Αγώνα να κρατήσουν τις καταθέσεις που σταδιακά αυξάνονται, αλλά και να προσελκύσουν νέες, δίνουν οι τράπεζες εκμεταλλευόμενες τη θετική ψυχολογία των καταθετών προς αυτές αλλά και το γεγονός ότι πλέον το «στρώμα» όπως και οι καταθέσεις εξωτερικού έχουν πλέον καταστεί «αντιπαραγωγικές» για τους αποταμιευτές.
Για να προσελκύσουν το νέο χρήμα οι τράπεζες προσφέρουν διάφορες επιλογές στους πελάτες τους, που αν και δεν βρίσκονται στα επίπεδα των «καλών εποχών» ως προς τις αποδόσεις, υπόσχονται κάτι καλύτερο από την «στασιμότητα»...
Με την καταθετική ψυχολογία να αλλάζει, τον περασμένο Μάρτιο οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεων και νοικοκυριών) αυξήθηκαν κατά 1,28 δισ. Ευρώ σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (+1%, στα 133,4 δισ.) ενώ παρουσίασαν αύξηση κατά 5,9% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2018. Τον Ιούνιο του 2019, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα παρουσίασαν νέα αύξηση 1.766 εκατ. Ευρώ, έναντι αύξησης 562 εκατ. ευρώ τον Μάιο. Έτσι, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής φτάνει πλέον το 6,0%, διαμορφώνοντας τάση να αποφέρει ακόμη και 8-10 δισ. καταθέσεις επιπλέον φέτος. Η τάση αυτή αναμένεται να ενισχυθεί από την επικείμενη άρση των capital controls το φθινόπωρο.
Από την πλευρά τους οι τράπεζες που βλέπουν νέο χρήμα να «επιστρέφει» στα ταμεία τους, είτε από το λεγόμενο «στρώμα» είτε από το εξωτερικό προσπαθούν με διάφορα προϊόντα και καταθετικά επιτόκια να «επιβραβεύσουν» τους πελάτες τους. Οι αποδόσεις, δεν είναι αυτές των προηγουμένων ετών, αλλά εμφανίζονται καλύτερες από την απραξία των ...οικιακών καταθέσεων ή από τα χαμηλά επιτόκια μιας κατάθεσης στο εξωτερικό. Που αν συνδυαστούν με το κόστος συντήρησης των λογαριασμών (ιδιαίτερα για τις «ασφαλείς χώρες» όπως λ.χ. η Γερμανία) οδηγεί σε αρνητικές αποδόσεις.
Η επιστροφή των κεφαλαίων στα γκισέ των τραπεζών (μετά τον έλεγχο της προέλευσής τους, ιδιαίτερα εάν αφορά χρήμα από το εξωτερικό) μπορεί να συνοδευτεί από την πρόταση για μια προθεσμιακή κατάθεση. Για ποσά από 50.000 έως και 100.000 ευρώ το επιτόκιο μιας 12μηνης προθεσμιακής κατάθεσης μπορεί να φτάσει το 0,60 έως και 0,75% στις συστημικές τράπεζες -λίγο πάνω από τα τρέχοντα. Στην περίπτωση μη συστημικών τραπεζών παρέχονται επιτόκια που ξεπερνούν το 1% και συνδυάζονται με καταβολή των τόκων στη λήξη της κατάθεσης.
Τα επιτόκια αυτά μπορεί να είναι λίγο αυξημένα σε περίπτωση κατά την οποία τα ποσά είναι μεγαλύτερα, και εμπίπτουν πλέον στις αρμοδιότητες των personal και private bankings. Πιο υψηλά είναι τα επιτόκια για προθεσμιακές καταθέσεις δολαρίου (λόγω των επιτοκίων στο αμερικανικό νόμισμα) υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν δολαριακοί λογαριασμοί. Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη τα σχετικά εμπόδια θα περιοριστούν μετά την άρση των capital controls.
Ένα επόμενο «στάδιο» είναι τα λεγόμενα «σύνθετα καταθετικά προϊόντα» που αφορούν είτε νέο είτε παλαιό χρήμα, και με τα οποία οι τραπεζίτες επιχειρούν να προσφέρουν στους πελάτες τους κάτι καλύτερο από τα προαναφερθέντα επιτόκια. Η πιο συνηθισμένη περίπτωση αφορά τον συνδυασμό προθεσμιακής κατάθεσης και αμοιβαίων κεφαλαίων, προϊόν που προσφέρουν όλες οι τράπεζες, με διαφορετικούς συνδυασμούς και αποδόσεις.
Τα προϊόντα αυτά προβλέπουν την τοποθέτηση ενός τμήματος της συνολικής επένδυσης σε προθεσμιακή κατάθεση (με συνήθως υψηλότερο επιτόκιο του συμβατικού), ενώ το υπόλοιπο τοποθετείται σε αμοιβαίο κεφάλαιο από το «πακέτο» που προσφέρει η κάθε τράπεζα. Με τον τρόπο αυτό υπάρχει η δυνατότητα «υπεραπόδοσης» ανάλογα με την πορεία των αμοιβαίων, τα οποία όμως για τις περιπτώσεις αυτές είναι χαμηλού ρίσκου. Έτσι και τα προϊόντα αυτά, καταλογίζονται στην κατηγορία του μηδενικού (η περιορισμένου) ρίσκου. Στις περιπτώσεις αυτές οι πελάτες έχουν την ευελιξία της 3μηνης, 6μηνης, ή και 12μηνης διάρκειας, αλλά θα πρέπει να συνυπολογίσουν και τις σχετικές προμήθειες.
Τα προϊόντα αυτά προβλέπουν την τοποθέτηση ενός τμήματος της συνολικής επένδυσης σε προθεσμιακή κατάθεση (με συνήθως υψηλότερο επιτόκιο του συμβατικού), ενώ το υπόλοιπο τοποθετείται σε αμοιβαίο κεφάλαιο από το «πακέτο» που προσφέρει η κάθε τράπεζα. Με τον τρόπο αυτό υπάρχει η δυνατότητα «υπεραπόδοσης» ανάλογα με την πορεία των αμοιβαίων, τα οποία όμως για τις περιπτώσεις αυτές είναι χαμηλού ρίσκου. Έτσι και τα προϊόντα αυτά, καταλογίζονται στην κατηγορία του μηδενικού (η περιορισμένου) ρίσκου. Στις περιπτώσεις αυτές οι πελάτες έχουν την ευελιξία της 3μηνης, 6μηνης, ή και 12μηνης διάρκειας, αλλά θα πρέπει να συνυπολογίσουν και τις σχετικές προμήθειες.
Δεύτερη επιλογή μπορεί να είναι η μετατροπή ολόκληρης της προθεσμιακής σε ένα «καλάθι αμοιβαίων» από αυτά που προτείνονται από την τράπεζα. Η επιλογή γίνεται ανάλογα με το επενδυτικό προφίλ του πελάτη (και εμπίπτει στους κανονισμούς της MIFID) και από αυτήν εξαρτάται και το εύρος των αποδόσεων. Στην περίπτωση αυτή η προοπτική μιας υψηλότερης απόδοσης, συναρτάται και από ένα αντίστοιχο ρίσκο.
Μια τρίτη επιλογή που συχνά προτείνουν οι τράπεζες σε πιο συντηρητικούς πελάτες, είναι η προθεσμιακή με χαμηλότερη απόδοση, η οποία συνδυάζεται με κουπόνια αγορών γνωστών επιχειρηματικών αλυσίδων. Στην περίπτωση αυτή η απόδοση έρχεται με τη μορφή της έκπτωσης – προσφοράς.
Για τους πιο τολμηρούς (αναλόγως το πως προσεγγίζουν την επένδυση) υπάρχουν και τα σύνθετα προϊόντα με στοίχημα, το οποίο συνήθως αφορά τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ένα τέτοιο προϊόν που κυκλοφόρησε πρόσφατα παρείχε απόδοση 2.05% σε περίπτωση ανατίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου. Το προϊόν, με τρίμηνη διάρκεια και ελάχιστη συμμετοχή τα 10.000 ευρώ προβλέπει ότι ο καταθέτης θα λάβει στη λήξη ελάχιστη εγγυημένη απόδοση 0,05% και το αρχικό κεφάλαιο της επένδυσης. Εάν, όμως η ισοτιμία ευρώ - δολαρίου ενισχυθεί στο τρίμηνο περισσότερο από 0.03, θα κερδίσει επιπλέον 2%, με συνολική απόδοση 2,05%. Δηλαδή επίπεδα τετραπλάσια των επιτοκίων των προθεσμιακών.
Για τους πιο τολμηρούς (αναλόγως το πως προσεγγίζουν την επένδυση) υπάρχουν και τα σύνθετα προϊόντα με στοίχημα, το οποίο συνήθως αφορά τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ένα τέτοιο προϊόν που κυκλοφόρησε πρόσφατα παρείχε απόδοση 2.05% σε περίπτωση ανατίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου. Το προϊόν, με τρίμηνη διάρκεια και ελάχιστη συμμετοχή τα 10.000 ευρώ προβλέπει ότι ο καταθέτης θα λάβει στη λήξη ελάχιστη εγγυημένη απόδοση 0,05% και το αρχικό κεφάλαιο της επένδυσης. Εάν, όμως η ισοτιμία ευρώ - δολαρίου ενισχυθεί στο τρίμηνο περισσότερο από 0.03, θα κερδίσει επιπλέον 2%, με συνολική απόδοση 2,05%. Δηλαδή επίπεδα τετραπλάσια των επιτοκίων των προθεσμιακών.
Του Γιώργου Δασκαλόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου