Στερούν έτσι από τον ΣΥΡΙΖΑ και τις παραφυάδες του από τη μεγάλη επένδυση:
Αφενός να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου και να πείσει ότι η δημοκρατία κινδυνεύει κάτω από την ερπυστριοφόρα επέλαση των γαλάζιων αντιδημοκρατικών ταγμάτων, αφετέρου να φανεί ως... ο προμαχώνας της δημοκρατικής νομιμότητας, που υπό τις προστατευτικές του φτερούγες υποθάλπει το μικρότερο αδερφάκι της κεντροαριστερής οικογένειας, το ΠΑΣΟΚ. Το οποίο όμως ΠΑΣΟΚ δείχνει αρκετά ατίθασο και αποποιείται τη συριζαϊκήν χείραν προστασίας.
Εκείνο που διαπιστώνεται για πολλοστή φορά είναι η έλλειψη επαφής του ΣΥΡΙΖΑ με την πραγματικότητα. Περιπεπλεγμένος σε παλιά ιδεολογήματα, στην εμμονική άποψη ότι αφού είναι (δηλώνουν) αριστεροί, δεν μπορούν παρά να έχουν δίκιο, δεν κατανοούν γιατί η πλειοψηφία του λαού αντιμετωπίζει φοβικά το ενδεχόμενο επαναφοράς τους στην κυβέρνηση (αναφερόμαστε στους λογικούς γιατί υπάρχουν και πολλοί που παρά το χαστούκι του 2019 δεν πιστεύουν στις «πετσωμένες» δημοσκοπήσεις).
Και ο λόγος - φόβητρο του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο ο Τσίπρας που θα ανατάξει την τρίτη ελληνική δημοκρατία (ούτε ο Αντρέας στη ριζοσπαστική του φάση δεν είχε πει τέτοια «καλαμοκαβαλάρικα» για να παραφράσουμε μια παλιά έκφραση του Σκανδαλίδη). Δεν είναι μόνο ο Πολάκης που απειλεί ότι θα είναι αλλιώς και ονειρεύεται νέες σχολές δικαστών και ανελέητα κυνηγητά των πεινασμένων φιλελέδων.
Δεν είναι ο Καρτερός που γράφει άρθρο για τον εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας ως τρολ του διαδικτύου: «Ό,τι πεις καλέ μου, μόνο πάρε τώρα το χάπι σου». Είναι και το στελεχικό δυναμικό τους, είναι και ο κόσμος που τους ακολουθεί.
Εκπέμπουν μια εχθροπάθεια η οποία φοβίζει μια ταλαιπωρημένη επί δωδεκαετία κοινωνία. Ως… φωτοδότες προαναγγέλλουν περιπετειώδεις αλλαγές, τις οποίες ο λαός βίωσε κατά τη ριζοσπαστική περίοδο της αρμονικής συνεργασία τους με τον Πάνο. Και παρά τα στραπάτσα τους, διαπνέονται ακόμη από την αίσθηση του λαϊκού Μεσσία.
Γράφει π.χ. αρθρογράφος συνεργάτης συριζαϊκού site που το αναπαρήγαγαν και τα πιο επίσημα του κόμματος: «Η πρωτοφανής για τα δεδομένα αγωνιστική υπνηλία, η μυστηριώδης πολιτική ραθυμία φορέων και συλλογικοτήτων και το γνωστό σλόγκαν που πάει να επικρατήσει «έλα μωρέ μόνοι τους θα θαφτούν στις πολιτικές τους ανομίες και τα κακουργήματα», πιθανόν και να βοηθούν τελικά τους όντως βουτηγμένους στην αθλιότητα και τη λάσπη, παρακρατικούς του Μαξίμου».
Και στη συνέχεια μιλάει για «παρατεταμένη αγωνιστική απραξία» και «απουσία εναύσματος και πρωτοβουλίας για δυναμική αντιμετώπιση της Μητσοτακικής πολιτικής γάγγραινας από φορείς, κοινωνικές οργανώσεις και κόμματα».
Ακούγονται σαν παλιό γραμμόφωνο που έχει κολλήσει η βελόνα. Κατανοούμε ότι αταβιστικά για αυτούς με βάση τις επιταγές των πολυκαιρισμένων ιερών κόκκινων βιβλίων (που οι περισσότεροι έχουν διαβάσει σε απλουστευτικά φυλλάδια), αγώνας είναι το πολιτικό πεζοδρόμιο, οι συγκρούσεις με την αστυνομία (που είναι όργανο του καπιταλιστικού συστήματος για να διαφυλάξει τα προνόμια των καπιταλιστών και να καταστείλει τους λαϊκούς αγώνες), η αγωνιστική εγρήγορση του λαού, και άλλα ηρωικά παρόμοια, που στις εκλογές του 2019, μετατράπηκαν σε πένθιμα τροπάρια.
Το παράδοξο είναι ότι δεν έχουν κατανοήσει πως αυτά που θεωρούν αγγελτήρια σαλπίσματα αγώνος, ο λαός τα εκλαμβάνει πλέον ως προσκλήσεις και προκλήσεις αναταραχής και ακυβερνησίας, ιδιαίτερα σε μια δύσκολη εποχή όπου η Ευρώπη κατεβάζει τους θερμοστάτες, ενώ η ακρίβεια ανοίγει τις δαγκάνες της.
Ο λαός είναι προβληματισμένος αν όχι φοβισμένος με την κατάσταση που έρχεται, αλλά παράλληλα γνωρίζει ότι όσο και να φταίει ο ελληνικός κλεπτοκρατικός καπιταλισμός, η «γάγγραινα Μητσοτάκη» που λέει ο σύντροφος, και η ανικανότητα της κυβέρνησης που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, η μερίδα του λέοντος και του μεγέθους των προβλημάτων είναι εξωγενής. Και αυτό είναι που τον προβληματίζει και τον κάνει να νιώθει αδύναμος και αδιάφορος για «αγωνιστικότητες».
Προφανώς, αδυνατούν να μάθουν. Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι ο καταγγελτικός λόγος έχασε την προωθητική του δύναμη, δεν τροφοδοτεί αγανάκτηση αλλά βαριεστημάρα, φόβο και απέχθεια. Γιατί τρία χρόνια τώρα μόνο καταγγέλλουν. Δεν έχουν πείσει ότι μπορούν να έρθουν με ένα σχέδιο δημιουργίας, ανάταξης της κοινωνίας και της οικονομίας. Εξαγγέλλουν μόνο τι θα καταργήσουν. Όπως και την τετραετία 11-15. Και έτσι καταργούνται οι ίδιοι ως παραγωγική αντιπολίτευση και μένουν μετεξεταστέοι.
Γιάννης Σιδέρης
Αφενός να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου και να πείσει ότι η δημοκρατία κινδυνεύει κάτω από την ερπυστριοφόρα επέλαση των γαλάζιων αντιδημοκρατικών ταγμάτων, αφετέρου να φανεί ως... ο προμαχώνας της δημοκρατικής νομιμότητας, που υπό τις προστατευτικές του φτερούγες υποθάλπει το μικρότερο αδερφάκι της κεντροαριστερής οικογένειας, το ΠΑΣΟΚ. Το οποίο όμως ΠΑΣΟΚ δείχνει αρκετά ατίθασο και αποποιείται τη συριζαϊκήν χείραν προστασίας.
Εκείνο που διαπιστώνεται για πολλοστή φορά είναι η έλλειψη επαφής του ΣΥΡΙΖΑ με την πραγματικότητα. Περιπεπλεγμένος σε παλιά ιδεολογήματα, στην εμμονική άποψη ότι αφού είναι (δηλώνουν) αριστεροί, δεν μπορούν παρά να έχουν δίκιο, δεν κατανοούν γιατί η πλειοψηφία του λαού αντιμετωπίζει φοβικά το ενδεχόμενο επαναφοράς τους στην κυβέρνηση (αναφερόμαστε στους λογικούς γιατί υπάρχουν και πολλοί που παρά το χαστούκι του 2019 δεν πιστεύουν στις «πετσωμένες» δημοσκοπήσεις).
Και ο λόγος - φόβητρο του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο ο Τσίπρας που θα ανατάξει την τρίτη ελληνική δημοκρατία (ούτε ο Αντρέας στη ριζοσπαστική του φάση δεν είχε πει τέτοια «καλαμοκαβαλάρικα» για να παραφράσουμε μια παλιά έκφραση του Σκανδαλίδη). Δεν είναι μόνο ο Πολάκης που απειλεί ότι θα είναι αλλιώς και ονειρεύεται νέες σχολές δικαστών και ανελέητα κυνηγητά των πεινασμένων φιλελέδων.
Δεν είναι ο Καρτερός που γράφει άρθρο για τον εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας ως τρολ του διαδικτύου: «Ό,τι πεις καλέ μου, μόνο πάρε τώρα το χάπι σου». Είναι και το στελεχικό δυναμικό τους, είναι και ο κόσμος που τους ακολουθεί.
Εκπέμπουν μια εχθροπάθεια η οποία φοβίζει μια ταλαιπωρημένη επί δωδεκαετία κοινωνία. Ως… φωτοδότες προαναγγέλλουν περιπετειώδεις αλλαγές, τις οποίες ο λαός βίωσε κατά τη ριζοσπαστική περίοδο της αρμονικής συνεργασία τους με τον Πάνο. Και παρά τα στραπάτσα τους, διαπνέονται ακόμη από την αίσθηση του λαϊκού Μεσσία.
Γράφει π.χ. αρθρογράφος συνεργάτης συριζαϊκού site που το αναπαρήγαγαν και τα πιο επίσημα του κόμματος: «Η πρωτοφανής για τα δεδομένα αγωνιστική υπνηλία, η μυστηριώδης πολιτική ραθυμία φορέων και συλλογικοτήτων και το γνωστό σλόγκαν που πάει να επικρατήσει «έλα μωρέ μόνοι τους θα θαφτούν στις πολιτικές τους ανομίες και τα κακουργήματα», πιθανόν και να βοηθούν τελικά τους όντως βουτηγμένους στην αθλιότητα και τη λάσπη, παρακρατικούς του Μαξίμου».
Και στη συνέχεια μιλάει για «παρατεταμένη αγωνιστική απραξία» και «απουσία εναύσματος και πρωτοβουλίας για δυναμική αντιμετώπιση της Μητσοτακικής πολιτικής γάγγραινας από φορείς, κοινωνικές οργανώσεις και κόμματα».
Ακούγονται σαν παλιό γραμμόφωνο που έχει κολλήσει η βελόνα. Κατανοούμε ότι αταβιστικά για αυτούς με βάση τις επιταγές των πολυκαιρισμένων ιερών κόκκινων βιβλίων (που οι περισσότεροι έχουν διαβάσει σε απλουστευτικά φυλλάδια), αγώνας είναι το πολιτικό πεζοδρόμιο, οι συγκρούσεις με την αστυνομία (που είναι όργανο του καπιταλιστικού συστήματος για να διαφυλάξει τα προνόμια των καπιταλιστών και να καταστείλει τους λαϊκούς αγώνες), η αγωνιστική εγρήγορση του λαού, και άλλα ηρωικά παρόμοια, που στις εκλογές του 2019, μετατράπηκαν σε πένθιμα τροπάρια.
Το παράδοξο είναι ότι δεν έχουν κατανοήσει πως αυτά που θεωρούν αγγελτήρια σαλπίσματα αγώνος, ο λαός τα εκλαμβάνει πλέον ως προσκλήσεις και προκλήσεις αναταραχής και ακυβερνησίας, ιδιαίτερα σε μια δύσκολη εποχή όπου η Ευρώπη κατεβάζει τους θερμοστάτες, ενώ η ακρίβεια ανοίγει τις δαγκάνες της.
Ο λαός είναι προβληματισμένος αν όχι φοβισμένος με την κατάσταση που έρχεται, αλλά παράλληλα γνωρίζει ότι όσο και να φταίει ο ελληνικός κλεπτοκρατικός καπιταλισμός, η «γάγγραινα Μητσοτάκη» που λέει ο σύντροφος, και η ανικανότητα της κυβέρνησης που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, η μερίδα του λέοντος και του μεγέθους των προβλημάτων είναι εξωγενής. Και αυτό είναι που τον προβληματίζει και τον κάνει να νιώθει αδύναμος και αδιάφορος για «αγωνιστικότητες».
Προφανώς, αδυνατούν να μάθουν. Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι ο καταγγελτικός λόγος έχασε την προωθητική του δύναμη, δεν τροφοδοτεί αγανάκτηση αλλά βαριεστημάρα, φόβο και απέχθεια. Γιατί τρία χρόνια τώρα μόνο καταγγέλλουν. Δεν έχουν πείσει ότι μπορούν να έρθουν με ένα σχέδιο δημιουργίας, ανάταξης της κοινωνίας και της οικονομίας. Εξαγγέλλουν μόνο τι θα καταργήσουν. Όπως και την τετραετία 11-15. Και έτσι καταργούνται οι ίδιοι ως παραγωγική αντιπολίτευση και μένουν μετεξεταστέοι.
Γιάννης Σιδέρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου