Την 1η Ιανουαρίου 2001, η Ελλάδα με την ένταξη της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), ολοκλήρωνε τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποκτώντας νομισματική σταθερότητα, ισχυρό νόμισμα κι ένα σταθερό μακροοικονομικό πλαίσιο αναφοράς, επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη. Και μετά από ένα χρόνο, ακολούθησε η εισαγωγή του ευρώ σαν επιστέγασμα της ένταξης στην ΟΝΕ.
Όπως θυμόμαστε, κατά τη διάρκεια αυτών των κορυφαίων γεγονότων για την πορεία της Ελλάδας, το «εσωτερικό μέτωπο» είχε κρατήσει αντίθετη στάση. Οι υπερασπιστές του συνθήματος «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο», της δραχμής και του διεθνούς απομονωτισμού, είχαν και στις δυο περιπτώσεις υπερασπιστεί την αναχρονιστική τους θέση... Ότι η Ελλάδα δηλαδή, θα έπρεπε να παραμείνει ανεξάρτητη από τη Δύση. Παράλληλα, οι πολίτες ήταν ανενημέρωτοι και απροετοίμαστοι, απέναντι σε αυτά τα κοσμογονικά γεγονότα, παρασυρμένοι από το «προοδευτικό» αντιδυτικό και κρατικίστικο μέτωπο, που έβλεπε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του.
Και δεν είναι τυχαίο ότι οι δυο συγκεκριμένες βασικές πολιτικές στιγμές της χώρας, είχαν αμφισβητηθεί και πολεμηθεί με τόση σφοδρότητα κατά τη δεκαετία 2009 - 2019 και ειδικότερα μέσα από το Δημοψήφισμα του 2015 και τις εμμονικές ιδεοληψίες του Αλέξη Τσίπρα, του Πάνου Καμένου και άλλων τραγικών πολιτικών φιγούρων.
Έτσι σήμερα, 45 χρόνια μετά από την προσχώρηση στην ΕΟΚ και 23 χρόνια μετά από την ένταξη στον ΟΝΕ, τα επιτεύγματα και οι επιτυχίες της χώρας μας αμφισβητούνται από σημαντικό τμήμα του πολιτικού φάσματος και του εκλογικού σώματος.
Οι τίτλοι των ευρωπαϊκών εφημερίδων το 1979 αναφέρονταν στην Ελλάδα ως τον «επιδέξιο συνέταιρο» και στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως την κυβέρνηση που άσκησε «πειστική γοητεία», προκειμένου να καμφθούν εμπόδια και αντιρρήσεις των υπόλοιπων εταίρων. Διότι, δεν ήταν λίγοι όσοι υποστήριζαν ότι η Ελλάδα εξακολουθούσε να «αντιμετωπίζει σειρά από σοβαρά προβλήματα: Τεχνολογική καθυστέρηση, χαμηλό ποσοστό παραγωγικότητας, υψηλός πληθωρισμός, τεταμένες σχέσεις με την Τουρκία κ.α.», που δεν της επέτρεπαν να ενταχθεί στην ΕΟΚ.
Φημολογείται μάλιστα, ότι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο αρχιτέκτονας της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είχε παρατηρήσει κάποτε ότι «έριξα τους Έλληνες στη θάλασσα και θα πρέπει να μάθουν να κολυμπούν». Θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να σημειώσει ότι ενώ η Ελλάδα διέθετε πολιτική σταθερότητα, κοινωνική γαλήνη και οικονομική πρόοδο, ήταν απροετοίμαστη ώστε να σταθεί στο ίδιο επίπεδο με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Βέβαια, η χώρα μας είχε την ατυχία να κυβερνηθεί αμέσως μετά την είσοδο στην ΕΟΚ, από τον άκρατο αντιδυτικό λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ, που «έκανε πλιάτσικο» στα ευρωπαϊκά κονδύλια, με αποτέλεσμα η πραγματική οικονομία να μην ευεργετηθεί όσο θα μπορούσε από τα Ευρωπαϊκά προγράμματα. Η ελληνική οικονομική πολιτική κατά τη διάρκεια της δεκαετία του 1980, αποτέλεσε ακόμη ένα πλήγμα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας, αποδυναμώνοντας τη συμβολή των ευρωπαϊκών πόρων και τη δυνατότητα πρόσβασης στην ευρωπαϊκή αγορά.
Οι υπέρογκες αυξήσεις του κόστους εργασίας επί ΠΑΣΟΚ, η επέκταση του δημόσιου τομέα, η αύξηση της φορολογίας και ο υψηλός πληθωρισμός επέφεραν περαιτέρω σοβαρά πλήγματα για την ελληνική οικονομία στην προσπάθεια της να μειώσει την απόσταση της από τις υπόλοιπες χώρες – μέλη της ΕΟΚ.
Απροετοίμαστη βρέθηκε η Ελλάδα και κατά τη διάρκεια της ένταξης της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση και της υιοθέτησης του ευρώ. Πέραν του γεγονότος ότι και εδώ ο Κώστας Σημίτης δεν απολάμβανε της απαραίτητης πολιτικής στήριξης για την ολοκλήρωση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η είσοδος στην ΟΝΕ επιτεύχθηκε χωρίς την τήρηση των βασικότερων οικονομικών προϋποθέσεων και προαπαιτούμενων.
Οι ενστάσεις από τους εταίρους είχαν ξεπεραστεί και μέσα από το εργαλείο της λεγόμενης «πολιτικής απόφασης». Ενώ οι κατηγορίες κατά της χώρας μας στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων από το 1998 μέχρι το 2000, για χρήση «δημιουργικής λογιστικής», ήταν πάντοτε παρούσες. Και όπως αποδείχθηκε, η πραγματική οικονομία μέσα στην ΟΝΕ εμφάνισε ένα τεράστιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας.
Η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ έτοιμη για τα επόμενα βήματα της. Αναγκαζόταν όμως να τα κάνει, από την ίδια την πραγματικότητα. Ήταν απροετοίμαστη. Ακόμα και τώρα οι όποιες μεταρρυθμίσεις και οι όποιες αλλαγές, έγιναν αναγκαστικά λόγω της πτώχευσης της χώρας και της μερικής έστω αναγνώρισης, ότι το παλαιό μοντέλο δεν μπορεί να μας πάει μακριά. Εξ ανάγκης λοιπόν, ακόμα και σήμερα αλλάζει η Ελλάδα και όχι από επιλογή.
Τόσο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όσο και ο Κώστας Σημίτης είχαν κινηθεί κόντρα στο ρεύμα. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Αφού η σύγκλιση των πολιτικών της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς στις βασικές εθνικές γραμμές, έχει απελευθερώσει τα τέρατα του λαϊκισμού της ακροδεξιάς και της αριστεράς, που εναγκαλισμένα αγωνίζονται με κάθε μέσο απέναντι στην πρόοδο και την ευημερία του τόπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου