Σημαντικό ρόλο στην τρίμηνη αναστολή των ανταποδοτικών δασμών φέρονται να διαδραμάτισαν ο Σκοτ Μπέσεντ και ο Χάουαρντ Λούτνικ, υπουργοί Οικονομικών και Εμπορίου, αντίστοιχα. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, το επιχείρημά τους ήταν πως η κίνηση αυτή βάζει την Κίνα σε «υγειονομικό κλοιό», ενώ αποτελεί φιλική χειρονομία προς πολλές άλλες χώρες.
Ως προς τους πραγματικούς λόγους γι' αυτήν την αλλαγή πλεύσης, ο ισχυρισμός του Τραμπ ότι πολλές κυβερνήσεις τον παρακαλούν για διαπραγματεύσεις και διμερείς συμφωνίες με τις ΗΠΑ δεν είναι ιδιαίτερα πειστικός. Ούτε ευσταθεί η θεωρία ότι έπιασε τόπο η μπλόφα του Αμερικανού προέδρου και γι' αυτό «πάγωσε» τους δασμούς για 90 μέρες.
Όλα δείχνουν ότι η μεταστροφή του Αμερικανού προέδρου σημειώθηκε υπό τους καταναγκασμούς των αγορών. Καθοριστικοί παράγοντες υπήρξαν οι έντονες αναταράξεις στα χρηματιστήρια και οι πιέσεις από τους «κολοσσούς» της τεχνολογίας, αλλά και η άνοδος των επιτοκίων στα δεκαετή ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου.
Ταυτόχρονα, δημοσκόπηση του οργανισμού Pew Research Center που διενεργήθηκε στα τέλη Μαρτίου δείχνει ότι πολλοί Αμερικανοί πολίτες ανησυχούν για τις επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου και φοβούνται κυρίως τον πληθωρισμό. Η ειρωνεία είναι ότι η πολύ πιθανή αύξηση των τιμών στις ΗΠΑ θα διαψεύσει την υπόσχεση του Τραμπ να ελέγξει τον πληθωρισμό και το υψηλό κόστος ζωής. Δεν αποκλείεται το πρόβλημα αυτό που χρεώθηκε στην προηγούμενη κυβέρνηση και ώς ένα βαθμό επανέφερε τον Τραμπ στην εξουσία να το αντιμετωπίσει ο ίδιος κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του.
Πιθανολογείται ότι το ριψοκίνδυνο παιχνίδι του Τραμπ αποβλέπει σε παραχωρήσεις εκ μέρους του Πεκίνου, ώστε να μειωθεί το αμερικανικό έλλειμμα στο διμερές εμπόριο. Το 2024, το αμερικανικό έλλειμμα στο εμπόριο αγαθών έναντι της Κίνας ανήλθε περίπου σε 295 δισεκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, ακόμη κι αν επιτευχθεί αυτός ο βραχυπρόθεσμος στόχος, ενδέχεται σε βάθος χρόνου η Κίνα να καταστεί πιο αυτάρκης, λιγότερο εξαρτημένη από τις ΗΠΑ και, ως εκ τούτου, λιγότερο διαλλακτική.
H απάντηση της Κίνας
Στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού Ωκεανού, η Κίνα περίμενε τις αμερικανικές πιέσεις, αν και πιθανώς όχι την σφοδρότητά τους. Απηχώντας την επίσημη ρητορεία του Πεκίνου, έγκριτοι Κινέζοι σχολιαστές μετακινούνται από την πρότερη συζήτηση για αυτοσυγκράτηση και υιοθετούν πιο μαχητικό τόνο στις προβλέψεις τους για την περαιτέρω πορεία των σινοαμερικανικών σχέσεων. Επιχειρηματολογούν ότι οι δασμοί που έχει εξαγγείλει ο Αμερικανός πρόεδρος βασίζονται σε πρόχειρους υπολογισμούς και δείχνουν πολιτική μυωπία, καθώς ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε ο Ντόναλντ Τραμπ θα αποδειχθεί μπούμερανγκ και εν τέλει θα ωφελήσει την Κίνα.
Την ίδια στιγμή, όμως, αποτελούν σταθερή επωδό οι δηλώσεις ότι η Κίνα παραμένει ανοικτή για διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ. Η δημόσια συζήτηση για τις επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου στην κινεζική οικονομία είναι υποτονική, πιθανότατα σκοπίμως και κατόπιν άνωθεν εντολής, αν και αναγνωρίζεται πως οι υψηλοί αμερικανικοί δασμοί δεν μπορεί παρά να δυσχεράνουν τη θέση της Κίνας. Ταυτόχρονα, κυριαρχεί η άποψη πως η πλήρης αποσύνδεση (decoupling) από την αμερικανική οικονομία είναι ανέφικτη και δεν αποτελεί ρεαλιστική προοπτική, ενώ διαφαίνεται απόλυτη συναίνεση στην ανάγκη μείωσης της εξάρτησης από τις εξαγωγές στις ΗΠΑ.
Τρόπον τινά, η Κίνα είναι αποδυναμωμένη σε σύγκριση με το 2018, καθώς έκτοτε βίωσε την πανδημία, την φούσκα των ακινήτων και την απαρχή της δημογραφικής της συρρίκνωσης. Ωστόσο, παρά την επιβραδυνόμενη οικονομία της, η Κίνα δείχνει να είναι σε καλύτερη κατάσταση να αντέξει έναν παρατεταμένο εμπορικό πόλεμο, χάρη στον ασφυκτικό έλεγχο που ασκεί το μονοκομματικό της σύστημα στην κινεζική κοινωνία. Το Πεκίνο δεν κινδυνεύει από πολιτική αστάθεια, ενώ αντίθετα η κυβέρνηση Τραμπ ενδέχεται να αντιμετωπίσει αμφιβήτηση στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026 σε περίπτωση που δεν τιθασεύσει τον υψηλό πληθωρισμό και δεν επαναφέρει την αμερικανική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης σύντομα.
Ως απάντηση στις διαφαινόμενες προκλήσεις, η κινεζική ηγεσία προκρίνει τρεις άξονες δράσης. Πρώτον, θεωρείται βέβαιο ότι μεγάλο μέρος των κινεζικών εξαγωγών θα ανακατευθυνθεί προς τις αγορές στην Ευρώπη, όπως και στην Νοτιοανατολική Ασία και άλλες οικονομίες στον Παγκόσμιο Νότο. Δεύτερον, πληθαίνουν τα σχόλια Κινέζων οικονομολόγων -πάντα προσεκτικά διατυπωμένα, για να μην προκαλέσουν την μήνιν της κινεζικής ηγεσίας- για την υπερχειλίζουσα παραγωγή στον μεταποιητικό τομέα της χώρας και την επικίνδυνη εξάρτηση από εξαγωγές, οι οποίες οδηγούν στην ανέγερση προστατευτικών τειχών και αυξανόμενες τριβές με πολλές χώρες όχι μόνο στη Δύση, αλλά και στον Παγκόσμιο Νότο.
Τρίτον, θα ενταθούν οι προσπάθειες των κινεζικών αρχών για τόνωση της -διαχρονικά αναιμικής- εγχώριας κατανάλωσης ως αντίβαρο στις μειωμένες εξαγωγές προς τις ΗΠΑ κι άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες. Εκτιμάται ότι αυτή η δέσμη μέτρων θα συμβάλει στην ενίσχυση της αυτάρκειας της κινεζικής οικονομίας και τη συνέχιση των υψηλών ονομαστικών ρυθμών ανάπτυξης, ακόμη κι αν δεν επιτευχθεί ο φετινός στόχος για μεγέθυνση της οικονομίας κατά «περίπου 5%».
Επιπροσθέτως, η φαρέτρα της Κίνας περιέχει κι άλλα όπλα, η πιθανή χρήση των οποίων δεν ανακοινώνεται επισήμως, για να μην χαθεί το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Σε αυτά συγκαταλέγονται η μαζική πώληση ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου, η απαγόρευση εξαγωγών σπάνιων γαιών στις ΗΠΑ ή ακόμη και η υποτίμηση του κινεζικού νομίσματος ρενμιμπί (γιουάν), προκειμένου να τονωθούν οι κινεζικές εξαγωγές.
Όσον αφορά τα αγροτικά προϊόντα, τα οποία αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των εισαγωγών από τις ΗΠΑ, η Κίνα θα στραφεί σε άλλες χώρες. Παραδείγματος χάριν, το Πεκίνο είχε ήδη δημιουργήσει εναλλακτικές αλυσίδες εφοδιασμού κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ και έκτοτε έχουν αυξηθεί οι εισαγωγές σόγιας από τη Βραζιλία.
Η ΕΕ εν μέσω της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Κίνας
Ωστόσο, το γεγονός ότι το πάγωμα των δασμών διάρκειας 90 ημερών περιλαμβάνει την ΕΕ κι όχι την Κίνα έδειξε στο Πεκίνο ότι οι διατλαντικές σχέσεις δεν έχουν διαρραγεί τελείως, ενώ η Κίνα παραμένει στο στόχαστρο της Ουάσινγκτον. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο οι Κινέζοι ιθύνοντες δεν περιμένουν πολλά από την επαναπροσέγγιση με την ΕΕ. Ορισμένοι Κινέζοι αναλυτές επισημαίνουν ότι οι αναταράξεις στις διατλαντικές σχέσεις δεν μπορούν να εξαλείψουν την στρατηγική εξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ και η συζήτηση για την στρατηγική αυτονομία της ΕΕ εστιάζεται σε θέματα τακτικής και προσαρμογής παρά στην προοπτική ουσιαστικής απομάκρυνσης από την Αμερική. Ενδέχεται αυτό να εξηγεί την απόφαση του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ να μην παραστεί στη σύνοδο κορυφής ΕΕ-Κίνας τον ερχόμενο Ιούλιο.
Κινέζοι σχολιαστές που εν πολλοίς εκφράζουν το πνεύμα των συζητήσεων στο προεδρικό μέγαρο Zhongnanhai υπογραμμίζουν ότι η ΕΕ δεν έχει αποκηρύξει την στρατηγική απομείωσης κινδύνων (de-risking) έναντι της Κίνας. Τονίζουν δε τον υψηλό βαθμό εξάρτησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας, αλλά και ως προς την αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας πάνω από την Ευρώπη. Θυμίζουν, επίσης, τον τριπλό ευρωπαϊκό ορισμό της Κίνας ως «εταίρου, ανταγωνιστή και συστημικού αντιπάλου», με τη βελόνα να μετακινείται σταθερά προς το τελευταίο σκέλος. Σύμφωνα, λοιπόν, μ’ αυτήν τη σχολή σκέψης, η όποια αναθέρμανση μεταξύ Πεκίνου και Βρυξελλών μπορεί να έχει μόνον τακτικό κι όχι στρατηγικό χαρακτήρα.
Σε ό,τι αφορά τις ευρωκινεζικές οικονομικές σχέσεις, σε πρόσφατη έκθεση του MERICS, κορυφαίου ευρωπαϊκού ινστιτούτου στον τομέα των κινεζικών σπουδών, επισημαίνεται ότι το αναπτυξιακό μοντέλο της Κίνας εξακολουθεί να βασίζεται στις υπερβολικές -παρότι συχνά ζημιογόνες- επενδύσεις στη μεταποίηση, με αποτέλεσμα να παράγονται τεράστιες ποσότητες προϊόντων που η εγχώρια αγορά δεν μπορεί να απορροφήσει. Ως προτάσεις πολιτικής, στην έκθεση υποδεικνύονται ο στενότερος συντονισμός μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ και η σφυτηλάτηση διεθνούς συνασπισμού με άλλους εταίρους και ομοϊδεάτες. Όσο ευρύτερος είναι αυτός ο συνασπισμός, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η αντιμετώπιση του αθέμιτου κινεζικού ανταγωνισμού και τόσο πιο δύσκολο θα είναι για το Πεκίνο να προβεί σε μαζικά αντίποινα κατά της Ευρώπης. Θα ήταν αφέλεια από την πλευρά της ΕΕ να ελπίζει ότι η Κίνα θα δεχθεί αυτοβούλως να περιορίσει τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματά της. Το φαινόμενο αυτό, καταλήγουν οι συγγραφείς της έκθεσης, δεν είναι παροδικό, αλλά δομικό γνώρισμα του κινεζικού οικονομικού μοντέλου.
Διευθέτηση διά της κλιμάκωσης;
Η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την τρέχουσα περίοδο δυσχεραίνει την διατύπτωση αξιόπιστων προβλέψεων. Το μόνο βέβαιο είναι ότι αναμένονται αναγκαστική αναδιάρθρωση των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων και σημαντικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις, εν μέσω επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Επισημαίνεται από πολλούς αναλυτές ότι ο Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει την ανασύσταση της διεθνούς τάξης πραγμάτων με αλυσοπρίονο στο χέρι, κάτι που προκαλεί φόβο και πανικό παρά προδιαθέτει για εποικοδομητικές συζητήσεις και συναινετικές λύσεις. Εκφράζονται, μάλιστα, φόβοι πως ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε ο Αμερικανός πρόεδρος, με βασικό αντίπαλο την Κίνα, μπορεί να οδηγήσει σε καθοδικό οικονομικό σπιράλ παγκοσμίων διαστάσεων.
Η Κίνα εμφανίζεται εξίσου ανυποχώρητη, καθώς έχει τις δικές της φιλοδοξίες μακροπρόθεσμα να καταστεί η μεγαλύτερη δύναμη στην υφήλιο, υποκαθιστώντας τις ΗΠΑ. Σημειώνεται, όμως, ότι στην παρούσα φάση το Πεκίνο δεν αποκλείει κατηγορηματικά τη σύναψη συμφωνίας με την Ουάσινγκτον, εφόσον πέσουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο δυνάμεων. Μένει να δούμε αν ο Τραμπ ο deal maker θα είναι διατεθειμένος για ένα grand bargain με την Κίνα. Τους επόμενους μήνες θα φανεί αν η κλιμάκωση της σινοαμερικανικής μονομαχίας αποτελεί πρελούδιο προς μια διευθέτηση ή την απαρχή της τέλειας καταιγίδας.
* Πλάμεν Τόντσεφ, Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου