Γράφει ο Γιάννης Χαραλαμπίδης
Φιλόλογος – Ιστορικός
Οι περισσότεροι νομίζουν ότι ο Σπύρος Μαρκεζίνης ήταν ένας μέσης κατηγορίας πολιτικός που καταδίκασε την καριέρα του δεχόμενος να γίνει πρωθυπουργός στη μεταβατική κυβέρνηση που έστησε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος για να οργανώσει την “πολιτικοποίηση”, δηλαδή τη μετάβαση από το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου στη νεοπαγή Ελληνική Δημοκρατία που...
ονειρευόταν -με τον ίδιο σε ρόλο ισχυρού Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν είναι έτσι, όμως, ή τουλάχιστον δεν υπήρξε μόνο αυτό. Στα χρόνια αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ο Μαρκεζίνης υπήρξε ένας εξαιρετικά ισχυρός νέος πολιτικός άνδρας με λαμπρή διαδρομή, η οποία ανακόπηκε από μια μελανή υπόθεση που του κόστισε την καριέρα που ονειρευόταν.
Ελλάδα, 1953. Η καχεξία των παραδοσιακών -τότε- πολιτικών δυνάμεων, Λαϊκών και Φιλελευθέρων και η αδυναμία τους, να παρουσιάσουν μια πειστική και ελπιδοφόρα πρόταση για την είσοδο της χώρας στη μεταπολεμική εποχή, έχει οδηγήσει στη σάρωση των πρώτων και την βαριά ήττα των δεύτερων από ένα νέα κόμμα, τον Ελληνικό Συναγερμό. Το καινοτόμου για τα ελληνικά δεδομένα σύλληψης κόμμα έχει ηγέτη τον Στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο, παράγοντα τεράστιου προσωπικού κύρους λόγω της στρατιωτικής του δράσης το 1940 και το 1949. Ψυχή, όμως, του κόμματος είναι ο νέος και φέρελπις πολιτικός Σπύρος Μαρκεζίνης, άφθαρτος πολιτικά, με εξαιρετικές φιλίες και διασυνδέσεις, κομιστής ρηξικέλευθων ιδεών για το κουρασμένο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Ήταν ο ουσιαστικός εμπνευστής και οργανωτής του Συναγερμού, ο εισηγητής της “πολιτικής της λήθης” των εμφυλίων παθών, φιλόδοξος διαχειριστής της χειμαζόμενης εθνικής οικονομίας και αναμφισβήτητος υπαρχηγός και διάδοχος του γηραιού Στρατάρχη.
Ξαφνικά, μέσα σε λίγους μήνες το πολιτικό στάτους του Μαρκεζίνη τσαλακώνεται και από βέβαιος οδηγός της χώρας στη νέα εποχή, γίνεται στόχος επιθέσεων από όλους, καταλήγει παρίας εντός του κόμματός του και ωθείται στην έξοδο και την μοναχική πορεία μεταξύ πολιτικής ύπαρξης και ανυπαρξίας ως επικεφαλής ενός μικρού προσωποπαγούς κόμματος που σταδιακά θα φθίνει για να μη μείνει τίποτα πια από την αίγλη ενός πολιτικού με τόσες πολλές φιλοδοξίες και τόσο μικρή δράση.
Τι μεσολάβησε; Τι ήταν αυτό που τον οδήγησε δρομαίως από την κορυφή στο περιθώριο της πολιτικής;
Ήταν μια υπόθεση που μου ξανάφεραν στο μυαλό οι πρόσφατες “ιδιωτικές” συναντήσεις του πρωθυπουργού Τσίπρα στο Παρίσι.
Τον Νοέμβριο του ‘53 ο Μαρκεζίνης επισκέφτηκε την αναγεννώμενη Δυτική Γερμανία. Στο πλαίσιο των εκεί συνομιλιών του και δεδομένης της ζέσης του να παρουσιάσει παραγωγικότητα στην προσέλκυση επενδύσεων και διακρατικών συμφωνιών, δεσμεύτηκε προς τον Γερμανό ομόλογό του Έρχαρτ ότι δύο γερμανικές εταιρείες, η Ζήμενς και η Τελεφούνκεν θα αναλάμβαναν δύο μεγάλα προγράμματα που αφορούσαν τον εκσυγχρονισμό των τηλεπικοινωνιών και την εγκατάσταση ραδιοφωνικού δικτύου αντίστοιχα. Λίγο αργότερα ο Έλληνας υπουργός κατάλαβε το προωθημένο της δέσμευσής του και προέβη σε διόρθωση της διατύπωσης, δηλώνοντας ότι δεσμεύεται να εισηγηθεί στην κυβέρνηση σχετικά με την επιλογή των δύο γερμανικών εταιρειών. Η ζημιά, όμως, είχε ήδη γίνει. Λίγο καιρό αργότερα, και ενώ ήδη είχε εκδηλωθεί η αντίθεση ανάμεσα στον Μαρκεζίνη και τον Παπάγο, η ελληνική κυβέρνηση προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό και οι Γερμανοί απαίτησαν την εφαρμογή των δεσμεύσεων του υπουργού.
Προκλήθηκε μέγας πολιτικός σάλος, ο Παπάγος έριξε όλα τα βάρη στον έκθετο πια Μαρκεζίνη, ο οποίος αποχώρησε από τον Συναγερμό με όλους τους βουλευτές που επηρέαζε, το θέμα προκάλεσε ένταση στις διμερείς σχέσεις αλλά και σοβαρή πολιτική ένταση, που εκδηλώθηκε στις συζητήσεις που έγιναν στη βουλή σχετικά.
Κύριο επιχείρημα του Μαρκεζίνη ήταν ότι δεν δέσμευσε την χώρα, παρά μόνο δεσμεύτηκε ο ίδιος ως πρόσωπο να εισηγηθεί, ενώ ο πρωθυπουργός αντέτεινε ότι ενήργησε παράτυπα και αντιθεσμικά, ξεπερνώντας τα όρια της δικαιοδοσίας του και μη ενημερώνοντας άμεσα την κυβέρνηση. Η γερμανική κυβέρνηση και ο -δραστήριος πλην έντονα αμφιλεγόμενος- αντιπρόσωπος των γερμανικών εταιρειών στην Ελλάδα Ν.Βουλπιώτης από τη μεριά τους υποστήριζαν κάτι δύσκολο να καταρριφθεί. Όταν ένας υπουργός δηλώνει κάτι, δεν δεσμεύεται ως πρόσωπο, αλλά ως μέλος της κυβέρνησης. Έτσι, η κυβέρνηση Παπάγου αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τους Γερμανούς και να ακυρώσει τον διεθνή διαγωνισμό για τις τηλεπικοινωνιακές προμήθειες, ενώ δέχτηκε ένα πολλαπλό και ισχυρό πολιτικό πλήγμα εντός κι εκτός Ελλάδος. Ο δε Μαρκεζίνης σημαδεύτηκε για πάντα από την υπόθεση και δεν κατάφερε να ανανήψει ποτέ πολιτικά από αυτή, οδηγούμενος σε αργό εκφυλισμό της δημόσιας παρουσίας του.
Η ιστορία αυτή, αν μη τι άλλο, διδάσκει κάτι χρήσιμο σε κάθε πολιτικό πρόσωπο. Όποιος κατέχει δημόσιο αξίωμα πρέπει να μην ξεχνά ποτέ τα θεσμικά όρια μέσα στα οποία κινείται -και όσο ψηλότερο το αξίωμα τόσο μικρότερη είναι η ανοχή στην υπέρβαση των ορίων.
Ένας πρωθυπουργός δεν μπορεί ποτέ να κάνει “ιδιωτικές” συνομιλίες με φορείς συμφερόντων, ιδιωτικών ή δημοσίων. Δεν μπορεί ποτέ να μιλά με παράγοντες που εκπροσωπούν συμφέροντα αλλότρια προς αυτά της χώρας του, χωρίς να έχει την ελάχιστη κάλυψη κάποιου πρωτοκόλλου, δεν μπορεί να διεξαγάγει συνομιλίες απόντων των καθ’ ύλην αρμοδίων οργάνων -που έχει ο ίδιος ορίσει στα καθήκοντα αυτά. Δεν μπορεί να ενεργεί αγνοώντας τα όρια που θέτει το αξίωμά του και τις πιθανότητες ακόμα και ακούσια να αναλάβει δεσμεύσεις έναντι τρίτων, γιατί πάντα ομιλεί ως πρωθυπουργός. Δεν σταματά να είναι θεσμικός παράγοντας, ακόμα και αν είναι εκτός ωρών εργασίας -γιατί δεν είναι μια δουλειά σαν όλες τις άλλες, να είναι κάποιος πρωθυπουργός ή υπουργός. Ειδικά όταν συναντάται με εκπροσώπους εταιρειών για ζητήματα επενδύσεων και δημοσίου συμφέροντος, χρησιμοποιώντας μάλιστα τα μέσα που του παρέχει η πολιτεία για την εκτέλεση των καθηκόντων του. Δεν χωρά ιδιωτικότητα εκεί, η εμπιστευτικότητα και η ανεπίσημη διαπραγμάτευση αφορά ενδεχομένως τις συναντήσεις προετοιμασίας ανάμεσα σε τεχνικά κλιμάκια και συμβούλους, αλλά όταν τα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη συναντούν κυβερνητικούς ή εταιρικούς φορείς, τέτοιες πρακτικές δεν έχουν θέση. Πολύ απλά γιατί δεν εκπροσωπούν τον εαυτό τους. Όταν ο κ.Τσίπρας μιλά με τα στελέχη της L’ Oreal και της Rothschild, μιλά ως πρωθυπουργός. Όπως ακριβώς μιλούσε ως υπουργός ο Μαρκεζίνης, όταν μιλούσε με Γερμανούς υπουργούς κι επιχειρηματίες.
Καλή η Ναόμι Κάμπελ(sic), αλλά να διαβάζουμε και λίγο Ιστορία.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου