Η «μακεδονική» ταυτότητα και η συνδεόμενη με αυτήν «μακεδονική γλώσσα» αποτέλεσαν βασικά στοιχεία του μακεδονισμού με τον οποίο συγκρούσθηκε η Ελλάδα θεωρώντας ότι αποτελεί ακραία έκφραση αλυτρωτισμού και σφετερισμού της Ελληνικής Ιστορίας.
Συγχρόνως όμως αποτελούν και κόκκινο πανί για τον Βουλγαρικό Εθνικισμό που θεωρεί ότι οι σλαβομακεδόνες και η γλώσσα τους προέρχονται από τη Βουλγαρία...
Η Συμφωνία των Πρεσπών έδωσε με τον γνωστό τρόπο «τέλος» στην διαφορά με την Ελλάδα, αλλά οι εκκρεμότητες με τη Βουλγαρία παραμένουν και απειλούν σήμερα την ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας.
Οι δυο χώρες παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες και τα κείμενα που υπέγραψαν στην διάρκεια διακυβερνητικών συναντήσεων, δεν έχουν κατορθώσει να βρουν ισορροπίες σε μια σειρά ζητήματα τα οποία έχουν ένα κοινό πυρήνα. Την προβολή εκ μέρους των Βορειομακεδόνων της ξεχωριστής «μακεδονικής» ταυτότητας την οποία μαζί με τη «μακεδονική γλώσσα» κατοχύρωσαν και με τη Συμφωνία των Πρεσπών και τη σταθερή αλυτρωτική πολιτική της Βουλγαρίας που θεωρεί ότι οι πολίτες της χώρας προέρχονται από το Βουλγαρικό έθνος και συνεπώς η Βουλγαρική εθνική μειονότητα πρέπει να αναγνωριστεί στο Σύνταγμα ως ιδρυτικό στοιχείο του κράτους και επίσης ότι η «μακεδονική γλώσσα» είναι διάλεκτος της Βουλγαρικής.
Η Βουλγαρία ήταν η πρώτη χώρα που είχε σπεύσει να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της τότε ΠΓΔΜ, χωρίς ποτέ όμως να αναγνωρίσει την ύπαρξη «μακεδονικής γλώσσας».
Οι συνομιλίες των δυο χωρών κρατούν τουλάχιστον πέντε χρόνια από το 2017 όταν υπεγράφη και το Σύμφωνο Φιλίας, στην διάρκεια των οποίων υπήρξε πρόοδος σε ζητήματα εκπαίδευσης, κοινού εορτασμού ιστορικών προσώπων (Ντελτσεφ, Τσάρος Σαμουήλ κ.α.), δικαιωμάτων των Βουλγαρικής συνείδησης πολιτών, αφήνοντας όμως μεγάλες εκκρεμότητες.
Η Γαλλική πρόταση που στόχο είχε να ξεμπλοκάρει τη διαδικασία, ουσιαστικά μεταφέρει τις βουλγαρικές απαιτήσεις στο διαπραγματευτικό πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, κάτι που θα καταστήσει όμηρο τη διαδικασία της Βόρειας Μακεδονίας, στις εκάστοτε διαθέσεις της Βουλγαρικής πλευράς. Επίσης θέτει ως προϋπόθεση την τροπολογία του συντάγματος κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί με τις σημερινές συνθήκες.
Η Σόφια έκανε αποδεκτή τη γαλλική πρόταση, ενώ και η κυβέρνηση Ντίμιταρ Κοβατσέφσκι στα Σκόπια αναγκάσθηκε να την αποδεχθεί ως βάση συζήτησης όμως δεν διαθέτει την πλειοψηφία για να περάσει νέα τροπολογία στο Σύνταγμα και συγχρόνως βρίσκεται στο στόχαστρο της εθνικιστικής αντιπολίτευσης του VMRO που κατηγορεί την κυβέρνηση για μια ακόμη εγκατάλειψη της «μακεδονικής ταυτότητας» και εκβουλγαρισμό της χώρας. Η αντιπολίτευση μάλιστα έχει βρει την ευκαιρία να κινητοποιήσει τους οπαδούς της αμφισβητώντας έτσι τις επιλογές δυσκολεύοντας το κλίμα για την επίτευξη συμβιβασμού.
Οι παραδοσιακές αλυτρωτικές βλέψεις της Βουλγαρίας προς ολόκληρη τη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας έχουν καταγραφεί ιστορικά και είχαν στόχο και τα σημερινά εδάφη της Βόρειας Μακεδονίας αλλά και την ελληνική Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Τέτοιες εδαφικές η άλλου είδους αλυτρωτικές επιδιώξεις τουλάχιστον προς την Ελλάδα δεν υφίστανται.
Σε ό,τι αφορά τη Βόρεια Μακεδονία, η Βουλγαρία θέλει και επιδιώκει να κρατήσει ζωντανό το «πνεύμα» της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΑΕΟ) που ιδρύθηκε το 1897 στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία και στόχο είχε αρχικά την απελευθέρωση όλης της Μακεδονίας και ένταξη της στο Βουλγαρικό Βασίλειο. Και έτσι να επιβάλει τη βουλγαρική καταγωγή του έθνους και της γλώσσας των Βορειομακεδόνων, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο πίεσης την ενταξιακή πορεία των Σκοπίων.
Για τους Βοριεομακεδόνες λίγα χρόνια μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών που οδήγησε στην αλλαγή της επίσημης ονομασίας του κράτους είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτός ένας συμβιβασμός που αφορά την ταυτότητα τους, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν θίγονται ζητήματα ταυτότητας.
Στο σημερινό αδιέξοδο το ερώτημα είναι εάν η Συμφωνία των Πρεσπών έχει παίξει τον ρόλο της. Εάν με τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν αναγνωρίζονταν η γλώσσα ως «μακεδονική», αλλά ως «Σλαβομακεδονική» η «Βορειομακεδονική» πιθανότατα δεν θα υπήρχε σήμερα η ένταση του προβλήματος με τη Σόφια.
Επίσης εάν καθαρά είχε καθοριστεί η ταυτότητα ως «Βοριεομακεδονική» η «Σλαβομακεδονική» τότε πιθανότατα θα ήταν πολύ μικρότερο το πρόβλημα με τη Βουλγαρία καθώς σε αυτό το πλαίσιο θα ήταν λιγότερο έντονη η πίεση για κατοχύρωση της Βουλγαρικής μειονότητας ως ιδρυτικού μέλους του κράτους.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών όμως να αποδέχεται τη «μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα», ερεθίστηκαν τα αντανακλαστικά του Βουλγαρικού Εθνικισμού και δόθηκε η ευκαιρία στην Βουλγαρία να επαναφέρει το πλαίσιο των απαιτήσεων της εις βάρος των Σκοπίων καθώς θεωρεί ότι η κατασκευή εθνικής «μακεδονικής ταυτότητας και γλώσσας» στο πλαίσιο μιας κρατικής οντότητας επιδιώχθηκε από το καθεστώς Τίτο ως ανάχωμα στις αλυτρωτικές βλέψεις της Βουλγαρίας αλλά και τον υποτιθέμενο κίνδυνο από την Ελλάδα.
Η Ιστορία και οι αλυτρωτισμοί συνεχίζουν να δηλητηριάζουν το κλίμα στα Βαλκάνια και μάλιστα σε μια περίοδο που όλοι είναι μεν έτοιμοι να χαιρετίσουν την ενταξιακή προοπτική των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, ελάχιστοι όμως είναι πραγματικά πρόθυμοι να συμβάλουν στην κατεύθυνση αυτή.
Ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης των Δυτικών Βαλκανίων όχι τόσο λόγω της απειλής ρωσικής διείσδυσης (όσο κι αν είναι πια περιορισμένη), αλλά κυρίως λόγω της έλλειψης προοπτικής και της βαθιάς οικονομικής κρίσης που επιδεινώνεται λόγω των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, είναι μια βραδυφλεγής βόμβα την οποία σύντομα και η Ε.Ε. αλλά και η Ελλάδα θα κληθούν να αντιμετωπίσουν.
Η Συμφωνία των Πρεσπών έδωσε με τον γνωστό τρόπο «τέλος» στην διαφορά με την Ελλάδα, αλλά οι εκκρεμότητες με τη Βουλγαρία παραμένουν και απειλούν σήμερα την ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας.
Οι δυο χώρες παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες και τα κείμενα που υπέγραψαν στην διάρκεια διακυβερνητικών συναντήσεων, δεν έχουν κατορθώσει να βρουν ισορροπίες σε μια σειρά ζητήματα τα οποία έχουν ένα κοινό πυρήνα. Την προβολή εκ μέρους των Βορειομακεδόνων της ξεχωριστής «μακεδονικής» ταυτότητας την οποία μαζί με τη «μακεδονική γλώσσα» κατοχύρωσαν και με τη Συμφωνία των Πρεσπών και τη σταθερή αλυτρωτική πολιτική της Βουλγαρίας που θεωρεί ότι οι πολίτες της χώρας προέρχονται από το Βουλγαρικό έθνος και συνεπώς η Βουλγαρική εθνική μειονότητα πρέπει να αναγνωριστεί στο Σύνταγμα ως ιδρυτικό στοιχείο του κράτους και επίσης ότι η «μακεδονική γλώσσα» είναι διάλεκτος της Βουλγαρικής.
Η Βουλγαρία ήταν η πρώτη χώρα που είχε σπεύσει να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της τότε ΠΓΔΜ, χωρίς ποτέ όμως να αναγνωρίσει την ύπαρξη «μακεδονικής γλώσσας».
Οι συνομιλίες των δυο χωρών κρατούν τουλάχιστον πέντε χρόνια από το 2017 όταν υπεγράφη και το Σύμφωνο Φιλίας, στην διάρκεια των οποίων υπήρξε πρόοδος σε ζητήματα εκπαίδευσης, κοινού εορτασμού ιστορικών προσώπων (Ντελτσεφ, Τσάρος Σαμουήλ κ.α.), δικαιωμάτων των Βουλγαρικής συνείδησης πολιτών, αφήνοντας όμως μεγάλες εκκρεμότητες.
Η Γαλλική πρόταση που στόχο είχε να ξεμπλοκάρει τη διαδικασία, ουσιαστικά μεταφέρει τις βουλγαρικές απαιτήσεις στο διαπραγματευτικό πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, κάτι που θα καταστήσει όμηρο τη διαδικασία της Βόρειας Μακεδονίας, στις εκάστοτε διαθέσεις της Βουλγαρικής πλευράς. Επίσης θέτει ως προϋπόθεση την τροπολογία του συντάγματος κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί με τις σημερινές συνθήκες.
Η Σόφια έκανε αποδεκτή τη γαλλική πρόταση, ενώ και η κυβέρνηση Ντίμιταρ Κοβατσέφσκι στα Σκόπια αναγκάσθηκε να την αποδεχθεί ως βάση συζήτησης όμως δεν διαθέτει την πλειοψηφία για να περάσει νέα τροπολογία στο Σύνταγμα και συγχρόνως βρίσκεται στο στόχαστρο της εθνικιστικής αντιπολίτευσης του VMRO που κατηγορεί την κυβέρνηση για μια ακόμη εγκατάλειψη της «μακεδονικής ταυτότητας» και εκβουλγαρισμό της χώρας. Η αντιπολίτευση μάλιστα έχει βρει την ευκαιρία να κινητοποιήσει τους οπαδούς της αμφισβητώντας έτσι τις επιλογές δυσκολεύοντας το κλίμα για την επίτευξη συμβιβασμού.
Οι παραδοσιακές αλυτρωτικές βλέψεις της Βουλγαρίας προς ολόκληρη τη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας έχουν καταγραφεί ιστορικά και είχαν στόχο και τα σημερινά εδάφη της Βόρειας Μακεδονίας αλλά και την ελληνική Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Τέτοιες εδαφικές η άλλου είδους αλυτρωτικές επιδιώξεις τουλάχιστον προς την Ελλάδα δεν υφίστανται.
Σε ό,τι αφορά τη Βόρεια Μακεδονία, η Βουλγαρία θέλει και επιδιώκει να κρατήσει ζωντανό το «πνεύμα» της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΑΕΟ) που ιδρύθηκε το 1897 στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία και στόχο είχε αρχικά την απελευθέρωση όλης της Μακεδονίας και ένταξη της στο Βουλγαρικό Βασίλειο. Και έτσι να επιβάλει τη βουλγαρική καταγωγή του έθνους και της γλώσσας των Βορειομακεδόνων, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο πίεσης την ενταξιακή πορεία των Σκοπίων.
Για τους Βοριεομακεδόνες λίγα χρόνια μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών που οδήγησε στην αλλαγή της επίσημης ονομασίας του κράτους είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτός ένας συμβιβασμός που αφορά την ταυτότητα τους, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν θίγονται ζητήματα ταυτότητας.
Στο σημερινό αδιέξοδο το ερώτημα είναι εάν η Συμφωνία των Πρεσπών έχει παίξει τον ρόλο της. Εάν με τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν αναγνωρίζονταν η γλώσσα ως «μακεδονική», αλλά ως «Σλαβομακεδονική» η «Βορειομακεδονική» πιθανότατα δεν θα υπήρχε σήμερα η ένταση του προβλήματος με τη Σόφια.
Επίσης εάν καθαρά είχε καθοριστεί η ταυτότητα ως «Βοριεομακεδονική» η «Σλαβομακεδονική» τότε πιθανότατα θα ήταν πολύ μικρότερο το πρόβλημα με τη Βουλγαρία καθώς σε αυτό το πλαίσιο θα ήταν λιγότερο έντονη η πίεση για κατοχύρωση της Βουλγαρικής μειονότητας ως ιδρυτικού μέλους του κράτους.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών όμως να αποδέχεται τη «μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα», ερεθίστηκαν τα αντανακλαστικά του Βουλγαρικού Εθνικισμού και δόθηκε η ευκαιρία στην Βουλγαρία να επαναφέρει το πλαίσιο των απαιτήσεων της εις βάρος των Σκοπίων καθώς θεωρεί ότι η κατασκευή εθνικής «μακεδονικής ταυτότητας και γλώσσας» στο πλαίσιο μιας κρατικής οντότητας επιδιώχθηκε από το καθεστώς Τίτο ως ανάχωμα στις αλυτρωτικές βλέψεις της Βουλγαρίας αλλά και τον υποτιθέμενο κίνδυνο από την Ελλάδα.
Η Ιστορία και οι αλυτρωτισμοί συνεχίζουν να δηλητηριάζουν το κλίμα στα Βαλκάνια και μάλιστα σε μια περίοδο που όλοι είναι μεν έτοιμοι να χαιρετίσουν την ενταξιακή προοπτική των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, ελάχιστοι όμως είναι πραγματικά πρόθυμοι να συμβάλουν στην κατεύθυνση αυτή.
Ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης των Δυτικών Βαλκανίων όχι τόσο λόγω της απειλής ρωσικής διείσδυσης (όσο κι αν είναι πια περιορισμένη), αλλά κυρίως λόγω της έλλειψης προοπτικής και της βαθιάς οικονομικής κρίσης που επιδεινώνεται λόγω των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, είναι μια βραδυφλεγής βόμβα την οποία σύντομα και η Ε.Ε. αλλά και η Ελλάδα θα κληθούν να αντιμετωπίσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου