Η μελέτη «Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά»
επιχειρεί να προσδιορίσει το μοντέλο και τη στρατηγική ανάπτυξης που θα
πρέπει να ακολουθηθεί σε ορίζοντα δεκαετίας, χρησιμοποιώντας ως βάση την
ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα, την εξωστρέφεια και την τόνωση
των επενδύσεων και της απασχόλησης.
Παραθέτουμε το κεφάλαιο για
τα ελλείμματα παραγωγικότητας και κάποιες ενδεικτικές προτάσεις
αντιμετώπισης του θέματος.
Πέρα από την κρίση χρέους η Ελλάδα
αντιμετώπιζε και πρόβλημα στην αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος.
Ήδη
πριν την κρίση, το 2007, το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολειπόταν του
ευρωπαϊκού (ΕΕ-15) και των ΗΠΑ κατά 15% και 35% αντιστοίχως (11% και 33%
το 2009)...
Αυτή η υστέρηση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ οφειλόταν, κατά κύριο
λόγο, στη χαμηλότερη παραγωγικότητα όπως επίσης και στη χαμηλότερη
συμμετοχή του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό σε σύγκριση με τις άλλες
ευρωπαϊκές χώρες
(Σχήμα 4).
Παρά
τη σημαντική αύξησή της στην προηγούμενη δεκαετία, η παραγωγικότητα
στην Ελλάδα παρέμεινε ένα σημαντικό δομικό πρόβλημα. Το 2009,
υπολειπόταν κατά 40% αυτής των ΗΠΑ και κατά 29% του μέσου όρου της
Ευρώπης των 15 (Σχήμα 5).
Σταθμισμένη με βάση την αγοραστική
δύναμη, η ελληνική παραγωγικότητα ανέρχεται σε $35 ανά δεδουλευμένη ώρα,
σε σύγκριση με $49 στην ΕΕ-15, $42 στη Νότια Ευρώπη και $55 στην
Κεντρική Ευρώπη.
Όταν συγκρίνουμε την Ελλάδα και διάφορες χώρες της Ευρώπης με τις ΗΠΑ, παρατηρούμε ότι το έλλειμα παραγωγικότητας στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερο της διαφοράς στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η υπόλοιπη διαφορά εξηγείται από τα χαμηλότερα ποσοτά απασχόλησης, η οποία αντισταθμίζεται από τις υψηλότερες ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα (Σχήμα 6).
Όταν συγκρίνουμε την Ελλάδα και διάφορες χώρες της Ευρώπης με τις ΗΠΑ, παρατηρούμε ότι το έλλειμα παραγωγικότητας στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερο της διαφοράς στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η υπόλοιπη διαφορά εξηγείται από τα χαμηλότερα ποσοτά απασχόλησης, η οποία αντισταθμίζεται από τις υψηλότερες ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα (Σχήμα 6).
Είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι το έλλειμμα παραγωγικότητας δεν οφείλεται στη δομή της οικονομίας, αλλά αποτελεί ενδημικό πρόβλημα των κλάδων καθαυτών, επηρεάζοντας συνολικά την οικονομία. Η επίδραση της διαφορετικής σύνθεσης του παραγωγικού αποτελέσματος από τους επιμέρους κλάδους ερμηνεύει μόνο το 15% της διαφοράς παραγωγικότητας με τις ΗΠΑ (Σχήμα 7).
Επιπλέον, η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο
ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό στην Ευρώπη. Οι
απασχολούμενοι και οι άνεργοι ανέρχονται αθροιστικά στο 66% του
δυνητικού εργατικού δυναμικού, σε σύγκριση με 73% στην ΕΕ-15 συνολικά
και 70% στην Νότια Ευρώπη. Σε σύγκριση με την Ευρώπη, το ελληνικό
έλλειμμα συμμετοχής στην απασχόληση είναι πιο έντονο στους νέους και
στις γυναίκες. Ενώ η ανεργία των δύο αυτών ομάδων κυμαινόταν προ κρίσης
στα ευρωπαϊκά επίπεδα, το έλλειμμα συμμετοχής τους έφτανε το 69% για
τους νέους και το 38% για τις γυναίκες (στοιχεία 2009). Ο συνδυασμός της
χαμηλής συμμετοχής (δηλαδή της περιορισμένης βάσης απασχόλησης) και των
πολλών ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο οδηγεί σ’ ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα: Ένα
μικρό ποσοστό του εργατικού δυναμικού δουλεύει πιο σκληρά και για
περισσότερες ώρες απ’ ότι οι ευρωπαίοι συνάδελφοι του για να συντηρηθεί
ένα μη αποδοτικό παραγωγικό σύστημα.
Υπάρχει, όμως, μία σημαντική διαφορά
ανάμεσα στο έλλειμμα παραγωγικότητας και το έλλειμμα συμμετοχής στην
απασχόληση. Ενώ η χαμηλή παραγωγικότητα είναι ένα πρωτογενές, δομικό
εμπόδιο στη αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ που πρέπει και μπορεί να
διορθωθεί με τη λήψη άμεσων μέτρων, το έλλειμμα συμμετοχής είναι
σύμπτωμα της ανελαστικότητας στην αγορά εργασίας και των μακροχρόνιων
στρεβλώσεων που τεχνητά εμποδίζουν τη νέα απασχόληση σε πολλά
επαγγέλματα και το βαθμό κινητικότητας στην απασχόληση, ειδικά στο
δημόσιο τομέα. Με δεδομένη την υπέρ- επάρκεια στην προσφορά εργατικού
δυναμικού το πρόβλημα της συμμετοχής δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αν δεν
δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας στην οικονομία. Το γεγονός αυτό
επιβεβαιώνει την πρωταρχική ανάγκη να αυξηθεί άμεσα και σημαντικά η
ανταγωνιστικότητα. Αυτή η αύξηση δεν μπορεί πλέον να προέλθει από την
καταναλωτική (και δανειακά επιχορηγούμενη) ανάπτυξη του τομέα των μη
διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, αλλά από τις επενδύσεις και
τη σημαντική μετατόπιση της παραγωγής και της απασχόλησης προς τον τομέα
των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, η
οικονομία πρέπει να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας στον τομέα των
διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών τουλάχιστον με τον ίδιο ρυθμό
με τον οποίο η μείωση της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης συρρικνώνει
την παραγωγή και την απασχόληση σε μη διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους που
στηρίζονται στην κατανάλωση.
Πηγή: Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά: Προσδιορίζοντας το Νέο
Εθνικό Μοντέλο Ανάπτυξης – Σύνοψη / Το αδιέξοδο του ελληνικού
οικονομικού μοντέλου – Έρευνα της εταιρίας McKinsey&Company
Η μελέτη «Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά»
ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2010, ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 2011 και
εκπονήθηκε από το γραφείο της McKinsey & Company στην Αθήνα. Χορηγοί
της μελέτης ήταν ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, η Ελληνκή
Ένωαη Τραπεζών και η ίδια η McKinsey & Company Το αποτέλεσμα είναι
μία ανεξάρτητη μελέτη, που απηχεί αποκλειστικά και μόνο τα αποτελέσματα
των αναλύσεων και τα συμπεράσματα που εξήγαγε η McKinsey & Company
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου