Η κλιματική αλλαγή λειτουργεί ανασταλτικά για τον υπό άνθιση χώρο της καστανοκαλλιέργειας, δημιουργώντας προβλήματα στην εξέλιξή του.
Στην Ελλάδα, η καστανοκαλλιέργεια αναπτύσσεται ιδιαίτερα τα τελευταία επτά χρόνια, κυρίως από νέους που ψάχνουν μια διέξοδο στο πρόβλημα της ανεργίας.
Η φαιά σήψη του κάστανου, όμως, εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα, όπως εξήγησε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο τακτικός ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών, δρ. Στέφανος Διαμαντής.
Σύμφωνα με τον κ. Διαμαντή... «στην Ελλάδα, μέχρι στιγμής, μόνο αξιολογούμε το πρόβλημα της εκδήλωσης της σήψης του κάστανου, τη διασπορά και την έντασή του». Επεσήμανε, δε, ωστόσο ότι «Ιταλοί ερευνητές, αποδίδουν την έξαρσή του στην κλιματική αλλαγή».
Όπως εξήγησε ο ερευνητής, η σήψη του κάστανου προκαλείται από τον μύκητα Gnomoniopsis castanea, ο οποίος απαντάται ως ενδόφυτο στους βλαστούς ενός και δύο ετών της καστανιάς. Ενδοφυτικοί οργανισμοί απλώς διαβιούν σε συγκεκριμένους ιστούς, χωρίς να εκδηλώνουν παρασιτισμό, συμπτώματα ή απώλειες. «Τα τελευταία, όμως, χρόνια, ο μύκητας έχει μετατραπεί σε παράσιτο που προκαλεί, πλέον, απώλειες, αφού εισέρχεται στους νεαρούς αχινούς, νωρίς τον Ιούλιο, (όταν έχουν μέγεθος ρεβιθιού), με αποτέλεσμα, μέχρι την ωρίμανση, να προκαλεί σήψη και αλλοίωση της ψίχας του κάστανου», επισήμανε ο ίδιος, βάσει της θέσης που διατυπώνουν οι Ιταλοί ερευνητές.
Ο κ. Διαμαντής αποκάλυψε, επιπλέον, ότι στην Ελλάδα έρχονται αρκετές αναφορές για το ζήτημα τα τελευταία έξι χρόνια, κυρίως από περιοχές, όπως τα χωριά του Βοΐου Ν. Κοζάνης, τη Γρίβα & Καστανερή Ν. Κιλκίς, το Δήμο Αγιάς Ν. Λάρισας, τη Σκοτίνα Ν. Πιερίας και τον Άγιο Γεώργιο Ν. Φθιώτιδας. Πάντως, «το 2018, το πρόβλημα στη Γρίβα & Καστανερή, αλλά και στο Δήμο Αγιάς (Μελιβοία, Σκήτη, Ποταμιά) ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένο», σημείωσε. Στο πλαίσιο αυτό, ανέφερε ότι, όταν έμποροι διαπιστώσουν την ύπαρξη τέτοιων καρπών μέσα σε ποσότητα προϊόντος, αρνούνται να προβούν σε αγορά.
Το πρόβλημα ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής
Ο ερευνητής υπογράμμισε, πάντως, ότι «χρειάζονται περισσότερα στοιχεία για να εμπεδωθεί ότι το πρόβλημα προκαλείται ως παρενέργεια της κλιματικής αλλαγής». Ο κ. Διαμαντής διευκρίνισε ότι, αν και μεγάλο ποσοστό των καστανεώνων της χώρας μας πλέον αρδεύονται, ωστόσο η ετήσια εθνική παραγωγή κάστανου επηρεάζεται από το πόσο ξηροθερμικά είναι τα καλοκαίρια. Όπως χαρακτηριστικά είπε, «φέτος, για παράδειγμα, η Κρήτη έχει σημαντικά μειωμένη παραγωγή λόγω της θερινής ανομβρίας. Αν δεχθούμε ότι η κλιματική αλλαγή στην εύκρατη ζώνη θα εκδηλώνεται συχνότερα με ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως είναι τα ξηροθερμικά καλοκαίρια, τότε θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι ότι οι ετήσιες αυξομειώσεις στην παραγωγή κάστανου θα είναι εντονότερες και συχνότερες».
Παράλληλα, ο ερευνητής συμπλήρωσε ότι «Η καστανιά πρέπει να αρδεύεται με φειδώ. Η πολλή υγρασία στο έδαφος ευνοεί την εκδήλωση της ασθένειας της μελάνωσης, που προκαλείται από παθογόνα του γένους Phytopthora. Αρδεύοντας, επομένως, σύμφωνα με τις υποδείξεις ειδικών, προστατεύονται τα δένδρα από τη μελάνωση και γίνεται και οικονομία στα αποθέματα νερού, που στο εγγύς ή απώτερο μέλλον θα πρέπει να διαχειριζόμαστε πιο ορθολογικά».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ασθένεια του έλκους της καστανιάς παρουσιάζει εντυπωσιακή ύφεση μετά τη βιολογική καταπολέμηση που εφαρμόσθηκε σε εθνική κλίμακα και με δημόσια δαπάνη στο διάστημα από το 1998-2000 (στο Άγιον Όρος), 2005-2007 (στο Ν. Χαλκιδικής), 2007-2009 (σε 17 Νομούς) και 2014-2016 (σε άλλους 10 Νομούς), σύμφωνα με τον κ. Διαμαντή.
«Μόνο ο Ν. Αχαίας (στην Κέρτεζη) βρέθηκε καθαρός από την ασθένεια», τόνισε ο ερευνητής, αποκαλύπτοντας ότι η χρηματοδότηση για τη βιολογική καταπολέμηση της ασθένειας προήλθε από τα συναρμόδια υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μέσω της γενικής διεύθυνσης δασών.
Σχετικά με τη μελάνωση της καστανιάς, ο κ. Διαμαντής επισήμανε: «Αρχίσαμε να την αντιμετωπίζουμε (προς το παρόν με δική μου πρωτοβουλία σε συνεργασία με τοπικούς παράγοντες) θεραπευτικά από το 2018, με έγχυση pp στους κορμούς ασθενών δένδρων στον Δήμο Αγιάς Ν. Λάρισας και Σκοτίνα Ν. Πιερίας. Εκτιμώ ότι, τα επόμενα χρόνια, η μέθοδος θα εφαρμόζεται σε όλη τη χώρα θεραπευτικά και προληπτικά».
Όπως εξήγησε, οι προαναφερόμενες δύο ασθένειες της καστανιάς «μείωσαν την εθνική παραγωγή κάστανου από 18.000 τόνους περίπου τη 10ετία του 1960, σε 11.000 τόνους περίπου το 2005». Πρόσθεσε, δε, ότι «με την καταπολέμηση του έλκους και το ενδιαφέρον που σημειώνεται για το κάστανο, η ελληνική εθνική παραγωγή έφθασε το 2018 σε 20.000 τόνους περίπου με ανοδική τάση». Σχολίασε, δε, και το γεγονός ότι η ΕΛΣΤΑΤ και ο FAO «αναφέρουν υψηλότερες ακόμη αποδόσεις, τις οποίες όμως θεωρώ μάλλον υπερβολικές».
Ο ρόλος των εντόμων στις απώλειες της παραγωγής
Η καρπόκαψα (σκουλίκι των καρπών), σύμφωνα με τον κ. Διαμαντή, αντιμετωπίζεται με ψεκασμούς με εντομοκτόνα, τον Ιούλιο και Αύγουστο, ενώ η σφήκα της καστανιάς, που μπήκε στη χώρα μας το 2014 και αντιμετωπίζεται βιολογικά με απελευθέρωση ωφέλιμων, ανταγωνιστικών εντόμων (Torymus sinensis) και «τα οποία θα διατηρήσουν τον πληθυσμό της σφήκας σε χαμηλά επίπεδα», υπογράμμισε.
Σε ό,τι αφορά στα ορεινά οικοσυστήματα της Ελλάδας, ο κ. Διαμαντής διευκρίνισε ότι «προσπαθούμε να αντιμετωπίζουμε τα εκάστοτε ανακύπτοντα προβλήματα με μεθόδους φιλικές προς το περιβάλλον και να μην χρησιμοποιούμε φυτοφάρμακα που ανατρέπουν λεπτές φυσικές ισορροπίες».
Η κίνηση των τιμών στην καλλιέργεια καστανιάς
«Οι ανοδικές τάσεις στην τιμή του κάστανου τα τελευταία επτά περίπου χρόνια λόγω των εξαγωγών στην Ιταλία, αύξησε το ενδιαφέρον για περιποίηση εγκαταλελειμμένων καστανεώνων, εφαρμογή εντατικότερης καλλιέργειας στους υπάρχοντες καστανεώνες και ίδρυση νέων καστανεώνων», σύμφωνα με όσα είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Διαμαντής. Πρόσθεσε ακόμα ότι η ανεργία οδήγησε αρκετούς νέους σε ηλικία στον αγροτικό τομέα «και ιδιαίτερα στα κεφαλοχώρια των νέων δήμων όπου υπάρχουν βασικές υποδομές».
«Έχουν ήδη φυτευθεί αρκετές νέες φυτείες με ανοδική τάση», ξεκαθάρισε ο ίδιος, λέγοντας ωστόσο ότι δεν τον βρίσκουν σύμφωνο τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) που μιλάνε για φύτευση 1.445.185 δένδρων σε καστανεώνες και εθνική παραγωγή ύψους 30.304 τόνων. «Η παραγωγή που δίνει η ΕΛΣΤΑΤ κατά τη γνώμη μου είναι κατά πολύ υψηλότερη της πραγματικής και διερωτώμαι από πού αντλούνται τα στοιχεία», επισήμανε και πρόσθεσε ότι ο αριθμός των παραγωγών που ασχολείται με την καστανοκαλλιέργεια κυμαίνεται σε 10.000 άτομα και η παραγωγή σε 20.000 τόνους για το 2018».
Ποιες οι προοπτικές και ποια η αξιοποίησή τους
«Για να ελπίζουμε ότι κάτι θα αλλάξει στην καλλιέργεια της καστανιάς χρειάζονται διήμερα ή τριήμερα σεμινάρια σε περιοχές όπου καλλιεργείται η καστανιά με ομιλητές που θα καλύπτουν όλο το εύρος της καλλιέργειας, εμπορίας και επισκέψεις στο ύπαιθρο με -μεταξύ άλλων- συζητήσεις και ανταλλαγή απόψεων με τους παραγωγούς» σημείωσε ο κ. Διαμαντής.
Επανέλαβε, δε, ότι «πιστοποίηση του ελληνικού γενετικού υλικού καστανιάς και η παραγωγή και διάθεση άριστου εντόπιου φυτευτικού υλικού σε προσιτές τιμές, η καθιέρωση κινήτρων για την αντικατάσταση των υπέργηρων δένδρων με νέα δένδρα, η φύτευση πιο αποδοτικών ποικιλιών ή προελεύσεων και σε διάστημα μίας 10ετίας, η ίδρυση νέων σύγχρονων καστανεώνων, όπου οι κλιματοεδαφικές συνθήκες το επιτρέπουν, η χρήση της καστανιάς σε αναδασωτικά προγράμματα και δασώσεις αγρών, καθόσον αποτελεί πολύτιμο, αυτόχθονο, δασοπονικό είδος κ.ά.», είναι μερικά από όσα πρέπει να συμπεριληφθούν σε μια δυναμική πολιτική που θα πρέπει να χαραχθεί σε εθνικό επίπεδο.
Η πολιτική που θα πρέπει να υιοθετηθεί, σύμφωνα με τον κ. Διαμαντή, οφείλει να είναι επικεντρωμένη στην ίδρυση, ανά ευρύτερη καστανοπαραγωγό περιοχή, κατάλληλης υποδομής για την ποιοτική ταξινόμηση (διαλογητήρια) και συντήρηση του προϊόντος (ψυγεία), έκδοση Προεδρικού Διατάγματος για την καθιέρωση προδιαγραφών ποιοτικής ταξινόμησης του ελληνικού κάστανου και ίδρυση ιδιωτικών ή συνεταιριστικών βιομηχανιών τυποποίησης, μεταποίησης και συντήρησης του κάστανου ώστε «να δοθεί στην αγορά μεγαλύτερο εύρος προϊόντων κάστανου, να καταστεί διαθέσιμο όλο τον χρόνο και έτσι ως αποτέλεσμα θα αυξηθεί η απορρόφησή του στην αγορά».
Κατά τον ίδιο, δε, θα πρέπει να υπάρξει διαφήμιση των ευεργετικών διατροφικών χαρακτηριστικών και της βιολογικής καθαρότητας του προϊόντος, βελτίωση της εμπορίας του νωπού και μεταποιημένου καρπού, αξιοποίηση του κάστανου ως στοιχείου ανάπτυξης αγροτουρισμού -ιδιαίτερα κατά την περίοδο ωρίμανσης και συλλογής των καρπών με γιορτές κάστανου και άλλες εκδηλώσεις- και συστηματική εκπαίδευση και ενημέρωση των παραγωγών σε θέματα σχετικά με το κάστανο και την καλλιέργειά του από ειδικευμένους επιστήμονες (σεμινάρια, εκλαϊκευμένο έντυπο υλικό κ.λπ.).
Υπογραμμίζοντας, δε, ότι η τυποποίηση και η μεταποίηση κάστανου, μετά τόσα χρόνια έχουν γίνει περισσότερο γνώριμες ως έννοιες, αποκάλυψε ότι «μία ολοκληρωμένη μονάδα μεταποίησης κάστανου εγκαθίσταται στην Αρκαδία και ευελπιστώ ότι θα αρχίσει παραγωγή το 2020».
Μεταξύ άλλων, ο κ. Διοαμαντής σημείωσε ότι υλοποιείται ερευνητικό πρόγραμμα από τη Διεύθυνση Δασών Χανίων και το ΜΑΙΧ (2017-2021), το οποίο αποσκοπεί στη μελέτη της γενετικής δομής του Κρητικού κάστανου (με αναλύσεις DNA), τη διατήρησή του (conservation), αλλά και ενθάρρυνση της επέκτασης της καλλιέργειας καστανιάς στην Κρήτη με χαρτογράφηση νέων κατάλληλων περιοχών. «Έχει ιδρυθεί φυτώριο το οποίο διατηρεί και ταυτόχρονα παράγει ήδη δενδρύλλια Κρητικής καστανιάς και τον επόμενο Ιανουάριο προγραμματίζεται να γίνει διανομή των πρώτων 1.400 δενδρυλλίων, με στόχο να καλύπτει στο εγγύς μέλλον τις ανάγκες της Κρήτης σε τοπικό πολλαπλασιαστικό υλικό καστανιάς», γνωστοποίησε ο ίδιος.
Όπως εξήγησε, όμως, η μελέτη του πολύτιμου κρητικού πληθυσμού καστανιάς είναι σημαντική «καθόσον ο πληθυσμός αυτός αποτελείται από υπο-πληθυσμούς όπως το Ρογδιανό κάστανο, το Στροβλιανό, το Μαυροκάστανο και το Ξανθό με διαφορές στην εποχή ανθοφορίας και ωρίμανσης αλλά και διαφορές στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του καρπού. Η κλιματική αλλαγή εκδηλώνεται με αύξηση της θερμοκρασίας και υπάρχει πιθανότητα γενετικό υλικό καστανιάς από την Κρήτη (δηλ. προσαρμοσμένο στις υψηλές θερμοκρασίες) να μπορεί να μετακινηθεί και στην ηπειρωτική χώρα. Το Κρητικό κάστανο είναι μαρρόνι, ξεφλουδίζει εύκολα, είναι γλυκό και νόστιμο και επομένως σαν γενετικό υλικό είναι ιδιαίτερα πολύτιμο», τόνισε.
Υπενθύμισε, δε, ότι η καστανιά απαντάται σε 29 Π.Ε. (Νομούς) της χώρας και διευκρίνισε ότι στην Ελλάδα διακρίνονται έξι σαφείς πληθυσμοί και όχι ποικιλίες φρουτοπαραγωγικών δένδρων καστανιάς, οι οποίοι προς το παρόν διαχωρίζονται μάλλον από τη γεωγραφική τους διασπορά παρά από τις γενετικές τους διαφορές. Αυτοί είναι οι Κοζάνης ή Βοΐου, Βόλου ή Πηλίου, Καρπενησίου, Πάρνωνα, Λέσβου και Κρήτης. Οι εν λόγω πληθυσμοί έχουν εγκλιματιστεί και η ποσοτική και ποιοτική απόδοσή τους είναι ικανοποιητική, σύμφωνα με τον κ. Διαμαντή, ο οποίος επισημαίνει, ωστόσο, ότι οι πληθυσμοί αυτοί ακόμα δεν έχουν μελετηθεί και αξιολογηθεί επαρκώς, ώστε να πιστοποιηθούν και να υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμοποιείται άριστο τοπικό γενετικό υλικό σε κάθε περιοχή της χώρας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου