η κυβέρνηση πάρα τις γκρίνιες στο εσωτερικό της, είχε εξασφαλίσει ευρεία συναίνεση ψηφίζοντας το γάμο των ομοφύλων και δείχνοντας έτσι ένα φιλελεύθερο πρόσωπο που έφερνε σε δύσκολη θέση τους αντιπάλους της,
ο Κασσελάκης στο έκτακτο συνέδριο του Σύριζα και στην πρώτη απόπειρα αποκαθήλωσής του είχε νικήσει κατά κράτος τους αντιπάλους του με τη βοήθεια μάλιστα του Φάμελλου και ονειρευόταν να γίνει πρωθυπουργός,
τα ηγετικά στελέχη του Σύριζα αποκαλούσαν απαξιωτικά αυτούς που έφυγαν και έφτιαξαν τη ΝΕΑΡ, «αποστάτες» και ζητούσαν «τις έδρες πίσω»,
το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν δημοσκοπικά κοντά στο 15-16% και οι μουρμούρες για τον Ανδρουλάκη δεν είχαν αρχίσει ακόμα,
η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχοντας μόλις και μετά βίας μπει στη Βουλή με το ισχνό 3,1% ακουγόταν σαν γραφική φωνή από το παρελθόν που όλοι σχεδόν την έπαιρναν στο ψιλό, όταν δεν την αγνοούσαν.
Ένα χρόνο μετά, και αφού στο μεταξύ μεσολάβησαν οι ευρωεκλογές, το πολιτικό σκηνικό είναι πλέον εντελώς διαφορετικό.
Εκτός όμως από τις ευρωεκλογές, κρίσιμο ρόλο έπαιξαν τα Τέμπη που σιγόβραζαν μεν, έγιναν όμως ξαφνικά κυρίαρχο θέμα εδώ και τρεις μήνες, επιτείνοντας τη φθορά της κυβερνώσας παράταξης.
Το αν αυτό συνέβη και με την ανάμιξη «ξένου παράγοντα», είναι αρκετά πιθανό αλλά ταυτόχρονα και σχεδόν αδύνατο να αποδειχθεί.
Το παράδοξο όμως είναι ότι ούτε η αντιπολίτευση έμεινε αλώβητη. Απεναντίας.
Οι γκρίνιες στο ΠΑΣΟΚ για την κακή επίδοση στις ευρωεκλογές φούντωσαν και τέθηκε θέμα ηγεσίας που οδήγησε σε νέες εκλογές για την προεδρία με την επανεκλογή Ανδρουλάκη.
Ο Κασσελάκης καθαιρέθηκε, ο Σύριζα ξαναδιασπάστηκε, αυτή τη φορά από τον πρώην πρόεδρό του, χάνοντας τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα ποσοστά της Ζωής Κωνσταντοπούλου άρχισαν να εκτοξεύονται ενώ αυτά του Βελόπουλου συνέχισαν να παραμένουν πάντα σε δημοσκοπικά υψηλά παρά το γεγονός ότι απέκτησε ισχυρό ανταγωνιστή στο χώρο της λαικο-ακρο-δεξιάς, με το κόμμα της Λατινοπούλου.
Τα πολύ χαμηλά ποσοστά του Σύριζα οδήγησαν αναγκαστικά στη στροφή στον ρεαλισμό σε μια απέλπιδα προσπάθεια πολιτικής επιβίωσης. Έτσι τα «φέρτε τις έδρες πίσω» ξεχάστηκαν μέσα σε μια νύχτα, οι «αποστάτες» της ΝΕΑΡ έγιναν ξαφνικά συνοδοιπόροι σε προτάσεις μομφής αλλά και σε κοινή στήριξη υποψηφίων για την Προεδρία, ενώ εσχάτως φωνές και καλέσματα ακούγονται ολοένα και πιο έντονα ακόμα και για κοινά ψηφοδέλτια των λεγόμενων «προοδευτικών» κομμάτων.
Και στο βάθος να αχνοφαίνεται η φιγούρα του Τσίπρα που κάποιοι - επιχειρώντας να κάνουν το άσπρο, μαύρο - αποκαλούν τώρα «ηγέτη παγκόσμιας εμβέλειας» και ονειρεύονται να φέρουν ξανά σαν σωτήρα προκειμένου να ενώσει τα διάσπαρτα κόμματα και κομματίδια της Αριστεράς σε μια νέα πορεία προς την εξουσία.
Στο μεταξύ μ’ αυτά και μ’ αυτά, η Πλεύση Ελευθερίας έγινε δεύτερο κόμμα - τουλάχιστον δημοσκοπικά - εκτοπίζοντας το ΠΑΣΟΚ που πέρασε πλέον τρίτο και καταϊδρωμένο.
Όλα τα παραπάνω συνέβησαν μέσα σε ένα περίπου χρόνο και ελάχιστοι ήταν αυτοί που θα μπορούσαν να προδικάσουν εξελίξεις τέτοιου εύρους.
Πράγμα που αποδεικνύει δυο πράγματα.
Ότι ο χρόνος στην πολιτική εκτός από αιωνιότητα, μπορεί να είναι πάντα πυκνός σε γεγονότα. Αλλά και ότι οι εξελίξεις στην πολιτική σπανίως είναι πλέον γραμμικές.
Στις μέρες μας, ο Μητσοτάκης παραμένει πάντα ισχυρός παίκτης με μεγάλη και διακριτή διαφορά από το δεύτερο, τα ποσοστά ωστόσο της Νέας Δημοκρατίας αρχής γενομένης από τις ευρωεκλογές, έχουν αρχίσει να συμπιέζονται. Και το ερώτημα είναι αν η φθορά είναι αναστρέψιμη.
Και είναι βέβαιο ότι αν γίνονταν εκλογές τώρα, όπως μετ’επιτάσεως ζητούν κάποιοι από την αντιπολίτευση χωρίς όμως στην πραγματικότητα να το θέλουν, αυτοδυναμία δεν θα υπήρχε ούτε κατά διάνοια, ενώ και ο λεγόμενος «προοδευτικός χώρος» θα ήταν σχεδόν αδύνατον να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση.
Τα συμφέροντα των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι αντικρουόμενα μεταξύ τους, οι λεγόμενες «προγραμματικές συγκλίσεις» ακούγονται κάτι σαν καλαμπούρι, οι προτάσεις και οι σχετικές συζητήσεις για συμπράξεις είναι μάλλον για το θεαθήναι και προετοιμασία για ένα blame game που είναι θέμα χρόνου το πότε θ ‘αρχίσει.
Θα προέκυπτε λοιπόν μετά βεβαιότητος χάος και παρατεταμένη ακυβερνησία σε μια εποχή ισχυρών αναταράξεων και ευρύτερων γεωπολιτικών αλλαγών, με έναν εντελώς απρόβλεπτο Τραμπ και μια αδύναμη Ευρώπη, που θα έφερνε τη χώρα στο κέντρο μια τέλειας καταιγίδας με άγνωστο τέλος.
Ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έχει μέχρι τώρα η Ελλάδα και αυτό είναι η πολιτική σταθερότητα. Και ήδη είναι ορατά δυστυχώς τα πρώτα σημάδια αστάθειας.
Ο χρόνος θα δείξει αν η λογική τελικά επικρατήσει ή η αυτοκαταστροφικότητα πάρει το πάνω χέρι και μπούμε σε περιπέτειες. Και τότε ασφαλώς θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου