Η απόφαση για το Βατοπέδι αναζωπύρωσε μια συζήτηση που έχει στο επίκεντρο τον πρώην Πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή. Δεν προστέθηκε τίποτε καινούργιο, απλώς επαναλήφθηκαν γνωστές και πολυπαιγμένες θεωρίες, από μια συγκεκριμένη πλευρά.
μιντιακό και οικονομικό σύστημα συμφερόντων με νοοτροπία συγκυβέρνησης και ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του. Αυτό κρατάει από την επομένη ανάληψης της ηγεσίας της ΝΔ -και εμφανώς από την ανάληψη της πρωθυπουργίας.
Ότι αυτές οι θεωρίες προεκτείνονται από τους ίδιους και στην μετα-κυβερνητική περίοδο του Καραμανλή και φτάνουν μέχρι σήμερα, δείχνει δυο πράγματα:
Πρώτον, ότι το πρόβλημα σ’ αυτούς του κύκλους δεν είναι ο -αρνητικός – κυβερνητικός απολογισμός του Καραμανλή, όπως προβάλλουν. Είναι το μοντέλο Καραμανλή. Αυτό δεν θέλουν. Πρωθυπουργούς που δεν μοιάζουν με τους βολικούς που ήξεραν, ή κατασκεύαζαν.
Δεύτερον, αποκαλύπτουν ότι φοβούνται πάντα την επιστροφή του, και αυτό σημαίνει ότι τη θεωρούν δυνατή- αλλιώς γιατί να ασχολούνται; Για να την ξορκίσουν συντηρούν την αρνητική φόρτιση του ονόματος του, για την οποία οργανώθηκαν μεγάλες επικοινωνιακές επιχειρήσεις όταν κυβερνούσε . Επειδή, όπως θα έλεγε ο Σπύρος Καλογήρου «ήταν πολλά τα λεφτά».
Για τη διακυβέρνηση Καραμανλή μπορεί να γίνει μεγάλη συζήτηση με υποστηρικτές και επικριτές του. Αλλά η μιντιακή φιλολογία για την «αποτυχία» του είναι προσχηματική οταν γινεται απο αυτούς τους κύκλους. Δεν τους αφορά αν πέτυχε ή όχι ως πρωθυπουργός. Οργίζονται γιατί δεν ήταν διατεθειμένος να συμμορφωθεί «προς τας υποδείξεις». Δεν ήταν βολικός και ήθελε να τους πάρει την κότα με τα χρυσά αυτά: να έχουν και την τηλεοραση και τις κρατικές προμήθειες. Για την ακρίβεια να έχουν τις προμήθεις γιατί έχουν την τηλεόραση.
Τι -δεν- πέτυχε το 2004-09 ο Καραμανλής;
Σ’ αυτό το φόντο, μιλώντας για την περίοδο 2004-09 μπορεί να παραμείνει κανείς σε κάτι που θα αρέσει σε αρκετούς και δείχνει προφανές: ο κυβερνητικός απολογισμός του Καραμανλή είναι αρνητικός. Το λέμε και τελειώνουμε. Άλλωστε ο ίδιος ο Καραμανλής δεν είπε ποτέ και σε κανέναν ότι πέτυχε. Τι ακριβώς λέει το ξέρουν μόνο όσοι συνομιλούν πραγματικά μαζί του.
Η εκτίμηση περί αποτυχίας μπορεί να βρει αρκετά στοιχεία -αλλά όσοι τα επικαλούνται επιλεκτικά έχουν σκοπιμότητες. Κυρίως όμως, υποβοηθείται από όσους τον συγκρίνουν με τον Κ. Σημίτη– για τον οποίο ένα ορατό κύκλωμα συνεχίζει να συντηρεί την κατασκευασμένη εικόνα με την οποία ανήλθε το 1996 και κυβέρνησε.
Κάποιοι θεωρούν καλό ότι τα πράγματα το 2009 οδηγήθηκαν στον Γ. Παπανδρέου, την ακρισία -τουλάχιστον- του οποίου χρησιμοποίησαν πολλοί και ποικιλοτρόπως.
Αυτά είναι τα εύκολα. Τα απλά. Και έτσι με τον Καραμανλή τελειώσαμε.
Τελειώσαμε; Το κάνουν όσοι καλοπροαίρετοι δεν θέλουν να ξύσουν τη φλούδα της επικαιρότητας και αρκούνται στην κατανάλωση όσων σερβίρουν -ξαναζεσταμένα πλέον- τα ίδια συστήματα, τα ίδια ΜΜΕ, οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιοι πολιτικοί. Ο διάδοχός του μάλιστα μπερδεύει και τις ημερομηνίες και ισχυρίζεται ότι …ο Καραμανλής έφερε το Μνημόνιο.
Για να αξιολογηθεί η κατάληξη της περιόδου Καραμανλή αρκεί να αναφερθεί η δημοσιονομική εκτροπή του 2009- παρότι ο χρόνος μπλέκεται με το τρίμηνο της διοίκησης Παπανδρέου. Είναι μια αρνητική κατάληξη. Αλλά οι ερμηνείες του συρμού και των σκοπιμοτήτων δεν επαρκούν για να τηνεξηγήσουν και στην ουσία δεν μελετήθηκε ακόμη σοβαρά.
Για όσους θέλουν να βλέπουν την ουσία της πολιτικής, οι λόγοι της αποτυχίας -πέρα από τη διεθνή κρίση και τα δημοσιονομικά- έχουν σημασία για να ερμηνευθεί η κατάσταση προ του Καραμανλή, αλλά και μετά από αυτόν. Από αυτή την άποψη πρέπει να δει κανείς σε ποιο πλαίσιο εξελίχθηκε η διακυβέρνησή του και ποιες αναμετρήσεις έχασε. Πού έκανε πραγματικά λάθος και πού πλήρωσε την κεκτημένη ταχύτητα των λαθών του παρελθόντος, αλλά και τις άγριες σκοπιμότητες της εποχής.
Να δει αν ήταν τελικά αποτυχία ,ή επρόκειτο για μια αναπόφευκτη εξέλιξη που δεν θα μπορούσε να αποτρέψει ευρισκόμενος στο μάτι του κυκλώνα για άλλους λόγους : επειδή έβαλε το δημόσιο συμφέρον -και την αξιοπρέπειά του- πέρα από τη συνθηκολόγηση με το καθεστώς υποταγής της πολιτικής.
Μπορεί άραγε να κάνει κανεις σωστή πολιτική υπό τις συνθήκες που αντιμετώπιζε ο Καραμανλής ειδικά μετά το 2007; Σε ποιο βαθμό βαρύνουν τον ίδιο τα αποτελέσματα και σε ποιο ήταν συμπτωμα των συμφραζομένων μιας περιόδου στην οποία παίχθηκαν πολλά παιχνίδια συμφερόντων; Και αν πάση περιπτώσει οσοι καταγράφουν τα αρνητικά γιατί αποσιωπούν τα θετικά;
Με άλλα λόγια η εξήγηση έχει περισσότερη αξία από το αποτέλεσμα. Γιατί δεν ήταν μια τυπική αποτυχία. Ήταν ήττα σε έναν πόλεμο, στον οποίο οι αντίπαλοι είχαν και δυνάμεις και στο δικό του κόμμα.
Θα ήταν”επιτυχημένος” άραγε αν δεν είχε προχωρήσει στην απογραφή-την οποία -ειρήσθω εν παρόδω- ζητούσε η Κομισιόν; Αν είχε δεχθεί το Σχέδιο Ανάν, την είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ ή δεν υπέγραφε ποτέ με τον Πούτιν για τον αγωγό;
Θα τον θεωρούσαν αποτυχημένο, αν δεν είχε νομοθετήσει το βασικό μέτοχο; Ή ακόμη και αν δεν είχε ως άνθρωπος το χαρακτήρα που έχει, ή δεν θεωρούσε υποτιμητικό να κυβερνά με υποδείξεις ο πρωθυπουργός μιας χώρας;
Οι αντίπαλοί του τον έκριναν για τη διακυβέρνησή του ή γιατί ήθελε να βάλει τέλος στην ασυδοσία ενός κύκλου οικονομικών παραγόντων που είχαν καθυποτάξει την πολιτική τάξη και έλεγχαν τις επιλογές της – διατηρώντας ιδιωτικούς στρατούς μέσα στα κόμματα;
Ο Καραμανλής ως πολιτικό φαινόμενο
Σήμερα κάνει μπαμ από μακριά ότι κανείς άλλος πολιτικός ηγέτης -πλην του Ανδρέα Παπανδρέου.- που δέχθηκε τόσα αντισυμβατικά πυρά ακόμη και προσωπικό μπούλινγκ, δεν διατήρησε την ακτινοβολία του, όπως ο Καραμανλής. Τον έφθειραν αλλά δεν τον εξόντωσαν.
Αν ο Παπανδρέου κηρύχθηκε ανεπιθύμητος – απο τους ιδους κυκλους- όταν επιχείρησε να βάλει χέρι στο σύστημα που ήθελε να συγκυβερνούν και να συνδιευθύνουν την πολιτική ζωή του τόπου κατά τα συμφέροντά τους, ο Καραμανλής απέτυχε όταν αποφάσισε να τους πάρει τις φέτες με το -παράνομο -μέλι από τα χέρια.
Μπορεί να έκαναν χίλια λάθη οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και να βαρύνονται με σκάνδαλα. Στο Ειδικό Δικαστήριο όμως πήγε όταν απειλήθηκε το «καθεστώς» στα ΜΜΕ και τις προμήθειες- με φόντο την νέα εποχής ισχύος που ανέτειλε με τις τηλεοπτικές άδειες και όσους τις θεωρούσαν αυτονόητα δικές τους. Κάτι θυμίζουν αυτά.
Για τον Καραμανλή όμως που εμφανώς δεν δέχθηκε να του υπαγορεύουν πολιτική, από μέσα ή από έξω, πέρα από τη συζήτηση για την αποτυχία του υπάρχει ένα ερώτημα: γιατί αντέχει;
Γιατί αφού απέτυχε, το κόμμα του τον κρατάει ψηλά σαν σημαία και διατηρεί την προσδοκία της επιστροφής του; Έν αντιθέσει με τους Σημίτη -Παπανδρέου στο δικό τους.
Γιατί ο «δεινώς κατηγορηθείς» από τους αντιπάλους τους, που θα έλεγε ο Γιάννης Αλευράς, έχει τόσο υψηλό δείκτη εκτίμησης ακόμη και ανάμεσα στους … αντίπαλους του; Γιατί το γραφείο του είναι σημείο οικουμενικής αναφοράς- ακόμη και … Λακεδαιμόνιων; Γιατί όσοι προσπαθούν να τον απαξιώσουν θέλουν και να τον έχουν μαζί τους ;
Γιατί άραγε ένα πανίσχυρο ως τώρα- αλλά πάντα ενεργό- μιντιακό σύστημα δεν καταφέρνει να τον αποκαθηλώσει;
Γιατί χωρίς να κουνήσει το δάκτυλό του είναι αποδεκτός από όλο και διευρυνόμενους κύκλους; Ταυτόχρονα γιατί ο γνωστός κύκλος στα μίντια του αποδίδει και σήμερα επιρροή στη φορά των πραγμάτων;
Γιατί συγκεκριμένοι τύποι -γνωστοί και μη εξαιρετέοι-δεν αρκούνται στην θεωρία ότι «κατέστρεψε τη χώρα», αλλά του προσάπτουν ότι… μετέχει και στην «καταστροφή» της από τον Τσίπρα;
Η απάντηση γι’ αυτή την αντοχή, βρίσκεται σ’ αυτό που έλεγε η Αμερικανίδα συγγραφέας Ντόροθι Πάρκερ: «Δεν με νοιάζει τι γράφουν για μένα, αρκεί να μην είναι αλήθεια».
Το ισχυρό όπλο του Καραμανλή-εκτός από τον γήινο χαρακτήρα του, που αποτελεί τον πυρήνα της στέρεης ηγετικής στόφας του- είναι ακριβώς αυτό: του καταλογίζουν πράξεις, παραλείψεις, ιδιότητες που δεν είναι αληθείς. Μοιραία όσα δεν έχουν καταπέσει ήδη – όπως π.χ. η υπερχρέωση εξ εξαιτίας του, ενώ προέκυψε από τα βερεσέδια του προκατόχου του- θα καταπίπτουν διαρκώς. Άλλωστε όπως έλεγε ο Αμερικανός αρχιτέκτονας Φρανκ Ράιτ «η αλήθεια είναι πιο σημαντική από τα γεγονότα».
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι αυτά δεν συνδέονται με όσα δεν θέλουν ούτε να σκέφτονται οι αντίπαλοι του: την επιστροφή του.
Ο Καραμανλής έχει πλήρη συνείδηση των συντελεστών που διαμορφώνουν την εξίσωση της διακυβέρνησης στην Ελλάδα. Δεν έχει αυταπάτες ούτε ρεβανσιστικές φιλοδοξίες του τύπου να ηγηθεί εκ νέου της ΝΔ και άλλα διηγήματα. «Εγώ φεύγω, εσείς να δούμε τώρα» που λέει ο Ελύτης
Δέκα στοιχεία που δεν ήταν όπως εμφανίσθηκαν
Προς το παρόν τουλάχιστον του αρκεί ότι αναδεικνύονται εναργώς οι αλήθειες της δημόσιας παρουσίας του, ακυρώνοντας αντίστοιχα ψέματα: πολιτικές κατηγορίες, μειωτικούς χαρακτηρισμούς και προσωπικές επιθέσεις.
Πρώτο. Δεν είναι «πορφυρογέννητος». Ήταν ανεψιός του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά ο πατέρας του -για τον οποίο είναι υπερήφανος και όσοι τον ήξεραν λένε ότι του μοιάζει στη μπέσα και την αρχοντιά των τρόπων- δεν είχε καμία πορφύρα. Και ούτε ήταν αυτός που τον δρομολόγησε για την πρωθυπουργία.
Δεύτερο. Δεν έκανε σκοπό του να γίνει αρχηγός και κυβερνήτης και από αυτή την άποψη μέχρι να γίνει δεν κόστισε στον κρατικό προϋπολογισμό τίποτε παραπάνω από τη βουλευτική του αποζημίωση. Εάν υπολογίσει κάποιος πόσο πληρώσαμε άλλουςπρωθυπουργούς και ιδίως τον Γ. Παπανδρέου θα φρίξει. Σαν να είχαν το κράτος σπόνσορα στο πρόγραμμα προσωπικής τους ανέλιξης.
Τρίτο. Δεν οργάνωσε καμία εκστρατεία -με ό,τι σημαίνει αυτό για κόμματα σαν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ- για να πάρει την ηγεσία του κόμματός του. Αποδέχθηκε πρόταση -και πίεση- όσων είχαν λόγο σ’ αυτό το κόμμα. Αλλά από τη στιγμή που την αποδέχθηκε πήρε ένα μαγαζί διαλυμένο από τους Μητσοτάκηδες – που δεν μπόρεσε να συμμαζέψει ο Έβερτ- και το οδήγησε στην εξουσία μέσα σε τρία χρόνια-καθώς η ΝΔ ήταν κόμμα εξουσίας από το 2000 και ας έχασε τις εκλογές στο νήμα. Σ’ αυτή τη διαδρομή δεν τον «έκανε» κανένας, τίποτε. Η πρωθυπουργία του δεν ήταν «σχέδιο» κανενός παράγοντα.
Τέταρτο. Αν ληφθεί υπόψη ότι ο Καραμανλής διαδέχθηκε τον Σημίτη , -που δεν πήγε καν στην κάλπη να τον αντιμετωπίσει, αλλά έστειλε τον Γ. Παπανδρέου- με βασικά προστάγματα της πολιτικής του την «επανίδρυση του κράτους» και την «πάταξη της διαφθοράς», ασφαλώς οι κυβερνήσεις του απέτυχαν. Αν μη τι άλλο, γιατί δεν υλοποίησε κάτι για το οποίο έχει λαϊκή εντολή, όχι για τις κατασκευές του τύπου «ο Παυλόπουλος έκανε 850.000 προσλήψεις» από συγκεκριμένη εφημερίδα. Κατά τα λοιπά μπορεί να ερμηνεύσει όπως θέλει κανείς υποθέσεις σαν τις υποκλοπές ή τα «Δεκεμβριανά». Αλλά υπάρχουν και ερμηνείες που δεν αναδείχθηκαν ακόμη -και τα Βατοπεδινά δίνουν μια πρόγευση για όσα θα ακολουθήσουν, όταν αναδειχθούν.
Πέμπτο. Ο πρώτος λόγος της αποτυχίας στις δεσμεύσεις ήταν ότι ο Καραμανλής παρέλαβε τη χώρα στην πιο κρίσιμη στιγμή της πορείας προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες, στους οποίους είχε ποντάρει όλα τα λεφτά ο προκάτοχός του. Όλοι διεθνώς έλεγαν ότι «δεν προλαβαίνει» στις υποδομές, παρά την άρτια οργάνωση από την Αγγελοπούλου. Ήταν υποχρεωμένος να περιμένει, προτού βάλει μπρος το πρόγραμμά του. Για να μην τιναχθεί η χώρα στον αέρα από τις αντιδράσεις όσων θα έθιγε, που ήδη χαλούσαν τον κόσμο για την απογραφή. Απλώς δεν υπολόγισε ότι στους έξι μήνες που κατ’ ουσίαν είχε τα χέρια του δεμένα, θα χανόταν η ευκαιρία να θεμελιώσει την υλοποίηση των δεσμεύσεων του. Μετά ήταν αργά.
Έκτο. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι ο Καραμανλής ανέλαβε την εξουσία επικεφαλής ενός κόμματος με εμφανή σημάδια συντηρητισμού και ανεπάρκειας και στον κομματικό μηχανισμό και στην Κοινοβουλευτική Ομάδα- χώρια τις εξαρτήσεις προσώπων από συστήματα. Αυτό αποτυπώνονταν στις κυβερνήσεις που σχημάτισε με αυτούς τους περιορισμούς. Στη δεύτερη θητεία του το σηκωμένο δάκτυλο του Παυλίδη, ο ανορθόδοξος πόλεμος – και φυσικά κάποιες επιλογές του που θα μπορούσε να είναι διαφορετικές -απλώς επιδείνωσαν την κατάσταση που δημιουργούσε η κρίση. Από αυτή την άποψη η ΝΔ ήταν ό,τι είναι για τον Τσίπρα ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα.
Έβδομο. Αυτές οι δυσχερείς συνθήκες με τις οποίες κλήθηκε να κυβερνήσει ακόμη και όταν δεν αποτελούν δικαιολογία, φωτίζουν το περιβάλλον στο οποίο αναγκάσθηκε να κινηθεί όταν αποφάσισε να αλλάξει τα συμφραζόμενα άσκησης της εξουσίας που είχαν καθιερωθεί ως τότε: τους πρωθυπουργούς εντολοδόχους των εξουσιών εκτός της πολιτικής.Ήταν περιβάλλον εξ ορισμού δυσμενές για τον ίδιο και στις αναμετρήσεις που επιχείρησε ηττήθηκε. Σε ό,τι ο Καραμανλής απέτυχε ως πρωθυπουργός απέτυχε γιατί έχασε τη μάχη ως πολιτικός. Αλλά ήταν μάχη που έπρεπε να δώσει.
Όγδοο. Ο Καραμανλής δεν κατανόησε απλώς, αλλά ανέδειξε κιόλας τις πηγές της κακοδαιμονίας της χώρας: τη διαπλοκή και την εξάρτηση από τον αμερικανικό παράγοντα. Η φράση «νταβατζήδες» και η προσπάθεια να κόψει τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας που χειραγωγούσε το δημόσιο βίο, με τη νομοθεσία για τον βασικό μέτοχο, αποτελούν ιστορική προσφορά. Φώτισε το πρόβλημα. Η στάση του στο Σχέδιο Ανάν, στο Βουκουρέστι και τις ελληνορωσικές σχέσεις αποτελούν ορόσημα εθνικής πολιτικής και ας πλήρωσε το τίμημα.
Ένατο. Ακριβώς γιατί προσπαθούσε να βγάλει την πολιτική και τη διοίκηση από τη μέγγενη των «νταβατζήδων»- που στερούσε το κρατικό, το κοινοτικό και το τραπεζικό χρήμα από τη κοινωνία και το διοχέτευσε σε τσέπες- του κήρυξαν ανελέητο πόλεμο με αθέμιτα μέσα.
Εκ παραλλήλου οι Αμερικανοί σχεδόν τον προκήρυξαν. Ούτε καν τυπική επίσκεψη στις ΗΠΑ δεν του παραχωρήσαν- κλείνοντας το μάτι στα εσωτερικά συμφέροντα που οργάνωσαν την ανατροπή του, υπέρ ενός αντίπαλου που ήταν αρεστός σε όλους τότε. Κατασκευάσθηκε …ειδικό κόμμα, υπό τον Καρατζαφέρη για να τον αποδυναμώσει στη Βουλή μετά το 2007. Ο βομβαρδισμός του από τα μέσα ενημέρωσης παρέπεμπε σε όσα έκαναν κατά του Ανδρέα Παπανδρέου, που επίσης επιχείρησε να αμφισβητήσει της κυριαρχία τους-, αλλά και του Τσίπρα σήμερα.
Δέκατο. Ο Καραμανλής πολιτεύθηκε όπως πολιτεύθηκε και κρίθηκε γι’ αυτό. Αλλά στο τέλος έκανε αυτό που κάνουν οι έντιμοι πολιτικοί και οι Πρωθυπουργοί. Προσέφυγε στη λαϊκή ετυμηγορία– και για να σταματήσει την μακρά προεκλογικής περιόδου που είχε ήδη κηρυχθεί εκβιαστικά εν όψει της προεδρικής εκλογής του 2010. Πάνω στην κάλπη, καθώς διέκρινε την ήττα του, διευκόλυνε ενσυνείδητα τον διάδοχό του, με πολιτικό κόστος– κάτι που δεν είχε κάνει αυτός- προτείνοντας ο ίδιος μετεκλογική λιτότητα, που θα διατηρούσε όρθια της χώρα.
Έκτοτε σέβεται το κόμμα του και το δημόσιο βίο και δεν επιχειρεί να παρεμβάλει δυσκολίες, όπως θα μπορούσε, αν έκανε αυτό που του ζητούν: να μιλήσει άκαιρα. Αν πολιτευόταν όπως οι προκάτοχοί του , που έχουν πολλά στην καμπούρα τους, ακόμη και προσωπικά. Αν μη τι άλλο, ο ίδιος ανέλαβε και παρέδωσε την εξουσία σαν τεφάλ: δεν τον άγγιξε τίποτε.
Υστερόγραφο. Μετά τους δυο θεμελιωτές της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας και ιδρυτές των βασικών κομμάτων της, πολλοί κεντρικοί παράγοντες του δημοσίου βίου, είτε ως πολιτικοί είτε ως άνθρωποι, είναι είτε ψεύτες, είτε κλέφτες, είτε διαπλεκόμενοι, είτε ανόητοι, είτε κάτι άλλο. Κάποιοι είναι όλα μαζί. Ο Καραμανλής δεν είναι τίποτε από αυτά.
Toυ Γ. Λακόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου