Αποκτά πλέον χαρακτηριστικά «νομοτελειακής» πολιτικής εξέλιξης, μία κυβέρνηση μετά τον πρώτο χρόνο της δεύτερης τετραετίας της, να αρχίσει να βλέπει τα ποσοστά της να φθίνουν. Η ιστορία το αποδεικνύει, δείχνοντας, μάλιστα, στο παρελθόν ένα ακόμη πιο σκληρό πρόσωπο, καθώς δύο κυβερνήσεις, που είχαν κερδίσει μία δεύτερη τετραετία -οι κυβερνήσεις Σημίτη και Καραμανλή- είδαν ένα χρόνο αργότερα, όχι απλώς να μειώνονται τα ποσοστά τους, αλλά να χάνουν δημοσκοπικά την πρωτιά, με την αξιωματική αντιπολίτευση, τότε, να παίρνει την πρωτοκαθεδρία στις μετρήσεις της κοινής γνώμης.Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος παρέμεινε στην πρωθυπουργία της χώρας, μετά τις εκλογές της 9ης Απριλίου του 2000 με ποσοστό 43,79%, είδε το ΠΑΣΟΚ να βρίσκεται στη δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων ήδη από το καλοκαίρι του 2001, με τη Νέα Δημοκρατία να παίρνει τα «ηνία»... Αντίστοιχα, ο Κώστας Καραμανλής, έχοντας επανεκλεγεί τον Σεπτέμβριο του 2007 με 41,87%, είδε έναν χρόνο αργότερα, από τον Σεπτέμβριο του 2008 να υποχωρεί στη δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων, με το ΠΑΣΟΚ να επιστρέφει στην κορυφή.
Αυτή η φθορά συχνά αποδίδεται στην απογοήτευση των πολιτών, στην κόπωση του εκλογικού σώματος, στην υποχώρηση του «ενθουσιασμού», τις αυξημένες προσδοκίες ή τη συνειδητοποίηση ότι τελικά τίποτα δε μπορεί να αλλάξει με ένα μαγικό ραβδί και πολλές φορές, στο παρελθόν, σε λάθος κινήσεις και λάθος χειρισμούς από τις κυβερνήσεις.
Η αντίδραση των τότε πρωθυπουργών ήταν επί της ουσίας να επιχειρήσουν να βγάλουν από την ατζέντα όλα όσα μπορεί να προκαλέσουν περαιτέρω αντιδράσεις, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την άτακτη απόσυρση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του Τάσου Γιαννίτση, το 2001, που άφησε άλυτο ένα κορυφαίο ζήτημα για τη χώρα, σε μια προσπάθεια να καμφθούν οι αντιδράσεις, που κόστιζαν πολιτικά στην κυβέρνηση Σημίτη.
Σήμερα το πολιτικό σκηνικό, που διαμορφώνεται, ταυτίζεται με το παρελθόν μόνο στο σημείο εκείνο, που οι πολίτες φαίνεται να κάνουν «ένα βήμα πίσω», επαναξιολογώντας τη στάση τους απέναντι στην κυβέρνηση. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα ιστορικά δεδομένα, όμως, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη παραμένει στην πρώτη θέση, διατηρώντας μάλιστα τα εκλογικά ποσοστά των ευρωεκλογών –περί του 27-28%- και ταυτόχρονα εξακολουθεί να καταγράφει μια απόσταση της τάξεως σχεδόν των 15 ποσοστιαίων μονάδων από το δεύτερο κόμμα των δημοσκοπήσεων –το οποίο, παρεμπιπτόντως, δεν είναι η αξιωματική αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το τρίτο κοινοβουλευτικά κόμμα, το ΠΑΣΟΚ.
Από τις ίδιες δημοσκοπήσεις, προκύπτει, άλλωστε, και το συμπέρασμα, ότι οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας τον Ιούνιο του 2023, που της έδωσαν την εντολή μιας δεύτερης τετραετίας, στην πλειοψηφία τους δεν οδεύουν σε κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης, αλλά αντιθέτως, τηρούν στάση αναμονής, με την αδιευκρίνιστη ψήφο να ξεπερνά σε όλες τις μετρήσεις το 20%.
Η «ανάγνωση» του κυβερνητικού επιτελείου, ότι η εντολή των πολιτών, όπως εκφράστηκε και μέσω των μειωμένων ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας στην κάλπη των ευρωεκλογών και όπως εκφράζεται μέσω των δημοσκοπήσεων, είναι ότι ζητούν από την κυβέρνηση να «τρέξει» πιο γρήγορα τις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες έχει δεσμευτεί, διορθώνοντας χρόνιες παθογένειες, όπως λένε, του κράτους και βελτιώνοντας, ως εκ τούτου, την καθημερινότητα των πολιτών σε κάθε της έκφανση, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν προσανατολίζεται στην επανάληψη του λάθους των προκατόχων του, στην «οπισθοχώρηση» δηλαδή από τις αλλαγές, που έχει εξαγγείλει.
Από την κυβέρνηση διαμηνύουν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα συνεχιστούν, όπως ακριβώς έχει δεσμευτεί ο πρωθυπουργός. Άλλωστε, όπως σημειώνουν, όσα έχουν ήδη γίνει, δείχνουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι διατεθειμένος να υπολογίσει το πολιτικό κόστος πάνω σε ζητήματα, που κρίνει ότι αφορούν στον πυρήνα του προγράμματος, βάσει του οποίου εξελέγη τόσο το 2019 όσο και το 2023.Και ως παραδείγματα φέρνουν τη μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που επέτρεψε για πρώτη φορά τη λειτουργία των μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών ξένων πανεπιστημίων στη χώρα, την αλλαγή στη φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών, που έβαλε στο κέντρο της την πάταξη της φοροδιαφυγής ή το νόμο για την ισότητα στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, που άγγιζε ένα αξιακό ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρεμβάσεις, δηλαδή, που προχώρησαν παρότι οι αντιδράσεις σε αυτές ήταν δεδομένες.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας διανύει πλέον τον 6ο χρόνο της θητείας της και έχει μπροστά της έναν καθαρό πολιτικό διάδρομο τριών ετών, ώστε να κερδίσει τα «στοιχήματα», που η ίδια έχει βάλει και να κριθεί από τους πολίτες επί των παραγόμενων πλέον αποτελεσμάτων στο τέλος της τετραετίας, το 2027.
Λίδα Μπόλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου