Κυριακή 4 Ιουνίου 2023

Οι Ευρωπαίοι απομακρύνονται από την Κεντροαριστερά

Οι κάλπες της 21ης Μαΐου στην Ελλάδα ανέδειξαν μία ιδιαίτερα ισχυρή κεντροδεξιά παράταξη που γίνεται και η μεγαλύτερη στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος
(ΕΛΚ)
Η έκβαση των τοπικών εκλογών που διεξήχθησαν μία εβδομάδα αργότερα στην Ισπανία ήλθε να «συμβαδίσει» με την τάση που έχει διαμορφωθεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης και έγκειται στη φθίνουσα δυναμική κομμάτων που ανήκουν στο χώρο της Κεντροαριστεράς-Σοσιαλδημοκρατίας και της ριζοσπαστικής Αριστεράς... ταυτόχρονα με μία συνολική συντηρητικοποίηση κοινωνιών που «παρεκκλίνουν» προς «εξευγενισμένες» ή μη εκδοχές της Άκρας Δεξιάς.
Ένα νέο κύμα λαϊκισμού βιώνει σε μεγάλο βαθμό σήμερα η Ευρώπη, ούσα αντιμέτωπη με προκλήσεις που κυμαίνονται από την οικονομία και την κρίση ακρίβειας, εν μέσω ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου γεωπολιτικού περιβάλλοντος υπό το φως του ρωσικού πολέμου στην Ουκρανία, έως το πάγιο ζήτημα του μεταναστευτικού, χωρίς να έχει προηγηθεί επαρκής αυτοκριτική και χάραξη πολιτικών τόσο σε επίπεδο δημοκρατικών κυβερνήσεων, όσο και ευρωπαϊκών θεσμών απέναντι στα συνολικά αίτια που εδώ και χρόνια «πηγαινοφέρνουν» ψηφοφόρους στα πολιτικά άκρα.
Το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (PP), υπό τα ηνία του μετριοπαθούς Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό, κατήγαγε μεγάλη νίκη στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές της 28ης Μαΐου στην Ισπανία ανεβάζοντας τα ποσοστά του κατά εννέα μονάδες, επωφελούμενο από το γεγονός ότι οι κεντρώοι Ciudadanos σχεδόν «εξαφανίστηκαν» από τον εκλογικό χάρτη. Ιδιαίτερα ενισχυμένο εξήλθε όμως και το ξενοφοβικό, ακροδεξιό Vox του Σαντιάγο Αμπασκάλ. Η συντηρητική παράταξη ήδη συγκυβερνούσε με το Vox στην περιφέρεια της Καστίλης-Λεόν από το 2022, όταν η Ακροδεξιά «έμπαινε» για πρώτη φορά σε περιφερειακή κυβέρνηση, και προδιαγράφεται να συνεργαστεί περαιτέρω σε τοπικό επίπεδο. 

Με φόντο τις πρόωρες εκλογές που προκήρυξε για την 23η Ιουλίου ο ηττημένος Σοσιαλιστής πρωθυπουργός Πέδρο Σέντσεθ, ο Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό δηλώνει ότι επιδιώκει αυτοδυναμία (κάτι που θεωρείται αβέβαιο), αρνούμενος να πάρει θέση εάν θα συνεργαστεί σε εθνικό επίπεδο με το Vox -που είναι ήδη τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη- για τη συγκρότηση κυβέρνησης (κάτι που για τους περισσότερους μάλλον θεωρείται βέβαιο).

Πρόκειται για την ίδια τάση που είχαν αναδείξει ήδη οι κάλπες της Σουηδίας (Σεπτέμβριος 2022) και της Φινλανδίας (Απρίλιος 2023), με τις συντηρητικές παρατάξεις να επικρατούν έναντι των κυβερνώντων Σοσιαλδημοκρατών υπό τις Μαγκνταλένα Άντερσον και Σάνα Μάριν που βρίσκονταν αντίστοιχα στην πρωθυπουργία, όμως ταυτόχρονα η Ακροδεξιά να αναδεικνύεται σε αμφότερες τις σκανδιναβικές χώρες σε ρυθμιστικό παράγοντα εισερχόμενη σε συνομιλίες για κυβέρνηση συνεργασίας ή παροχή ψήφου ανοχής.

Το ακροδεξιό Κόμμα των Φινλανδών μετείχε σε κυβέρνηση και την περίοδο 2015-2017, όμως σήμερα είναι ένα πολύ πιο ακραίο, ανοιχτά ρατσιστικό κόμμα, το οποίο αναδείχθηκε σε δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη μπροστά από τους Σοσιαλδημοκράτες και πίσω από την κεντροδεξιά Εθνική Συμμαχία του Πέτερι Όρπο. Στη Σουηδία, βασικός πυλώνας της κυβέρνησης είναι η κεντροδεξιά και το συντηρητικό Κόμμα του πρωθυπουργού Ουλφ Κρίστερσον, υποστηριζόμενη όμως από τους Σουηδούς Δημοκράτες του Τζίμι Άκεσον που έχουν νεοναζιστικές ρίζες και συγκέντρωσαν στην κάλπη ποσοστό-ρεκόρ 20%. 

Οι ισπανικές δημοτικές και περιφερειακές κάλπες «έβγαλαν» μεν μειωμένο ποσοστό για το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE), αλλά κυμάνθηκε κοντά στη μία ποσοστιαία μονάδα, συγκριτικά με τις τοπικές εκλογές του 2019. «Οδυνηρά» ήταν τα αποτελέσματα για τους μετέχοντες από το 2020 στην κυβέρνηση μειοψηφίας Podemos, αλλά και για το νεότευκτο αριστερό κίνημα Sumar υπό την (προερχόμενη από τους Podemos) υπουργό Εργασίας Γιολάντα Ντίας, οι οποίοι και θα πασχίσουν για κοινή κάθοδο και ανασύνταξη εν όψει των βουλευτικών εκλογών του Ιουλίου. 

Μία δεκαετία αφότου «έσπασαν» το δικομματισμό στην Ισπανία, οι Podemos προσήλθαν στις εκλογές πιο αδύναμοι από ποτέ μετά την εμφάνισή τους, το 2014, υπό την ηγεσία του Πάμπλο Ιγκλέσιας. Έχοντας προσελκύσει το κίνημα των Αγανακτισμένων (Indignados), που είχε αναδυθεί τρία χρόνια νωρίτερα εν μέσω της οικονομικής κρίσης, οι Podemos θριάμβευσαν το 2015 στην Ισπανία και έγιναν η τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη. Ωστόσο, η συμμετοχή τους στην κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Πέδρο Σάντσεθ και οι εσωτερικές έριδες συνοδεύτηκαν από εκλογική καθίζηση, η οποία και αποτυπώθηκε το 2021 στις εκλογές στη Μαδρίτη που σήμαναν και την αποχώρηση Ιγκλέσιας από την ηγεσία.

Προοδευτικά «αφαιμάχθηκε» και το άλλοτε αντισυστημικό Κίνημα 5 Αστέρων της Ιταλίας, «πληρώνοντας» τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση τεχνοκρατών υπό τον Μάριο Ντράγκι. Τα Πέντε Αστέρια κατέκτησαν το 33% της ψήφου στις εκλογές του 2018, όμως σταδιακά κατέρρευσαν σε ποσοστά ακόμη και κάτω του 5% πριν τις τελευταίες εκλογές (αν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις τους εμφανίζουν κοντά στο 15%). Στον αντίποδα, αστρονομική άνοδο κατέγραφαν τα Αδέλφια της Ιταλίας (FdI), η «εκσυγχρονισμένη» από την Τζόρτζια Μελόνι πολιτική δύναμη που έχει τις ρίζες της στο μεταφασιστικό Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI) και τα μουσολινικά υπολείμματα της διάδοχης Εθνικής Συμμαχίας (FN). Ήταν η μόνη παράταξη που έμεινε εκτός συνασπισμού Ντράγκι, γεγονός το οποίο και κεφαλαιοποίησε.

Έχοντας χτίσει μεθοδικά μια πιο «ανεκτή» πολιτική πλατφόρμα στη βάση της «Ευρώπης των πατριωτών», η Μελόνι που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως κεντροδεξιά, έφθασε έως την πρωθυπουργία της Ιταλίας το Σεπτέμβριο του 2022, συγκυβερνώντας με την ακροδεξιά Λέγκα και την Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Σήμερα, και καθώς η ίδια έχει επιδείξει σε γενικές γραμμές «πραγματισμό», τα Αδέλφια της Ιταλίας (που διατηρούν στο έμβλημά τους το νεοφασιστικό σύμβολο της τρίχρωμης φλόγας) υπερέχουν κατά δέκα μονάδες δημοσκοπικά του Δημοκρατικού Κόμματος της Έλι Σλάιν.

Η Τζόρτζια Μελόνι είχε σταθεί προ της εκλογής της δίπλα στον εθνικιστή Βίκτορ Όρμπαν -που επανεξελέγη πέρυσι στην πρωθυπουργία της Ουγγαρίας- και στο Vox των νοσταλγών του Φράνκο στην Ισπανία, όχι στην Μαρίν Λεπέν, η οποία είχε ήδη εδραιώσει την Άκρα Δεξιά ως «πολιτική κανονικότητα» στη Γαλλία φθάνοντας κοντά, αλλά χωρίς να «αγγίζει» την προεδρία. «Όχημά» της, ο αναβαπτισμένος Εθνικός Συναγερμός και η «εξευγενισμένη» εκδοχή της Ακροδεξιάς που μεθοδικά καλλιέργησε μετά την προεδρική ήττα του 2017, μετριάζοντας τη ρατσιστική, ξενοφοβική και ακραία αντιευρωπαϊκή ρητορική. 

Τα δημοκρατικά αντανακλαστικά των Γάλλων απέτρεψαν μία προεδρική νίκη της και το 2022, καθώς ο φόβος να περιέλθει η Γαλλική Δημοκρατία υπό τα ηνία της Άκρας Δεξιάς υπερέβη της δυσαρέσκειας του εκλογικού σώματος για τον Εμανουέλ Μακρόν. Ωστόσο, το βλέμμα είναι στραμμένο από τώρα επάνω της για την κάλπη του 2027 που θα σημάνει το πέρασμα στη μετά Μακρόν εποχή. Ο Εθνικός Συναγερμός «χτυπά» ιστορικά υψηλά, η συμμαχία υπό τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν χάνει σε δυναμική, ενώ η σύγκρουση Γκωλικών-Σοσιαλιστών, βασικών πολιτικών πυλώνων της μεταπολεμικής Γαλλίας, αποτελεί πλέον μακρινό παρελθόν. Οι Σοσιαλιστές των Μιτεράν, Ζοσπέν και Ολάντ δεν απέσπασαν ούτε καν ποσοστό 2% στις βουλευτικές εκλογές του 2022.

Βουλευτικές κάλπες αναμένεται να στηθούν τους επόμενους μήνες και στην Πολωνία, όπου το εθνικιστικό-ακροδεξιό κόμμα του Γιάροσλαβ Καζίνσκι εμφανίζεται να προηγείται στις δημοσκοπήσεις έναντι της φιλοευρωπαϊκής Πλατφόρμας Πολιτών του Ντόναλντ Τουσκ. Ο πρόεδρος Αντρέι Ντούντα καθ’ οδόν προς τις εκλογές εκμεταλλεύεται τον πόλεμο στην Ουκρανία για τη σύσταση επιτροπής διερεύνησης της ρωσικής επιρροής στη χώρα, που όπως καταγγέλλεται στην πραγματικότητα συνιστά απόπειρα πολιτικής εξουδετέρωσης των πολιτικών αντιπάλων του κυβερνώντος κόμματος, και κυρίως του Ντόναλντ Τουσκ.

Αποσύνθεση της βιομηχανικής κοινωνίας

Ο γνωστός αρθρογράφος Βόλφγκανγκ Μούνχαου επιχείρησε σε πρόσφατη ανάλυση που υπογράφει στο New Statesman να συνοψίσει σε έναν κοινό παράγοντα το γεγονός ότι κεντρώα κόμματα «πασχίζουν» σε πολλά σημεία της Ευρώπης, λέγοντας πως επέτρεψαν στην βιομηχανία να αποσυντεθεί και την κοινωνία να κατακερματιστεί, και γι’ αυτό κατά τον ίδιο σήμερα «τιμωρούνται».

Στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Βρετανία, η «φυγή» των ψηφοφόρων προς τα πολιτικά άκρα μπορεί να χαρτογραφηθεί σε παραμελημένες περιοχές και κοινότητες. Ο Βόλφγκανγκ Μούνχαου αναφέρεται στη Γαλλία ως το πιο ενδιαφέρον παράδειγμα χώρας που επιχείρησε να «επανεφεύρει» το κέντρο διά του Μακρόν, όμως αυτό ήλθε και παρήλθε, όπως λέει. Κέρδισε τις προεδρικές, έχασε όμως την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, και καταφεύγοντας σε έκτακτες εξουσίες προς παράκαμψη του Κοινοβουλίου για την έγκριση της επίμαχης συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, προκάλεσε κοινωνική έκρηξη και τελικά ευνόησε τους Λεπέν και Μελανσόν. Το Κέντρο ακόμη «κρατά» στη Γερμανία, όμως και εκεί έχει αποδυναμωθεί λόγω της πανδημίας της Covid-19, του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία και της αύξησης του πληθωρισμού.

Στο γιατί συμβαίνει αυτό σε πολλές χώρες ταυτόχρονα, ο Βόλφγκανγκ Μούνχαου επισημαίνει πως μία απάντηση είναι ότι ο κοινωνικός ιστός που στήριζε το Κέντρο έχει αποκολληθεί, και πίσω από αυτό βρίσκεται η οικονομία σε πολλές εκφάνσεις της. Στη μεταπολεμική Ευρώπη, η βιομηχανία παρείχε διά βίου απασχόληση και εγγυήθηκε συντάξεις και κοινωνική σταθερότητα. Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις περιβάλλονταν από μεγάλες γειτονιές. Οι άνθρωποι είχαν τις ρίζες τους στις κοινότητές τους. Αυτός είναι ο λόγος που οι Γερμανοί μιλούν για την «Industriegesellschaft» -τη βιομηχανική κοινωνία, σε αντίθεση με τη βιομηχανική οικονομία, επισημαίνει. Είναι τρόπος ζωής.

Κατά τον ίδιο, η παρακμή της βιομηχανικής κοινωνίας είναι και ο λόγος για τον οποίο οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι αντέδρασαν τόσο έντονα στο μεταναστευτικό. Μόνο όταν οι άνθρωποι άρχισαν να φοβούνται για το οικονομικό τους μέλλον, το μεταναστευτικό απέκτησε σημασία, αναφέρει. Η Ευρώπη «είδε» μαζική μετανάστευση στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, αλλά από πολύ χαμηλό προηγούμενο επίπεδο και χωρίς πολιτικές συνέπειες.

Προς επίρρωση αναφέρει ότι η υποστήριξη για το Brexit ήταν στο υψηλότερο επίπεδο στις πρώην βιομηχανικές πόλεις της Βόρειας Αγγλίας. Στη Γερμανία, τα δύο κόμματα που επένδυσαν περισσότερο στη βιομηχανική κοινωνία ήταν οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Όλαφ Σολτς και η Χριστιανοδημοκρατική-Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CDU/CSU). Στις εκλογές του 2002 αθροιστικά το ποσοστό ψήφων τους έφθασε το 77%. Μέχρι το 2021 είχε πέσει κάτω από το 50%. Στη Γαλλία και την Ιταλία, περισσότεροι ψηφοφόροι υποστηρίζουν πλέον κόμματα της σκληρής δεξιάς και της σκληρής αριστεράς από τα παραδοσιακά κόμματα του κέντρου. Η Ιταλία επλήγη πρώτη από την αποβιομηχανοποίηση και έχει προχωρήσει ακόμη περισσότερο στο «δρόμο» της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης. Μετά την υιοθέτηση του ευρώ, δεν σημείωσε σχεδόν καμία αύξηση της παραγωγικότητας.

«Τρία γερμανικά κρατίδια, όλα στα ανατολικά, βρίσκονται επίσης σε στάδιο απόγνωσης. Αυτά είναι τα προπύργια του Κόμματος της Αριστεράς και του ακροδεξιού AfD. Η Γερμανία ήταν σχετικά τυχερή. Επωφελήθηκε από φθηνό εργατικό δυναμικό από την Ανατολική Ευρώπη και φθηνό φυσικό αέριο από τη Ρωσία. Αλλά αυτό έχει πλέον τελειώσει», λέει ο Βόλφγκανγκ Μούνχαου για να προσθέσει πως στη Γερμανία ακραίες δυνάμεις κερδίζουν έδαφος. Η γνωστή πολιτικός Σάρα Βάγκενκνεχτ εξετάζει την ίδρυση νέου κόμματος που θα επιζητούσε την επαναπροσέγγιση με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, αντιτίθεται στη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και τις παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις έχουν καταδείξει ότι ένα κόμμα υπό την Βάγκενκνεχτ θα μπορούσε να αποσπάσει έως και το 20% των ψήφων, με το ποσοστό των δύο άκρων να φθάνει αθροιστικά ίσως και το 30%.

Ευαγγελία Μπίφη

Δεν υπάρχουν σχόλια: