Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

Πόλεμος στην Ουκρανία: Πώς θα επηρεάσει την υστεροφημία του Πούτιν;

Αναλυτές υποστηρίζουν ότι 
ο Ρώσος ηγέτης ενδιαφέρεται πολύ για την υστεροφημία του. Ο πόλεμος στην Ουκρανία απειλεί να την καταστρέψει.
Στις 29 Μαρτίου, πάνω από ένα μήνα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το ρωσικό υπουργείο άμυνας ανακοίνωσε ότι θα περιορίσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο βόρειο τμήμα της γειτονικής χώρας.
Η αποτυχία του ρωσικού στρατού να καταφέρει μια γρήγορη νίκη, αναφέρει το Al Jazeera, οδήγησε σε εικασίες περί εντάσεων στο Κρεμλίνο, αλλά και περί υποτιθέμενης δυσαρέσκειας του Βλαντίμιρ Πούτιν απέναντι στο προσωπικό του...
Ορισμένοι παρατηρητές, σημειώνει το αραβικό μέσο, έχουν ισχυριστεί ότι η απόφαση για την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου αντανακλά τις προσωπικές ανησυχίες του Πούτιν και όχι πραγματικές γεωπολιτικές ανάγκες, σημειώνοντας ότι με τα εβδομηκοστά του γενέθλια να πλησιάζουν, ο ρώσος πρόεδρος μοιάζει να ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για την υστεροφημία του. Εν μέσω στρατιωτικών απωλειών στην Ουκρανία και μιας εντεινόμενης οικονομικής κρίσης που ήρθε ως αποτέλεσμα των βαριών δυτικών κυρώσεων, τα επιτεύγματά του ίσως υπονομευτούν, προειδοποιούν οι ίδιοι αναλυτές.

Τι έχει επιτύχει, λοιπόν, ο Πούτιν στα 22 χρόνια του στην εξουσία και τι διακυβεύεται για εκείνον στον πόλεμο στην Ουκρανία;

Νόμος και Τάξη


Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, σημειώνει το Al Jazeera, ο Πούτιν, πρώην πράκτορας της KGB και γραφειοκράτης στην κυβέρνηση του πρώτου προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Μπόρις Γέλτσιν, αναδύθηκε ως ένας εκ των πιθανών διαδόχων του. Ο Γέλτσιν ήταν ιδιαιτέρος αντιδημοφιλής και είχε τη φήμη του αδύναμου, εξαιτίας της ταραχώδους μετάβασης από τον κομμουνισμό προς την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και τη δημοκρατία.
Κατά την αναζήτηση του διαδόχου του, είχε ως προτεραιότητα την εύρεση ενός προσώπου που θα μπορούσε να προβάλει μια διαφορετική εικόνα, ισχύος και φιλοδοξίας.

«Οι Ρώσοι λαχταρούσαν μια ισχυρή ηγεσία… Νόμος και τάξη, αυτές ήταν οι λέξεις-κλειδιά», αναφέρει στο Al Jazeera ο ρώσος πολιτικός σχολιαστής, Αμπάς Γκαλιάμοφ. «Το γενικό αίσθημα της χώρας ήταν πατριωτικό και αντινατοϊκό».
Σύμφωνα με τον Γκαλιάμοφ, ο Πούτιν στηρίχτηκε σε αυτά ακριβώς τα συναισθήματα και παρουσίασε τον εαυτό του ως άτομο που θα μπορούσε να τακτοποιήσει τα εγχώρια προβλήματα, αλλά και να αντισταθεί σε αυτό που οι Ρώσοι αντιμετώπιζαν ως ταπείνωση από τη Δύση.

Μετά από μια περίοδο γρήγορης εναλλαγής πρωθυπουργών, μεταξύ των οποίων και του Γεβγκένι Πριμάκοφ και του Σεργκέι Στεπάσιν, που προέρχονταν επίσης από τις μυστικές υπηρεσίες, πρωθυπουργικά καθήκοντα ανέλαβε ο Πούτιν τον Αύγουστο του 1999, ανοίγοντας τον δρόμο και για την προεδρία. Τον Μάρτιο του 2000, κέρδισε τις προεδρικές εκλογές λαμβάνοντας το 53% των ψήφων.

Αντιδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις

Η επιθυμία της ρωσικής κοινωνίας για έναν πιο αποφασιστικό ηγέτη, επέτρεψε στο νέο πρόεδρο να προχωρήσει σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις που ενίσχυσαν το κράτος, αντέστρεψαν τις κινήσεις αποκέντρωσης και περιόρισαν τους δημοκρατικούς θεσμούς και την ελευθερία του Τύπου.
«Όσο πιο αυταρχικός γινόταν, τόσο περισσότερο άρεσε στους Ρώσους», σημειώνει ο Γκαλιάμοφ.

Ταυτόχρονα, ο Πούτιν ενίσχυε τις υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφοριών και επεδίωκε μια αποφασιστική νίκη της Ρωσίας στον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας. Επιπλέον, διαχειρίστηκε ιδιαιτέρως επιθετικά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Μόσχα το 2002 και το Μπεσλάν το 2004, υιοθετώντας τη ρητορική των ΗΠΑ περί «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Αν και αντιμετώπισε ορισμένες επικρίσεις για το αντιδημοκρατικό ιστορικό του και την αντιδυτική ρητορική που υιοθετούσε, ο ρώσος πρόεδρος απολάμβανε της δυτικής υποστήριξης, αναφέρει το Al Jazeera. Στους εορτασμούς της Ημέρας της Νίκης στη Μόσχα, το 2005, περιτριγυρισμένος από ηγέτες της Κίνας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ, ο Πούτιν δήλωσε: «Είναι καθήκον μας να υπερασπιστούμε μια παγκόσμια τάξη που θα στηρίζεται στην ασφάλεια και τη δικαιοσύνη και μια νέα κουλτούρα σχέσεων μεταξύ των εθνών που δεν θα επιτρέψει την επανάληψη κανενός πολέμου, «ψυχρού» ή «θερμού».

Το ΝΑΤΟ διευρύνεται

Όμως η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά προκάλεσε σημαντική ένταση, την οποία ο Πούτιν εξέφρασε στη διάσημη ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Μονάχου το 2007. Σε αυτή, κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι έχουν «ξεπεράσει τα εθνικά τους όρια με κάθε τρόπο». Αναλυτές έχουν αντιμετωπίσει τον πόλεμο του 2008 στη Γεωργία, όπου ρωσικές δυνάμεις πολέμησαν στο πλευρό των αυτονομιστών και απέναντι στο γεωργιανό στρατό, ως οριοθέτηση των κόκκινων γραμμών του Κρεμλίνου, μετά την απόφαση της Τιφλίδας να διεκδικήσει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Ακόμη και μετά τη σύγκρουση αυτή, ωστόσο, ο Πούτιν διατήρησε τις καλές του σχέσεις με τη Δύση και το 2009, η κυβέρνηση Ομπάμα ανακοίνωσε την «επανεκκίνηση» των σχέσεων με τη Ρωσία.

Στις πρώτες δυο θητείες του στην προεδρία, ο Πούτιν οδήγησε τη χώρα του σε εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη, χάρη και στην άνοδο των τιμών του πετρελαίου, αλλά και τις μακρο-οικονομικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του ’90. Η οικονομία σημείωνε ανάπτυξη της τάξης του 5-10% σε ετήσια βάση. Φιλελεύθεροι οικονομολόγοι στο εσωτερικό της ομάδας του εργάζονταν για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και την καλλιέργεια ενός καλού επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Οι συνθήκες ζωής βελτιώθηκαν για τους ρώσους πολίτες, ενώ στις πόλεις άρχισε να δημιουργείται μια ρωσική μεσαία τάξη. Μεταξύ του 2000 και του 2010, ο μέσος μισθός σχεδόν δεκαπλασιάστηκε.
«Ο Πούτιν ήταν ένας πολύ τυχερός πολιτικός, επειδή ανελίχθηκε στην εξουσία το 2000, όταν η ρωσική οικονομία είχε ξεπεράσει τις πιο δύσκολες περιόδους της», υποστηρίζει μιλώντας στο Al Jazeera o Σεργκέι Αλεξασένκο, που έχει θητεύσει ως υφυπουργός οικονομικών της Ρωσίας στη δεκαετία του ’90. «Αν ο Πούτιν είχε συνταξιοδοτηθεί το 2008, θα ήταν κοινός αποδεκτός ως ένας εξαιρετικός πρόεδρος της Ρωσίας».

Το τέλος του Καντάφι και η επιστροφή του Πούτιν

Όμως δεν παραιτήθηκε. Από τη στιγμή που δεν του επιτρεπόταν από τη ρωσική νομοθεσία να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για την προεδρία, ο Πούτιν παρέδωσε την εξουσία στον Ντμίτρι Μεντβέντεφ το 2008 και επέστρεψε στη θέση του πρωθυπουργού.

Σύμφωνα με τον Γκαλιάμοφ, μέλος της τότε ρωσικής κυβέρνησης, ο ρώσος πρόεδρος σκεφτόταν εκείνη την περίοδο σοβαρά τη συνταξιοδότηση. Στους πρώτους μήνες της πρωθυπουργίας του εμφανιζόταν ιδιαίτερα χαλαρός και δεν αναλάμβανε πολλές ευθύνες, σχεδιάζοντας ενδεχομένως να αφήσει τον Μεντβέντεφ να διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία.
«Προσπάθησε να αφήσει χαλαρά τα γκέμια, όμως τότε κάτι συνέβη», λέει ο Γκαλιάμοφ. Η αλλαγή στη στάση του ταυτίζεται χρονικά με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, που τον ανάγκασε να εμπλακεί περισσότερο στις εγχώριες υποθέσεις, εξηγεί.
Τότε, το 2011, ήρθε και η Αραβική Άνοιξη και, κυρίως, η νατοϊκή εκστρατεία ενάντια στην κυβέρνηση του Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη, που τον έκανε να αισθανθεί ανασφάλεια.
«Ένιωσε ότι δεν μπορεί να είναι ασφαλής, δεδομένης και της δυναμικής στάσης της αντιπολίτευσης για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Όλοι τον απειλούσαν ότι θα έχει το ίδιο τέλος με τον Καντάφι», τονίζει ο Γκαλιάμοφ στο Al Jazeera.
Αντιδυτική ρητορική

Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, λίγες μήνες πριν ανακοινώσει τη νέα του υποψηφιότητα για την προεδρία, αντικυβερνητικές διαδηλώσεις ξέσπασαν στη Μόσχα. Ο Πούτιν κατηγόρησε ως υποκινήτρια την τότε ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Χίλαρι Κλίντον.
Έχοντας εξασφαλίσει την προεδρία για Τρίτη φορά – και μάλιστα για έξι έτη αυτή τη φορά – ο Πούτιν ενέτεινε την αντιδυτική ρητορική του, όπως και την κριτική του προς τις «χρωματιστές επαναστάσεις», δηλαδή τα λαϊκά κινήματα στον μετασοβιετικό χώρο που διεκδικούσαν αλλαγή κυβέρνησης. Κορύφωση της στάσης αυτής υπήρξε η προσάρτηση της Κριμαίας από ρωσικές δυνάμεις, αλλά και η στήριξη προς τους αυτονομιστές του Ντονμπάς, ως απάντηση για τις διαδηλώσεις του Μαϊντάν, το 2014.

Η στροφή της Μόσχας σε μια πιο αποφασιστική εξωτερική πολιτική έγινε σαφής και με τη ρωσική εμπλοκή στη Συρία το 2015 και την αποστολή ρώσων μισθοφόρων στη Λιβύη το 2019, αλλά και στη σύναψη στενότερων σχέσεων με αρκετά κράτη της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής.

«Ξένοι πράκτορες»

Στο εγχώριο επίπεδο, ο Πούτιν επέβαλε μια σειρά από μέτρα για τη φίμωση των αντιφρονούντων. Το 2012, η ρωσική Δούμα ψήφισε το λεγόμενο «νόμο για τους ξένους πράκτορες» που στόχευε στον περιορισμό της δραστηριότητας οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που χρηματοδοτούνταν από ξένους φορείς και κυβερνήσεις. Το 2019, ο νόμος διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει άτομα και ΜΜΕ. Το 2014, το κοινοβούλιο ενέκρινε και νομοθεσία που καθιστά παράνομη κάθε διαδήλωση, αν αυτή δεν έχει εγκριθεί εκ των προτέρων από τις τοπικές αρχές.
Το 2019, το Κρεμλίνο άρχισε να καταστέλλει και την οργάνωση του εθνικιστή ηγέτη της αντιπολίτευσης, Αλεξέι Ναβάλνι, έπειτα από μια σειρά από αποκαλύψεις για την κυβερνητική διαφθορά. Ο Ναβάλνι κατάφερε να επιβιώσει από μια απόπειρα δολοφονίας με νευροτοξικό παράγοντα το 2020, για την οποία έχει κατηγορήσει τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, ενώ αργότερα φυλακίστηκε.
Το κίνητρο του Πούτιν για την παγίωση της εξουσίας του είχε αντίκτυπο και επί της ρωσικής οικονομίας, που υπέφερε από τη μείωση των τιμών του πετρελαίου στο διάστημα 2014-15 που συνέπεσε και με τις δυτικές κυρώσεις για τη ρωσική παρέμβαση στην Ουκρανία.

Σύμφωνα με τον Αλεξασένκο, στη δεκαετία του 2010, ο ρώσος πρόεδρος επιχείρησε να αυξήσει τον έλεγχό του στους τομείς της ενέργειας και των τραπεζών, αλλά και των μεγάλων ρωσικών εταιρειών.

«Ο Πούτιν αναγνώριζε ότι αν δεν είχε τον έλεγχο των ιδιωτικών επιχειρήσεων, των οικονομικών ροών τους, αν δεν περιόριζε τις επαφές μεταξύ των ιδιωτικών επιχειρήσεων και της αντιπολίτευσης, θα ερχόταν αντιμέτωπος με σημαντικές προκλήσεις», σημειώνει στο Al Jazeera.
Παρά την ύφεση και τον αυξημένο έλεγχο, ωστόσο, η ομάδα των οικονομολόγων του Πούτιν κατάφερε να διατηρήσει τη μακρο-οικονομική σταθερότητα και να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, εξασφαλίζοντας ότι οι συνθήκες διαβίωσης των Ρώσων δεν θα υποβαθμίζονταν.

Η κληρονομιά του Πούτιν: Ένα κράτος-παρίας


Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οδήγησε σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη Ρωσίας, όμως ο μηχανισμός ασφαλείας κατάφερε να τις καταστείλει σε μικρό χρονικό διάστημα. 
Ταυτόχρονα, η Ρωσία φίμωσε τα ανεξάρτητα και επικριτικά ΜΜΕ, αποκλείοντας τους πολίτες από την πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης.
Ένα μήνα μετά το ξέσπασμα του πολέμου, ανεξάρτητες και κρατικές δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η δημοτικότητα του Πούτιν έχει εκτιναχθεί κατά περίπου 20% αγγίζοντας το 81-83%. Το ανεξάρτητο κέντρο δημοσκοπήσεων Levada ανέφερε επίσης ότι το 81% των συμμετεχόντων υποστηρίζουν τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Αν και οι κοινωνιολόγοι έχουν προειδοποιήσει ότι η νομοθεσία που ουσιαστικά ποινικοποιεί την έκφραση αντιπολεμικών συναισθημάτων ίσως επηρεάζει τα δημοσκοπικά αποτελέσματα, ο Πούτιν απολάμβανε αντιστοίχως υψηλής δημοτικότητας και έπειτα από την προηγούμενη ρωσική παρέμβαση στην Ουκρανία, το 2014. Ωστόσο, αυτή κράτησε για τέσσερα χρόνια, σημειώνοντας εκ νέου υποχώρηση το 2018, μετά την επανεκλογή του για άλλα έξι χρόνια. Οι σημερινές υψηλές του επιδόσεις ίσως αντανακλούν τις παροδικές επιπτώσεις της «συγκέντρωσης γύρω από τη σημαία» στη διάρκεια του πολέμου.

Το τέλος του αυταρχισμού;

Σύμφωνα με τον Γκαλιάμοφ, η γενική τάση της ρωσικής κοινωνίας, ήδη πριν την εισβολή, είναι η σταδιακή απομάκρυνση από τους ισχυρούς ηγέτες.
«Οι άνθρωποι αναρωτιούνται, αφού ο Πούτιν είναι ισχυρός, τότε γιατί συνεχίζουμε να έχουμε προβλήματα; Φταίει που δεν ενδιαφέρεται για τους άλλους ανθρώπους αλλά μόνο για τον εαυτό του και την αυλή του και παίζει τα μεγάλα πολιτικά παιχνίδια που του αρέσουν», σημειώνει. «Οι άνθρωποι ψάχνουν έναν ηγέτη με ανθρώπινο πρόσωπο, που να μην είναι τόσο αυταρχικός, να μην είναι τόσο καχύποπτος, να μην είναι ένα άτομο που δεν ενδιαφέρεται».
Κατά τη γνώμη του, ο πόλεμος δεν θα αποτρέψει την απονομιμοποίηση της εγχώριας κληρονομιάς που ήθελε να αφήσει πίσω του ο Πούτιν – εκείνη του εθνικισμού, των συντηρητικών αξιών και της εικόνας μιας ισχυρής Ρωσίας.

Καταστροφική οικονομική κληρονομιά


Τα οικονομικά επιτεύγματα του Πούτιν φαίνεται πως επίσης απειλούνται. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, η ρωσική οικονομία μπορεί να συρρικνωθεί ακόμη και κατά 10% στη διάρκεια του έτους. Άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν το ποσοστό στο 15%.

«Ο πόλεμος κατά της Ουκρανίας έχει ως αποτέλεσμα την αποσύνδεση της ρωσικής οικονομίας από την παγκόσμια οικονομία. Δεν ξέρουμε πότε και πώς θα ανακοπεί αυτή η διαδικασία»
, αναφέρει στο Al Jazeera ο Αλεξασένκο. Προβλέπει ότι αν ο Πούτιν παραμείνει στην εξουσία για πέντε ακόμη χρόνια, ακόμη κι αν καταφέρει κάποια ειρηνευτική συμφωνία, η ρωσική οικονομία θα θυμίζει «ένα μείγμα της σοβιετικής οικονομίας του 1985 και της βορειοκορεάτικης οικονομίας του σήμερα».
«Η οικονομική κληρονομιά του Πούτιν θα είναι καταστροφική», καταλήγει.
in.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια: