Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Ο «διά της διολισθήσεως» κίνδυνος

Με άσχημο τρόπο μπήκε η χώρα στην προεκλογική περίοδο. 

Η διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας υπέσκαψε ακόμα περισσότερο τους θεσμούς και το ήθος της πολιτικής ζωής. Προηγήθηκαν ασύστολες επιθέσεις κατά των βουλευτών μιας ενδεχόμενης προεδρικής πλειοψηφίας. 

Κωνσταντόπουλος, Σκουρλέτης, Κουβέλης, Πανούσης, Καμμένος παρήλασαν από τον ανακριτή κομίζοντας αέρα κοπανιστό. 
Υστερα πήρε τη σκυτάλη το πιο εξαμβλωματικό κόμμα που εμφανίστηκε από τη Μεταπολίτευση. Καμμένος, Ξουλίδου, Χαϊκάλης, Λαζόπουλος με τα σύνεργά τους παραβίασαν τους νόμους και τη λογική με πλήρη κάλυψη του ΣΥΡΙΖΑ. ...

Υστερα έγινε η ψηφοφορία με το γνωστό αποτέλεσμα. 
Το γράμμα του Συντάγματος κρατήθηκε, αλλά το πνεύμα του καταπατήθηκε στα όρια του πολιτικού πραξικοπήματος καθώς η κοινοβουλευτική μειοψηφία ανέτρεψε κυβέρνηση που είχε τη δεδηλωμένη. 
Με την ψήφο μάλιστα της Χρυσής Αυγής. Δυσαρμονία κοινής γνώμης και παρούσας Βουλής; Πολύ συζητήσιμο. 
Από τη μια, υπήρχε μια κυβέρνηση που είχε χάσει την πολιτική πρωτοβουλία μετά τις ευρωεκλογές και έκανε αλλεπάλληλα λάθη εκτιμήσεων.
Από την άλλη όμως δεν υπήρχε κάποιο κοινωνικοπολιτικό ρεύμα, παρά τη συσσωρευμένη κόπωση των πολιτών από την κρίση. 
Στις ευνοϊκές μάλιστα γι' αυτή συνθήκες, η αξιωματική αντιπολίτευση κινείται δημοσκοπικά στο 24-29%, έχει ακόμα ένα περιορισμένο και συρρικνούμενο προβάδισμα, το οποίο αποκτά εκβιαστική δύναμη λόγω του μπόνους των 50 εδρών. 
Η «πρόταση των 8» ανταποκρινόταν καλύτερα στη συνισταμένη των συσχετισμών και των διαθέσεων της κοινωνίας. Εδινε χρόνο για να βγει η χώρα από το Μνημόνιο, έβγαζε συναινετικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όριζε τις εκλογές σε χρόνο καλύτερο για τη χώρα (και ας σημειωθεί, ευνοϊκότερο για την αντιπολίτευση).
Εχω επίγνωση ότι αυτό το μικρό χρονικό αποτελεί παρελθόν, γρατσουνίζει λίγο και για λίγο τους υπαίτιους, αλλά θα παρασυρθεί γρήγορα από τον προεκλογικό άνεμο. Είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι θα παραμείνει σαν «κρατούμενο» και θα επανέλθει για να απαξιώσει τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ στις πρώτες δυσκολίες που θα συναντήσουν αν κερδίσουν τις εκλογές. Πολιτικό «κρατούμενο» αλλά και «τρύπα» βεβαίως στο συνταγματικό, θεσμικό και δικαστικό πλαίσιο της χώρας, καθώς δίνει κίνητρα για αντιδημοκρατικές συμπεριφορές.
Υπάρχει κίνδυνος Grexit; Υπάρχει και παραϋπάρχει. 
Μόνο οι ιδιοτελείς, οι αφελείς και οι ηλίθιοι μπορούν να το αμφισβητήσουν. 
Πώς και γιατί υπάρχει; Οχι ασφαλώς γιατί το θέλει η κοινωνική πλειοψηφία. 
Η Ελλάδα παραμένει πάντα μια κοινωνία που θέλει να είναι ευρωπαϊκή, θέλει να καταναλώνει σαν Ευρωπαία, ακόμα και στις περιόδους που δυσφορεί προς την Ευρώπη, όπως συμβαίνει τώρα. Στο ερώτημα «ευρώ ή δραχμή» η μεγάλη πλειοψηφία δεν έχει δίλημμα, γιατί διαισθητικά το μεταφράζει «Ευρώπη ή Αλβανία», την παλιά εννοείται Αλβανία. Επομένως Grexit δεν πρόκειται να υπάρξει ως αποτέλεσμα μιας καθαρής απόφασης σε ένα καθαρό δίλημμα.
Ο κίνδυνος όμως μπορεί να προκύψει «διά της διολισθήσεως». 
Οπως συνέβη και σε προηγούμενες εθνικές καταστροφές ή δραματικές οπισθοδρομήσεις της χώρας. Οταν το κεντρικό δίλημμα και ο στρατηγικός στόχος χάνονταν ή διαχέονταν σε επιμέρους αντιφατικές επιδιώξεις των διάφορων μεγάλων ή μικρών παικτών. 
Σε τέτοιες καταστάσεις ο κίνδυνος δεν προκύπτει από τη Μεγάλη Απόφαση, αλλά από δευτερεύοντα διλήμματα, από μικρά βήματα στη λάθος κατεύθυνση που στην αρχή δεν δείχνουν εκτροχιασμό, από επιμέρους αλληλοσυγκρουόμενες σκοπιμότητες, από λαθεμένες εκτιμήσεις των περιθωρίων κίνησης, από τις ακαμψίες που προκαλεί η δημαγωγία, από την αμφιθυμία των επιδιώξεων
Ετσι προκύπτει το πολιτικό ατύχημα ως ακούσιο αποτέλεσμα και όχι ως εκούσια επιδίωξη. Η κατάληξη της κρίσης του 1965 στη δικτατορία του 1967, την οποία λίγοι ήθελαν, αποτελεί αρχετυπικό παράδειγμα πολιτικής χρεοκοπίας «διά της διολισθήσεως».
Ανάλογο κίνδυνο αντιμετωπίζουμε σήμερα. Με το να τον ξορκίζουμε και να τον καταγγέλλουμε ως κινδυνολογία ή εκφοβισμό απλώς τον καθιστούμε πιθανότερο. Γιατί οι αιτίες που αυξάνουν τις πιθανότητες ατυχήματος «διά της διολισθήσεως» είναι δύο. Η πρώτη είναι ο μιθριδατισμός της κοινής γνώμης και του δημόσιου λόγου, η παθητική αποδοχή ενός διαφαινόμενου κινδύνου από κούραση ή καιροσκοπική «προσαρμογή» στους όρους του παιχνιδιού που θέλει να θέσει το προπορευόμενο σήμερα κόμμα. Σαν να μη χρειάζεται η χώρα πάνω από 30 δισ. για να επιβιώσει το 2015-16, κι αυτά χωρίς να συνυπολογιστεί το κόστος των εξαγγελιών της Θεσσαλονίκης που ψευδεπίγραφα αποκαλούνται «πρόγραμμα». 
Σαν να μην υποψιαζόμαστε το διαπραγματευτικό πλαίσιο που θα αντιμετωπίσει η οποιαδήποτε νέα κυβέρνηση. 
Σαν να μη βλέπουμε ότι το 30% περίπου του ΣΥΡΙΖΑ θέλει τη δραχμή. 
Σαν να μην ξέρουμε ότι μόνο αν μπορέσουμε να προσελκύσουμε επενδύσεις θα μειώσουμε την ανεργία. 
Η δεύτερη αιτία είναι η αβεβαιότητα που προκαλεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Το τρίγωνο της αβεβαιότητας χαράζεται, πρώτον, από την ασάφεια των δεσμεύσεων του κόμματος, δεύτερον, από τις ακροβασίες που θα υποχρεωθεί να κάνει η ηγεσία Τσίπρα όταν έρθει αντιμέτωπη με τις πραγματικότητες, τρίτον, από τις ευκαιρίες που θα βρουν σε αυτές τις συνθήκες οι εσωτερικές μειοψηφίες οι οποίες προτάσσουν την αριστερή φυσιογνωμία του κόμματος έναντι «των θυσιών για το ευρώ».
Από αυτή την άποψη είναι ιδιαίτερα εύγλωττη η διάλυση της συνεργασίας με τη ΔΗΜΑΡ. Από τη μια, πρόκειται ασφαλώς για την αλαζονεία του εξουσιαστή έναντι του «χρήσιμου ηλίθιου» όταν τελείωσε η δουλειά, δηλαδή η μη εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας. Από την άλλη, όμως, η διάλυση σήμαινε ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλησε να αναλάβει καθαρή δέσμευση για την a priori παραμονή στο ευρώ και την άρνηση μονομερών ενεργειών, γιατί αδυνατεί να το κάνει λόγω των εσωκομματικών συσχετισμών και των αντιθετικών προτιμήσεων της εκλογικής του βάσης.
Γι' αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τελικά ο κατεξοχήν υπεύθυνος και αρμόδιος να διασκεδάσει τους φόβους ενός πολιτικού ατυχήματος «διά της διολισθήσεως». Αρκεί να πει καθαρές κουβέντες για το τι θέλει και τι θα κάνει. Οι γενικές δηλώσεις της ηγεσίας ότι «θέλουμε το ευρώ» είναι χρήσιμες γιατί απορρίπτει το Grexit ως αφετηριακή επιλογή. Τα ερωτήματα όμως για τους κινδύνους «διολίσθησης» παραμένουν και σε αυτά πρέπει να υποχρεωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να απαντήσει ευθέως χωρίς υπεκφυγές και φωνακλάδικους αντιπερισπασμούς.
Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να θέσουν κατά την προεκλογική περίοδο πρωτίστως όσα κόμματα δηλώνουν διάθεση συμμετοχής σε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αν προκύψει. Γιατί προϋπόθεση τέτοιων συνεργασιών δεν είναι το «προοδευτικό πρόσημο» με την παλαιά αντίληψη της ομαλής περιόδου της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Βρισκόμαστε ακόμα σε περίοδο έκτακτης ανάγκης. Προοδευτικό είναι να βγει η Ελλάδα από την άτυπη χρεοκοπία και τα Μνημόνια με το λιγότερο κόστος και χωρίς νέα υποτροπή.
Συντηρητικό είναι ό,τι παρατείνει τις θυσίες και πολλαπλασιάζει τους κινδύνους, όπως συντηρητικό ήταν ό,τι συνέβαλε στα τελευταία πέντε χρόνια ώστε η Ελλάδα να ζήσει την κρίση με τον χειρότερο από όλες τις άλλες χώρες τρόπο. 
Προοδευτικό είναι να ασκείς κριτική στις πολιτικές λιτότητας της ΕΕ αλλά τονίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη περαιτέρω ενοποίησης.
Αλλιώς, κριτική στη λιτότητα ασκεί και η Λεπέν ή ο Φάρατζ, προσδοκώντας όμως την αποδόμηση της ΕΕ. Πράγμα που σημαίνει ότι ο αριστερόστροφος λαϊκισμός της Νότιας Ευρώπης απλώς θα ενισχύει τον ισχυρότερο ακροδεξιό λαϊκισμό της Βόρειας.
Βαδίζουμε σε εκλογές ιστορικής σημασίας. 
Στοιχειώδης απαίτηση των πολιτών θα πρέπει να είναι η σαφής τοποθέτηση των πρωταγωνιστών.

Γιάννης Βούλγαρης*
*Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: