Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Άσπρα Περιστέρια - Διήγημα του Βασίλη Τσιαμπούση, Αφιερωμένο στους εργαζόμενους στα νοσοκομεία όλου του κόσμου

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ,
την 11η Απριλίου 2020)
Κλεισμένος στο σπίτι για δέκατη μέρα, βγαίνω στο μπαλκόνι και ταΐζω τ’ αδέσποτα περιστέρια. Αυτά που κατακλύζουν όλες τις μεγάλες πόλεις και βρομίζουν πλατείες, δρόμους, αυτοκίνητα, ταράτσες. Στη βορειοδυτική γωνιά της απέναντι οικοδομής, στη διασταύρωση των οδών Φ. και Γ., όποιος παρκάρει το αυτοκίνητό του, το βρίσκει έπειτα γεμάτο κουτσουλιές. Κι αυτό, επειδή υπάρχει από πάνω μια μεγάλη μαρκίζα, στην οποία «οι μπερμπάντηδες», αφού πρώτα κάνουν τα ακροβατικά τους στον ουρανό, ξαποσταίνουν γουργουρίζοντας ώρες ολόκληρες.
Με αυτή την ιστορία, όμως, κάποιους γείτονες τους έχει πιάσει... τρέλα, παροξυσμός. Ένας παλιός δάσκαλος τα σημαδεύει κρυφά μ’ ένα αεροβόλο, εκείνα πέφτουν χτυπημένα στο δρόμο και συνθλίβονται από τις ρόδες των διερχόμενων αυτοκινήτων. Κάθε μέρα βρίσκουμε στην άσφαλτο «χαλκομανίες» από σάρκα κι αίμα, «γαρνιρισμένες» με βρώμικα φτερά. Μια άλλη γειτόνισσα σκορπίζει στο μπαλκόνι της σπόρους πασπαλισμένους με ποντικοφάρμακο.
Εντούτοις, τα ελεύθερα περιστέρια δεν εξολοθρεύονται. Όπως δεν θα τελειώσουν οι άνθρωποι, όσους και να σκοτώσει ο κορονοϊός. Και θα συνεχίσουν να ζουν ανέμελοι κι απερίσκεπτοι βρομίζοντας τον πλανήτη, απροετοίμαστοι μέχρι την επόμενη πανδημία.
Την προηγούμενη εβδομάδα ανακάλυψα στο βορινό μπαλκόνι μου ένα ζευγάρι κρυμμένο πίσω από τον καταψύκτη, να κλωσάνε τ’ αυγά τους. Όποτε πλησιάζω, πετούν τρομαγμένα. Το αρσενικό είναι μεγάλο σαν κοτόπουλο, προφανώς απ’ τ’ ότι τριγυρίζει στην πόλη και τρώει απομεινάρια από σάντουιτς, πεταμένες τυρόπιττες, γαριδάκια, πατατάκια... Πολλές φορές βλέπω περιστέρια να σκαρφαλώνουν ακόμα και στα υπαίθρια τραπεζάκια των σνακ μπαρ, μετά την αποχώρηση των πελατών, και να «καθαρίζουν» τα πιάτα. Τώρα όμως τα σνακ μπαρ δεν σερβίρουν φαγητό, οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους και πολλά απ’ αυτά, έχοντας ξεμάθει να τρώνε σπόρους, φυλλαράκια και καρπούς, θα πεινάσουν πραγματικά.
Το ίδιο θα πάθουν και τ’ αδέσποτα σκυλιά. Αφού κανείς δεν κυκλοφορεί, ποιος ξέρει αν θα βρίσκουν τίποτε απομεινάρια για να χορταίνουν ή νερό για να ξεδιψούν, αν σε κάποιο απόμερο παγκάκι βρίσκουν κανέναν να ξαπλώσουν πλάι του, περιμένοντας ότι θα μπορούσε να τα χαϊδέψει ή να τους πει μια τρυφερή κουβέντα.
Κατά τη διάρκεια της μέρας ακούω ανελλιπώς τις ειδήσεις απ’ όλα τα κανάλια της τηλεόρασης. Τα βράδια περιμένω με αγωνία να μου τηλεφωνήσει η κόρη μου απ’ το Basildon, όπου υπηρετεί ως γιατρός. Η επωδός της: Να μένω στο σπίτι και να μην ξεμυτίσω ούτε δευτερόλεπτο. Εκείνη, πάντως, νόσησε απ’ τον ιό πριν από είκοσι μέρες, ευτυχώς όμως δεν έκανε επιπλοκές και πλέον επέστρεψε στη δουλειά της.
Κάθε φορά μου λέει πώς πέρασε τη μέρα της, πόσοι συνάδελφοί της τέθηκαν σε καραντίνα και πόσοι ασθενείς, από αυτούς που νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο, πέθαναν το προηγούμενο εικοσιτετράωρο. Περιγράφει ψύχραιμα, αυτό το ευαίσθητο άτομο, πώς παίρνουν αποφάσεις να βγάλουν κάποιον ηλικιωμένο από τους αναπνευστήρες, για να βάλουν στη θέση του έναν νεότερο. Πώς διαλέγουν ποιους θα στείλουν στα σπίτια τους ελλείψει κλινών και ποιους θα κρατήσουν στο νοσοκομείο… Πριν από τρεις μέρες ένας καθολικός παπάς, σχετικά νέος σε ηλικία, προσφέρθηκε να ξεσυνδεθεί από τα μηχανήματα, για να διασωληνώσουν τον πατέρα ενός νεογέννητου παιδιού. Εντέλει, πέθαναν και οι δύο, χωρίς κανέναν δικό τους δίπλα τους να τους κρατά το χέρι… «Τους λυπήθηκα πολύ, μπαμπά», μου είπε. «Γιατί μια τόσο σπουδαία θυσία δεν είχε κανένα αποτέλεσμα… Ξεγεννήσαμε, όμως, και μια γυναίκα που είχε τον ιό και το παιδί βγήκε τελείως καθαρό»…
Προχτές το βράδυ ένιωθε πολύ απογοητευμένη. Εξαιτίας των γενικών μέτρων, που με μεγάλη καθυστέρηση εξήγγειλαν οι αρχές της Βρετανίας, έκλεισε ο Βρεφονηπιακός Σταθμός της κόρης της και δεν ξέρει τι να κάνει. Έμειναν ανοιχτές στην περιοχή όλες κι όλες δύο μονάδες, για να πηγαίνουν οι γιατροί και οι νοσηλευτές τα παιδιά τους. Αλλά, για να έχουν αυτό το δικαίωμα, πρέπει και οι δύο γονείς να δουλεύουν στο National Health Service.
«Αφού το παιδί μπορεί να το κρατήσει ο άντρας σου, ποιο το πρόβλημα;», της είπε μια προϊσταμένη, εξαιρετική στη δουλειά της αλλά χωρίς δική της οικογένεια.
«Αν συνεχίσει να το κρατά ο άντρας μου, θα χάσει τη δουλειά του», της απάντησε η κόρη μου. «Και, προκειμένου να μείνει εκείνος άνεργος, θα παραιτηθώ εγώ». Το έμαθε η supervisor και πήγε αμέσως και τη βρήκε: «Μην κάνεις καμιά τρέλα και φύγεις, εδώ είσαι η πολυτιμότερη απ’ όλους», της είπε. «Γιατί, αφού κόλλησες τον ιό κι έκανε τον κύκλο του, μπορείς να κινείσαι ανάμεσα στους ασθενείς χωρίς κίνδυνο. Όσο για το παιδί, θα βρούμε τρόπο να το ταχτοποιήσουμε». Πέρασαν όμως δυο τρεις μέρες και το πρόβλημα δεν λύθηκε.
«Εσύ», με ρώτησε χτες βράδυ, «πώς περνάς τη μέρα σου;».
«Προχτές», της είπα, «βρήκαν στο σπίτι του ένα γέρο, που πέθανε μόνος κι αβοήθητος. Τον ανακάλυψαν πέντε μέρες μετά τον θάνατό του, από τη μυρουδιά».
«Ακούς τέτοια και φοβάσαι», είπε.
«Εσύ δεν φοβάσαι;», τη ρώτησα.
«Τι να σου πω… Ο φόβος τους πιάνει όλους αργότερα, όταν επιστρέφουν στο σπίτι τους. Όταν σκέφτονται ποιον ακούμπησαν, ποιον πλησίασαν, ποιον αποσύνδεσαν απ’ τα μηχανήματα… Τα σκέφτεσαι και δεν θέλεις ν’ αγκαλιάσεις τους δικούς σου ανθρώπους, απ’ τους οποίους θα έπαιρνες κουράγιο. Αλήθεια, θυμάσαι όταν ήμουν μικρή, που πήρα στην αγκαλιά μου εκείνο το λυσσασμένο σκυλί;».
«Τότε πίστεψα ότι θα γινόσουν κτηνίατρος. Θα μου πεις, και οι κτηνίατροι βλέπουν τον θάνατο, αλλά τουλάχιστον να πεθαίνουν ζώα κι όχι άνθρωποι…».
«Και τα ζώα έχουν ψυχή, μπαμπά».
«Εγώ κάθε μέρα ταΐζω τα περιστέρια της γειτονιάς. Κάποτε ειλικρινώς τα σιχαινόμουν, αλλά τώρα τα λυπάμαι. Σύνδεσα και την τηλεόραση με το ίντερνετ και βλέπω τζάμπα ταινίες, του Φελίνι, του Ντέιβιντ Λιν, του Βιτόριο Ντε Σίκα…»
«Από τα ονόματα των σκηνοθετών οποιοσδήποτε θα μάντευε ότι ανήκεις ηλικιακά στις ευπαθείς ομάδες».
«Ναι, όμως ακούω και μουσική απ’ το Youtube», συνέχισα. «Η ζωή μου τα τελευταία χρόνια δεν είχε μουσική υπόκρουση, ενώ, όταν ήμουν νέος, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ακόμα θυμάμαι ποιο τραγούδι πρωτοχόρεψα με τη μάνα σου, ποιο τραγούδι έπαιζε το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, τότε που τρακάραμε, με ποιο τραγούδι σε νανούριζα, όταν ήσουν μικρή. Αλλά με το πέρασμα του χρόνου τα πάντα έγιναν βουβή παντομίμα».
«Από τραγουδιστές ποιους ακούς;».
«… Κάποτε, όταν ήμουν στη Γερμανία, είχα μια φίλη με την οποία κάναμε “μουσικές μονομαχίες”. Έβαζε εκείνη ένα κομμάτι κλασικής μουσικής, την οποία λάτρευε, κι εγώ ένα άλλο, ό,τι ήθελα. Μια φορά ακούσαμε το “Σαν απόκληρος γυρίζω”, του Τσιτσάνη, και της μετέφρασα τον στίχο “κλαίνε τα πουλιά γι’ αέρα και τα δέντρα για νερό”. Και μια άλλη της έβαλα ν’ ακούσει το Dio come ti amo με τη Μίνα, συγκινήθηκε, έσκυψε και με φίλησε».
«Στο στόμα;», κορόιδεψε η κόρη μου.
«Δυο χρόνια αργότερα σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Κι από τότε, άμα ακούσω τραγούδι της Μίνα, χαλιέμαι... Προχτές άκουσα και το θέμα από τη Λίστα του Σίντλερ, με κάποια Νταβίντα Σέφερς στο “αγγλικό κόρνο”».
«Πρώτη φορά ακούω τ’ όνομά της».
«Αυτή παλιότερα εμφάνισε κάποιο νευρομυϊκό πρόβλημα και η καριέρα της ως μουσικού φαινόταν τελειωμένη. Αποδείχτηκε όμως γερό καρύδι∙ αγωνίστηκε σκληρά και στο τέλος έφτασε να παίξει ως σολίστ το κύριο θέμα της ταινίας, σε μια μεγάλη συναυλία της φιλαρμονικής του Άμστερνταμ. Λίγο πριν το τέλος του κομματιού… δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα κλάματα».
«Μπαμπά, έχεις κάτι πιο ευχάριστο να μου πεις;».
«Βεβαίως… Έβαλα στο μπαλκόνι μας την ελληνική σημαία».
«Μήπως ο κορονοϊός φοβηθεί την αντρεία των Ελλήνων!».
«Και μέσα σε δυο μέρες, όλοι στη γειτονιά, ο ένας μετά τον άλλο, κρέμασαν στα μπαλκόνια και τα παράθυρά τους σημαίες∙ όλες οι γύρω οικοδομές είναι πια ασπρογάλαζες».
«Ήταν και η 25η Μαρτίου».
«Δεν έχει σχέση με την εθνική επέτειο. Ή, μάλλον, το έκανα κι από μια ανεξήγητη περηφάνια, αλλά κυρίως ήταν ένα σήμα προς τους άλλους να έχουν κουράγιο και δύναμη. Και κάτι ακόμα… Ο γάτος έρχεται κάθε βράδυ, χώνεται κάτω απ’ τα σκεπάσματά μου και κοιμόμαστε αγκαλιά».
«Κι εσύ τον διώχνεις;».
«Μέχρι πριν από έναν μήνα δεν τον ήθελα. Πάει στην άμμο του, ανακατεύει με τα πόδια τις ακαθαρσίες του…».
«Και τώρα;».
«Σκέφτηκα ότι κι αυτός είναι γέρος σαν εμένα. Αλήθεια, τα ζώα, όταν γερνούν, σκέφτονται τον θάνατο που πλησιάζει;»…

Όταν κλείνουμε το τηλέφωνο, ξαναγυρίζω στον υπολογιστή και βάζω πολλά και διάφορα, ανάμεσά τους και το Holy Mother με τον Παβαρότι και τον Έρικ Κλάμπτον. Μια προσευχή που ταιριάζει με την κατάστασή μας.
Έπειτα αρχίζω τα τηλεφωνήματα στους φίλους και τους πολύ γνωστούς μου, που είναι κι εκείνοι αποκλεισμένοι στα σπίτια τους. Συζητάμε τα ίδια και τα ίδια, βλακείες κι εξυπνάδες, αλλά το έχουμε ανάγκη να δίνουμε το “παρόν” ο ένας στον άλλο, να συνεχίζουμε να κλωσούμε τ’ αυγά μας, όπως τα περιστέρια…

(Ευχαριστώ τον Δημήτρη Δουλγερίδη που επιμελήθηκε το κείμενο, για τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα)

Δεν υπάρχουν σχόλια: