Την ψήφισε, πάνω απ’ όλα, για να έχει η χώρα μια διακυβέρνηση αποτελεσματική, συγκροτημένη, και μεθοδική που να επιβάλλει τον νόμο, όχι περιπτωσιακά, αλλά τακτικά και μόνιμα, όπως είναι ο κανόνας στην υπόλοιπη Δύση· μία διακυβέρνηση που να προστατεύει την δημόσια ασφάλεια αντιστρέφοντας την εμπεδωμένη αίσθηση ατιμωρησίας (με συνυπεύθυνη την υπερ-συγχωρητική «Δικαιοσύνη») που ζει και βασιλεύει στην Ελλάδα του 2023, είτε αφορά την κυκλοφορία στους δρόμους και τις αυθαιρεσίες στον αιγιαλό, είτε την οπαδική βία.
Από την Κυριακή, βέβαια, πρώτο θέμα στην χώρα μας είναι η οπαδική βία. Οι λόγοι για τους οποίους εδώ και σαράντα, τουλάχιστον, χρόνια δεν έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα στην Ελλάδα για την εξάλειψή της είναι λίγο-πολύ γνωστοί: η πολιτική διαφθορά και το ελλειμματικό αστυνομικό φρόνημα.
Ο πρώτος λόγος ευθύνεται για την ατιμωρησία των πολιτικών, δικαστικών, οικονομικών και αθλητικών παραγόντων που υποστηρίζουν και καλλιεργούν τον χουλιγκανισμό προσφέροντας πόρους στους «οργανωμένους» και προστατεύοντας τους βιαιοπραγούντες.
Ο δεύτερος λόγος ευθύνεται για την χλιαρή αντιμετώπιση της οπαδικής βίας, ή διαφορετικά, για την απουσία της πεποίθησης ότι η ύπαρξη του χουλιγκανισμού, ακροδεξιού, ακροαριστερού ή απολιτίκ, το ίδιο κάνει, είναι απαράδεκτη και η εξαφάνισή του, θέμα τιμής και υπόληψης για την Αστυνομία.
Η απουσία αυτή έχει φυσικά τα αίτιά της, που ξεκινούν από την γνωστή δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, περνά από τον φόβο της ύπαρξης «θύματος» που ανεξαιρέτως οδηγεί στην διαθεσιμότητα του θύτη και του υπεύθυνου της επιχείρησης, και καταλήγουν στον φόβο της καταγγελτικής αριστεράς που θα τους κατηγορήσει για «φασιστικές πρακτικές καταστολής».
Αυτό δεν σημαίνει ότι η αριστερά υποστηρίζει τον χουλιγκανισμό. Όμως καθώς δεν μπορείς να έχεις αστυνομική άσκηση έννομης βίας α-λα καρτ, τα χλωρά καίγονται με τα ξερά, και ο φόβος «μην κατηγορηθούμε για χρήση βίας» τελικά ευνοεί, όχι την επανάσταση, αλλά τον φασισμό.
Γιατί ο χουλιγκανισμός τείνει να συνδέεται οργανικά με τις φασιστικές οργανώσεις. Οι βασικοί λόγοι είναι τρεις: Πρώτον, οι φορτισμένες τελετές οπαδικού, λατρευτικού, πνεύματος, τυγχάνουν εκμετάλλευσης από, συνήθως, ακροδεξιούς καθοδηγητές που στρατολογούν άτομα που ήδη έχουν μυηθεί στην πώρωση του ποδοσφαίρου. Δεύτερο, ο ποδοσφαιρικός «αγώνας», πολύ εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε οπαδική βία, και αυτή, με την σειρά της, να συνδεθεί με την ιδεολογία της «βίας για την βία» που είναι η ουσία του φασισμού. Και τρίτο, η «ποδοσφαιροποίηση» των φασιστικών οργανώσεων τους επιτρέπει να δρουν εντός και εκτός συνόρων με νόμιμους τρόπους (αδελφοποιήσεις, εκδρομές, γραφεία, κλπ).
Αλλά αυτή φυσικά η κοινωνιολογική προσέγγιση του φαινομένου, ουδόλως έχει σκοπό να καλύψει την προφανή αδυναμία της ΕΛΑΣ να προλάβει την δολοφονία της Κυριακής. Είναι σαφές ότι χρειάζεται ξήλωμα και ξαναστήσιμο ζωτικών πυλώνων του κράτους και πολιτικό θάρρος για αλλαγές εκ βάθρων.
Πώς είναι δυνατόν να εξαλειφθεί ο χουλιγκανισμός λοιπόν; Για την εξάλειψή του δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από μέτρα σαν αυτά που έλαβε η κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ κατά την δεκαετία του 1980 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εκείνη την εποχή ο ποδοσφαιρικός χουλιγκανισμός ήταν ένα σημαντικό κοινωνικό ζήτημα λόγω του βίαιου και ανατρεπτικού χαρακτήρα του. Η κυβέρνηση Θάτσερ εφάρμοσε μια σειρά από μέτρα για την αντιμετώπισή του. Αυτά μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:
Πρώτον, το νομοσχέδιο Football Spectators Act 1989: Αυτό ήταν ένα νομοσχέδιο ορόσημο που εισήγαγε μέτρα όπως την δημιουργία «απαγορευτικών εντολών ποδοσφαίρου» (FBOs) που μπορούσαν να εμποδίσουν άτομα να παρακολουθήσουν ποδοσφαιρικούς αγώνες. Τα FBO θα μπορούσαν να επιβληθούν σε άτομα που είχαν καταδικαστεί για αδικήματα που σχετίζονται με το ποδόσφαιρο, με απαγορεύσεις που κυμαίνονται από μερικούς μήνες έως αρκετά χρόνια.
Δεύτερο, ενισχυμένη αστυνόμευση και έλεγχος του πλήθους: Αυξήθηκε η παρουσία της αστυνομίας στους ποδοσφαιρικούς αγώνες και δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στη συλλογή πληροφοριών για τον εντοπισμό πιθανών ταραχοποιών. Οι τακτικές ελέγχου του κοινού βελτιώθηκαν για να διαχειριστούν τα μεγάλα πλήθη πιο αποτελεσματικά.
Τρίτο, αναγνώριση χούλιγκαν και περιορισμοί ταξιδίων: Οι αρχές εφάρμοσαν μέτρα για τον εντοπισμό γνωστών χούλιγκαν και τον περιορισμό της ικανότητάς τους να ταξιδεύουν σε αγώνες, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Τέταρτο, παρακολούθηση μέσω CCTV: Η κυβέρνηση υποστήριξε την εγκατάσταση καμερών κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης (CCTV) μέσα και γύρω από τα στάδια για την παρακολούθηση της συμπεριφοράς του πλήθους και τον εντοπισμό ατόμων που εμπλέκονται σε αναταραχές.
Πέμπτο, προγράμματα μελών ποδοσφαίρου: Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι εισήγαγαν προγράμματα μελών που απαιτούσαν από τους φιλάθλους να παρέχουν προσωπικά στοιχεία και φωτογραφίες για να παρακολουθήσουν αγώνες. Αυτό είχε ως στόχο να αποτρέψει τους ταραχοποιούς και να επιτρέψει στις λέσχες να εντοπίσουν όσους εμπλέκονται στη βία.
Έκτο, απαγορεύσεις και κυρώσεις στα γήπεδα: Η κυβέρνηση και οι ποδοσφαιρικές αρχές εισήγαγαν μέτρα για την τιμωρία συλλόγων των οποίων οι οπαδοί συμμετείχαν σε βίαια επεισόδια, συμπεριλαμβανομένων αφαίρεσης βαθμών, προστίμων, ακόμη και προσωρινού κλεισίματος γηπέδων.
Έβδομο, εκστρατείες ευαισθητοποίησης του κοινού: Ξεκίνησαν εκστρατείες ευαισθητοποίησης του κοινού για την αποθάρρυνση του χουλιγκανισμού και την προώθηση της υπεύθυνης συμπεριφοράς των φιλάθλων. Αυτές οι εκστρατείες στόχευαν τόσο πιθανούς ταραχοποιούς όσο και το ευρύτερο κοινό.
Και τέλος, διεθνής συνεργασία: Η κυβέρνηση εργάστηκε με άλλες χώρες για να μοιραστεί πληροφορίες και να συντονίσει τις προσπάθειες για να αποτρέψει τους χούλιγκανς να ταξιδεύουν σε διεθνείς αγώνες.
Με αυτά τα μέτρα η Θάτσερ εξάλειψε κατά πολύ το φαινόμενο του χουλιγκανισμού και εκμηδένισε την επήρεια του φασισμού στο ποδόσφαιρο. Εδώ, στην Ελλάδα, ακόμη δεν μπορούμε να εμποδίσουμε οργανωμένους οπαδούς της Ντιναμό Ζάγκρεμπ να κατεβούν στην Αθήνα για να σκοτώσουν και να σκοτωθούν.
Τελειώνω με μία σημείωση για όσους πιστεύουν ότι «εδώ είναι Ελλάδα και δεν γίνεται να ληφθούν τέτοια μέτρα». Το ίδιο έλεγαν στην Θάτσερ οι σύμβουλοί της για την βρετανική κουλτούρα και υποκουλτούρα. Όμως δεν τους άκουσε. Ίσως γιατί η ίδια απεχθανόταν το ποδόσφαιρο. Αναμένουμε λοιπόν τον σωτήρα που θα απεχθάνεται το ελληνικό ποδόσφαιρο. Σήμερα τουλάχιστον δεν θα είναι δύσκολο να βρούμε κάποιον που να πληροί αυτό το κριτήριο.
* Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και επιστημονικός επιμελητής του Συλλογικού Τόμου: Η Διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ - μια κριτική αποτίμηση (Εκδόσεις Σιδέρη, 2020)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου