Πάλευε με ξύλινα σπαθιά και λογάριαζε για τρανός, μεγάλος πειρατής, πάνω στα φρέσκα χαμομήλια και τις δροσερές κινομαλές.
Σαν τρεχάμενο νερό, έμοιαζαν εκείνες οι αθώες εποχές, που κύλησαν και χάθηκαν στο διψασμένο καταπιόνα του χρόνου.
Το μικρό παι(δ)ϊ, έβαλε τα δυνατά του, σχολειά με δασκάλους δύσκολους, που με το σταγονόμετρο μοίραζαν καλοσύνη.
Όσο μπόι του έλειπε, τόσο πιο πολύ ξεσπάθωνε, στην αρχή αόριστα, για μια σπουδαία καταγωγή, είχε...
καρφωθεί μέσα στους νευρώνες του, πως ήταν θρυλικός απόγονος, γητευτών κουρσάρων.
Μεγάλωνε και ευτυχώς δεν κράταγε σπαθί, θα σκότωνε, δολοφονούσε, κάθε περαστικό μυγάκι, που θα τολμούσε να περάσει ξώφαλτσα, από τη γειτονιά του.
Ο άντρας, γιατί έγινε σωστός άντρας, ψήλωσε, έγινε κοντά δυό μέτρα. Όχι μην φανταστείτε αληθινό μπόι, φούσκωνε από την ανάγκη να πει, να καυχηθεί, το προσωπικό του, φανταχτερό παραμύθι.
Σε όλους μας αρέσει να το λέμε, αλλά η περίπτωση του “ιδιόρυθμου” νευρικού τύπου, ξεχώριζε, έμοιαζε να φωσφορίζει και να δείχνεται, και σε όποιον τολμούσε να φέρει αντιρρήσεις, τραβούσε τα κακά της μοίρας του, τον τιμωρούσε σκληρά, ακόμα και στον ύπνο του.
Αν απομένει κάτι τέτοιες εποχές, είναι οι φίλοι και δυό παστρικές κουβέντες.
Ο “ξέρεις ποιός είμαι εγώ ρε;”, που μπορεί να κρύβουμε και λίγο όλοι μέσα μας, μοιάζει σαν νευρικό αερικό, ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες, κουνάει δάχτυλα και απομένει τελικά μονάχος, λιγοστοί ανέχονται την υπερβολή και την ανόητη βλαμμένη αυθάδεια.
Θυμίζει τα παλιά, σκοτεινά χρόνια, τότε που ακόμα βυζαίναμε τους αιώνιους αρχαίους προγόνους μας, τότε που περιμέναμε γραμματικούς, παππάδες και κοτσαμπάσιδες, για να μας πουν από που σκάει μύτη ο ήλιος.
Έπειτα σοβαροί και (παρα)μορφωμένοι αναρωτιόμαστε, τι θα πει ρατσισμός και πώς, αλήθεια, αναθράφηκε τέτοιο φίδι πάνω στο κόρφο μας…
Μανόλης Δημελλάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου