναι, μεταξύ άλλων, το άνοιγμα των αγορών των ευρωπαϊκών «εταίρων» για τα Ελληνικά προϊόντα, τη διενέργεια παραγωγικών επενδύσεων εκ μέρους τους στην Ελλάδα, την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για την οργάνωση-εξυγίανση του δημοσίου τομέα μας, καθώς επίσης τη συμμετοχή τους στην ομαλοποίηση των σχέσεων μας με την Τουρκία – αν όχι, τότε στα εξοπλιστικά προγράμματα μας, τα οποία απορροφούν διαχρονικά το 4% του ΑΕΠ μας (στη Γερμανία μόλις το 1,3% του ΑΕΠ).
Βέβαια, η Ελλάδα πληρώνει πολλά δισεκατομμύρια για την αγορά όπλων από τη Γερμανία – επίσης η Τουρκία. Σύμφωνα δε με την πρόσφατη αναφορά του Ερευνητικού Ινστιτούτου Ειρήνης της Στοκχόλμης, η Γερμανία αναρριχήθηκε στην 3η θέση παγκοσμίως, μεταξύ των χωρών εξαγωγής όπλων, διπλασιάζοντας τις πωλήσεις της - κυριότεροι πελάτες της: η Ελλάδα και η Τουρκία. Είναι φυσιολογικό λοιπόν το ότι, αφενός μεν η Γερμανία δεν έχει καμία διάθεση να διευκολύνει την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ, αφετέρου δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση την ομαλοποίηση των σχέσεων των δύο χωρών, αφού κάτι τέτοιο θα μείωνε τις πωλήσεις όπλων εκ μέρους της σε αμφότερες.
Η υπόλοιπη Ευρώπη όμως έχει εντελώς διαφορετικά συμφέροντα από αυτά της Γερμανίας και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να δείξει αδιαφορία για την Ελλάδα, απλά και μόνο επειδή τοποθετήθηκε πρώτη «στο στόχαστρο» (άρθρο μας: ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΝΑ: Η Ελλάδα στο επίκεντρο της αμερικανό-ευρωπαϊκής διαμάχης, τα σφάλματα μας, οι «αλλότριες» ευθύνες και ο υπερπληθωρισμός ομολόγων, ο οποίος φαίνεται να εξελίσσεται σε μία καταστροφική πανδημία 23/1/2010). Αργά η γρήγορα θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες χώρες (όχι μόνο οι μεσογειακές) οι οποίες, κατά την άποψη μας, είναι αδύνατον να αντιμετωπίσουν «αυτοτελώς», τόσο το «αδρανές» κερδοσκοπικό κεφάλαιο, όσο και την σημερινή, «πρωσική» Γερμανία.
Κλείνουμε με το μέρος ενός κειμένου του αυστριακού οικονομολόγου κ. Joseph Schumpeter, το οποίο μάλλον επεξηγεί επαρκώς τις προσπάθειες διασυρμού της χώρας μας διεθνώς, από κάποια «στρατευμένα» ΜΜΕ: «Υπάρχει βεβαίως μία μέθοδος για να απαλλαγούμε από τις οφθαλμοφανείς αλλά δυσάρεστες αλήθειες: Η μέθοδος να διασύρουμε. Ο διασυρμός αυτός αντικαθιστά την αντίκρουση, καθώς το μέσο ακροατήριο αγνοεί κατά κανόνα πλήρως το γεγονός ότι, ένας διασυρμός αυτού του είδους καλύπτει συχνά την αδυναμία διάψευσης – ένα υπέροχο παράδειγμα από την ψυχολογία της μάζας».
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 18. Μαρτίου 2010
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου (χρηματοοικονομικά, στρατηγικός σχεδιασμός).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου