Στα όρια των αντοχών της πραγματικής οικονομίας, κινείται και το πρόσφατο ανακουφιστικό μέτρο που εξήγγειλαν οι τράπεζες. Δηλαδή...
το πάγωμα των επιτοκίων των ενήμερων στεγαστικών δανείων και συνεπακόλουθα των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που αφορά 400 με 500 χιλιάδες δανειολήπτες.Η κίνηση αυτή των τραπεζών όχι μόνο δεν θα επιφέρει το παραμικρό δημοσιονομικό κόστος, αλλά όπως φαίνεται από τις εκτιμήσεις των αναλυτών θα επιβαρύνει τα τραπεζικά έσοδα κατά 100 με 145 εκατ. ευρώ. Δηλαδή ένα μικρό ποσοστό των εσόδων από τόκους που είχαν προϋπολογίσει οι διοικήσεις των τραπεζών για το σύνολο του 2023. Οπότε οι στόχοι για διψήφια απόδοση κεφαλαίων (ROTE), δεν αναιρούνται.
Ουσιαστικά, το μέτρο αυτό, αφ’ ενός θα διευκολύνει χιλιάδες ενήμερους δανειολήπτες που δυσκολεύονται στην εξυπηρέτηση των δανείων τους, παραμένοντας ωστόσο συνεπείς και αφ’ ετέρου θα αμβλύνει τις ανησυχίες που διατυπώνονται σχετικά με την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών και την πιθανότητα δημιουργίας ενός νέου κύματος κόκκινων δανείων.
Ποια είναι η αντιμετώπιση της αντιπολίτευσης σε αυτό το μέτρο;
Είναι η προγραμματική εξαγγελία δημιουργίας ενός κρατικού τραπεζικού φορέα με άξονα την Εθνική Τράπεζα. Με σκοπό την δανειοδότηση όσων δεν πληρούν ούτε στο ελάχιστο τα βασικά τραπεζικά κριτήρια. Οπότε το αποτέλεσμα αυτής της καταφανώς λαϊκίστικης κίνησης είναι η δημιουργία μιας νέας τραπεζικής «μαύρης τρύπας», το κενό της οποίας θα κληθούν να καλύψουν οι φορολογούμενοι.
Είναι ακόμα η εξαγγελία για υιοθέτηση πλαφόν στην κερδοφορία των τραπεζών σε ποσοστό 5%, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται πώς θα επιτευχθεί αυτό. Θα μειωθεί ο τραπεζικός κύκλος εργασιών; Θα μειωθούν τα έσοδα από τόκους, από προμήθειες, από ομόλογα ή χρηματοοικονομικές πράξεις; Θα αυξηθεί το κόστος λειτουργίας των τραπεζών; Και αν με έναν μαγικό τρόπο επιβληθεί η μείωση των κερδών, πώς θα συνεχίσει να μειώνεται η αναβαλλόμενη φορολογία ώστε να βελτιώνεται η κεφαλαιακή εικόνα των τραπεζών; Ώστε να παραμένει το τραπεζικό σύστημα υγιές και να μην κινδυνεύει να οδηγηθεί σε νέες περιπέτειες.
Το κερασάκι στην τούρτα είναι η πρόταση για αύξηση της φορολογίας των μερισμάτων όχι μόνο των τραπεζών αλλά και όλων των επιχειρήσεων, στα πλαίσια της αφύπνισης του φορολογικού τέρατος που βίωσε η ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.
Και μάλιστα την ίδια στιγμή που οι οίκοι αξιολόγησης και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, εξακολουθούν να ενθαρρύνουν την ολοένα και μεγαλύτερη και αναλογική συμμετοχή των πολιτών στην κατανομή των φορολογικών βαρών, έρχεται η αντιπολίτευση να υποσχεθεί διάφορα αφορολόγητα ποσά. Η διαφοροποίηση εξαρτάται από το υποσχόμενο στέλεχος και από τον τηλεοπτικό σταθμό στον οποίο εμφανίζεται.
Έτσι την περασμένη Πέμπτη, η πρώην υπουργός Έφη Αχτσιόγλου στις 22:18 εξήγγειλε «αφορολόγητο στα 10.000€», ο βουλευτής Νίκος Φίλης στις 22:45 εξήγγειλε «αφορολόγητο στα 12.000€» και ο βουλευτής Πάνος Σκουρολιάκος στις 23:47 εξήγγειλε «αφορολόγητο στα 11.000€». Μιλάμε για σενάριο σουρεαλιστικής ταινίας.
Η αντιπολίτευση αδυνατεί να συμβαδίσει έστω και οριακά με τις πραγματικές προκλήσεις της οικονομίας. Την ίδια στιγμή που η χώρα πρέπει να επανέλθει στην εμφάνιση πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξεως του 2% στα πλαίσια της δημοσιονομικής σύσφιξης, που η «σύγκρουση» Γερμανίας – Νότου για το Σύμφωνο Σταθερότητας κλιμακώνεται, η αντιπολίτευση παρουσιάζει μη ρεαλιστικά και μη κοστολογημένα προγράμματα, τύπου Θεσσαλονίκης. Όπως για παράδειγμα το μηδενισμό του ΦΠΑ σε μια σειρά από τρόφιμα στη μάχη κατά της ακρίβειας. Ένα μέτρο που όχι μόνο αδυνατούσε να κοστολογήσει, αλλά είδε να διαψεύδεται από την προσπάθεια εφαρμογής του στην Ισπανία.
Ταυτόχρονα σηκώνει ψηλά στην αντιπολιτευτική ατζέντα είτε θέματα ανύπαρκτα, όπως είναι για παράδειγμα το θέμα της «ιδιωτικοποίησης του νερού», είτε θέματα που τρομάζουν την επενδυτική κοινότητα και θέτουν σε κίνδυνο την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, όπως είναι η προγραμματική εξαγγελία για κρατικοποίηση της ΔΕΗ.
Προφανώς, η αντιπολίτευση δεν αντιλαμβάνεται πως η επενδυτική βαθμίδα θα επιτρέψει στο Δημόσιο και τις τράπεζες να δανείζονται με χαμηλότερα επιτόκιο, με αποτέλεσμα να μειώνεται το βάρος των φορολογουμένων και των δανειοληπτών. Διότι το κόστος του χρήματος δεν το καθορίζουν κυβερνητικές αποφάσεις όπως νομίζει η Θεοδώρα Τζάκρη και ο Γιάννης Δραγασάκης, αλλά οι αγορές. Που με τη σειρά τους αποφασίζουν με βάση την εικόνα των οικονομιών των χωρών και των τραπεζών που δανειοδοτούν.
Ο Σύριζα φλερτάρει επικίνδυνα με το πρόγραμμα του 2015, αλλά και με το πρόγραμμα του τριτοδρομικού Παπανδρεϊσμού του 1981. Το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ διακρίνεται από θεωρητικές εξαγγελίες και ευχολόγια. Το κόμμα Βαρουφάκη ευαγγελίζεται την ανατίναξη του τραπεζικού συστήματος. Το κόμμα Βελόπουλου υπόσχεται οικονομικές λύσεις με σημείο αναφοράς κάποια θρησκευτικά θαύματα και επιστολές του Ιησού. Και το ΚΚΕ προτείνει προγράμματα και πλάνα από το παλαιό σοβιετικό παρελθόν.
Μπορεί να υποσχεθεί η σημερινή αντιπολίτευση κάτι λιγότερο από ένα δυναμικό πισωγύρισμα; Μπορεί να οδηγήσει οποιοδήποτε κυβερνητικό σχήμα με αυτά τα κόμματα, κάπου αλλού εκτός από το πραγματικό χάος;
Προσπαθούν ορισμένα στελέχη της αντιπολίτευσης, να χαρακτηρίσουν την οικονομική αποτυχία του 2015-2019 σαν μια εκδήλωση ρομαντισμού και τους φορολογικούς πειραματισμούς, σαν προσπάθειες επιβολής κοινωνικής δικαιοσύνης. Ωστόσο, δεν υπήρχε ούτε υπάρχει τίποτα το αθώο στις θέσεις τις αντιπολίτευσης. Η ιδεοληπτική καθήλωση και ο εμμονικός μεσσιανισμός ανεβάζει το οικονομικό ρίσκο και την πιθανότητα πισωγυρίσματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου