Η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα παραμένει ανθεκτική, επισημαίνει η Goldman Sachs σε νέα έκθεσή της.
Η παραγωγικότητα της εργασίας άρχισε να αυξάνεται ξανά στον απόηχο της πανδημίας μετά από πτώση για σχεδόν μια δεκαετία.
Η απασχόληση και η βιομηχανική παραγωγή συνέχισαν να αυξάνονται, με το ποσοστό απασχόλησης να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 25 ετών.
Ωστόσο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι πάνω από 15% χαμηλότερο από το επίπεδο πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και οι επενδύσεις παραμένουν 30% χαμηλότερες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Πάντως, όπως εκτιμά η Goldman Sachs, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ισχυρή θέση φέτος για να εδραιώσει την αναπτυξιακή δυναμική και να επιταχύνει τις κεφαλαιουχικές δαπάνες πάνω από την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ, σύμφωνα με το capital...
Οι μακροοικονομικές προοπτικές θέτουν το έδαφος για άλλη μια αναβάθμιση
Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει η αμερικάνικη τράπεζα, η απασχόληση και η βιομηχανική παραγωγή συνέχισαν να αυξάνονται από το τέλος της πανδημίας και τώρα βρίσκονται μόνο 3% και 10%, αντίστοιχα, κάτω από τα ανώτατα επίπεδα που είχαν φτάσει πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Εν τω μεταξύ, το ποσοστό απασχόλησης έχει φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 25 ετών. Ωστόσο, οι επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων τόσο του οικιακού όσο και του βιομηχανικού τομέα, παραμένουν σημαντικά χαμηλότερες, εξακολουθώντας να είναι 30% κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και του τέλους της δεκαετίας του 2000 ως ποσοστό του ΑΕΠ.
"Βλέπουμε ισχυρή πιθανότητα οι επενδύσεις στην παραγωγική ικανότητα να αυξηθούν σημαντικά φέτος στην Ελλάδα", υποστηρίζει η Goldman Sachs. Οι εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης θα κορυφωθούν το 2024, φτάνοντας τα 9 δισ. ευρώ (4% του ΑΕΠ), και το πρόγραμμα θα στραφεί όλο και περισσότερο προς τη στήριξη κεφαλαιουχικών δαπανών από φέτος, όπως επισημαίνει. Εάν το πρόγραμμα υλοποιηθεί πλήρως, εκτιμά ότι η ώθηση του Ταμείου Ανάκαμψης στις επενδύσεις θα μπορούσε να είναι πολύ μεγάλη και να αγγίξει το 1,7%. Υπό σχετικά πιο προσεκτικές παραδοχές (80% υλοποίηση), οι επενδύσεις κεφαλαίου θα μπορούσαν να αυξηθούν με διπλάσιο ρυθμό από την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ τόσο το 2024 όσο και το 2025.
Μια τέτοια επίμονη αυξημένη κεφαλαιουχική δαπάνη παρέχει ένα υποστηρικτικό τοπίο για την επανένταξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών στον δείκτη των ανεπτυγμένων αγορών, κατά την άποψη της G.S. Τον Ιούνιο του 2013, στον απόηχο της κρίσης του δημόσιου χρέους, το ελληνικό χρηματιστήριο υποβαθμίστηκε σε καθεστώς αναδυόμενης αγοράς. Πλέον υπάρχει ισχυρή πιθανότητα αναβάθμισης χάρη και στην ανθεκτικότητα των επενδύσεων, πιθανώς μέχρι το τέλος του καλοκαιριού.
Η δημογραφική ευπάθεια μειώνεται, το δημόσιο χρέος υποχωρεί
Η αποκατάσταση ενός επιπέδου ετήσιων επενδύσεων στα επίπεδα της υπόλοιπης Ευρωζώνης παραμένει κατά την άποψη της Goldman το κεντρικό στοιχείο για τη διασφάλιση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Ο ελληνικός πληθυσμός έχει μειωθεί κατά σχεδόν 5% την τελευταία δεκαετία και η δημογραφική ευπάθεια παραμένει βασική πρόκληση όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, χάρη σε μια ανθεκτική αγορά εργασίας, ο λόγος εξάρτησης ηλικίας (age-dependency ratio) έχει βελτιωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. "Αναμένουμε ότι οι δημόσιες συνταξιοδοτικές δαπάνες θα μειωθούν, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μέχρι το τέλος της δεκαετίας προτού επιδεινωθούν πέρα από αυτήν την περίοδο και θα παραμείνουν σχετικά κοντά στον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ μακροπρόθεσμα", εκτιμά η αμερικάνικη τράπεζα.
Κατά την Goldman, οι εποικοδομητικές μακροοικονομικές προοπτικές της Ελλάδας θα μειώσουν τον αρνητικό αντίκτυπο της δημογραφικής επιδείνωσης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, αυτές οι συνθήκες υποστηρίζουν μια σημαντική μείωση του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι η υποστήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης πρόκειται να επιταχυνθεί το 2024, εκτιμά ότι ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ θα παραμείνει σε πτωτική πορεία και αναμένει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος θα μειωθεί κατά περισσότερο από 30% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας, ένα επίπεδο που είναι αρκετά χαμηλότερο από ό,τι προέβλεπε πριν η ίδια.
Επιπλέον, όπως προσθέτει, δεδομένου ότι περίπου το 70% του ελληνικού δημόσιου χρέους αφορά ευρωπαϊκά προγράμματα βοήθειας πολύ μεγάλης διάρκειας, το περιορισμένο μερίδιο του δημόσιου χρέους στην αγορά προστατεύει το επιτόκιο δανεισμού του ελληνικού δημοσίου από την αστάθεια των επιτοκίων και αναμένεται να συμβάλει στη διατήρηση του κόστους δανεισμού σε επίμονα χαμηλά επίπεδα.
Ωστόσο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι πάνω από 15% χαμηλότερο από το επίπεδο πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και οι επενδύσεις παραμένουν 30% χαμηλότερες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Πάντως, όπως εκτιμά η Goldman Sachs, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ισχυρή θέση φέτος για να εδραιώσει την αναπτυξιακή δυναμική και να επιταχύνει τις κεφαλαιουχικές δαπάνες πάνω από την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ, σύμφωνα με το capital...
Οι μακροοικονομικές προοπτικές θέτουν το έδαφος για άλλη μια αναβάθμιση
Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει η αμερικάνικη τράπεζα, η απασχόληση και η βιομηχανική παραγωγή συνέχισαν να αυξάνονται από το τέλος της πανδημίας και τώρα βρίσκονται μόνο 3% και 10%, αντίστοιχα, κάτω από τα ανώτατα επίπεδα που είχαν φτάσει πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Εν τω μεταξύ, το ποσοστό απασχόλησης έχει φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 25 ετών. Ωστόσο, οι επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων τόσο του οικιακού όσο και του βιομηχανικού τομέα, παραμένουν σημαντικά χαμηλότερες, εξακολουθώντας να είναι 30% κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και του τέλους της δεκαετίας του 2000 ως ποσοστό του ΑΕΠ.
"Βλέπουμε ισχυρή πιθανότητα οι επενδύσεις στην παραγωγική ικανότητα να αυξηθούν σημαντικά φέτος στην Ελλάδα", υποστηρίζει η Goldman Sachs. Οι εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης θα κορυφωθούν το 2024, φτάνοντας τα 9 δισ. ευρώ (4% του ΑΕΠ), και το πρόγραμμα θα στραφεί όλο και περισσότερο προς τη στήριξη κεφαλαιουχικών δαπανών από φέτος, όπως επισημαίνει. Εάν το πρόγραμμα υλοποιηθεί πλήρως, εκτιμά ότι η ώθηση του Ταμείου Ανάκαμψης στις επενδύσεις θα μπορούσε να είναι πολύ μεγάλη και να αγγίξει το 1,7%. Υπό σχετικά πιο προσεκτικές παραδοχές (80% υλοποίηση), οι επενδύσεις κεφαλαίου θα μπορούσαν να αυξηθούν με διπλάσιο ρυθμό από την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ τόσο το 2024 όσο και το 2025.
Μια τέτοια επίμονη αυξημένη κεφαλαιουχική δαπάνη παρέχει ένα υποστηρικτικό τοπίο για την επανένταξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών στον δείκτη των ανεπτυγμένων αγορών, κατά την άποψη της G.S. Τον Ιούνιο του 2013, στον απόηχο της κρίσης του δημόσιου χρέους, το ελληνικό χρηματιστήριο υποβαθμίστηκε σε καθεστώς αναδυόμενης αγοράς. Πλέον υπάρχει ισχυρή πιθανότητα αναβάθμισης χάρη και στην ανθεκτικότητα των επενδύσεων, πιθανώς μέχρι το τέλος του καλοκαιριού.
Η δημογραφική ευπάθεια μειώνεται, το δημόσιο χρέος υποχωρεί
Η αποκατάσταση ενός επιπέδου ετήσιων επενδύσεων στα επίπεδα της υπόλοιπης Ευρωζώνης παραμένει κατά την άποψη της Goldman το κεντρικό στοιχείο για τη διασφάλιση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Ο ελληνικός πληθυσμός έχει μειωθεί κατά σχεδόν 5% την τελευταία δεκαετία και η δημογραφική ευπάθεια παραμένει βασική πρόκληση όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, χάρη σε μια ανθεκτική αγορά εργασίας, ο λόγος εξάρτησης ηλικίας (age-dependency ratio) έχει βελτιωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. "Αναμένουμε ότι οι δημόσιες συνταξιοδοτικές δαπάνες θα μειωθούν, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μέχρι το τέλος της δεκαετίας προτού επιδεινωθούν πέρα από αυτήν την περίοδο και θα παραμείνουν σχετικά κοντά στον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ μακροπρόθεσμα", εκτιμά η αμερικάνικη τράπεζα.
Κατά την Goldman, οι εποικοδομητικές μακροοικονομικές προοπτικές της Ελλάδας θα μειώσουν τον αρνητικό αντίκτυπο της δημογραφικής επιδείνωσης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, αυτές οι συνθήκες υποστηρίζουν μια σημαντική μείωση του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι η υποστήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης πρόκειται να επιταχυνθεί το 2024, εκτιμά ότι ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ θα παραμείνει σε πτωτική πορεία και αναμένει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος θα μειωθεί κατά περισσότερο από 30% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας, ένα επίπεδο που είναι αρκετά χαμηλότερο από ό,τι προέβλεπε πριν η ίδια.
Επιπλέον, όπως προσθέτει, δεδομένου ότι περίπου το 70% του ελληνικού δημόσιου χρέους αφορά ευρωπαϊκά προγράμματα βοήθειας πολύ μεγάλης διάρκειας, το περιορισμένο μερίδιο του δημόσιου χρέους στην αγορά προστατεύει το επιτόκιο δανεισμού του ελληνικού δημοσίου από την αστάθεια των επιτοκίων και αναμένεται να συμβάλει στη διατήρηση του κόστους δανεισμού σε επίμονα χαμηλά επίπεδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου