Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Κεϋνσιανές φαντασιώσεις και ελληνική πραγματικότητα


Οι οικονομολόγοι που προτείνουν την τόνωση της «ενεργού ζητήσεως» στην Ελλάδα αγνοούν, σκοπίμως προφανώς, ότι αυτή είναι η αιτία της χρεοκοπίας, λόγω ελλείψεως «ενεργού προσφοράς». Τι μας «διδάσκει» ο Κέυνς...
Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Πολυπράγμων, ευφυέστατος, πολυγραφότατος και με καλλιτεχνικές ανησυχίες, ο Τζων Μαίηναρντ Κέυνς (1883-1946) υπήρξε αντιπρόσωπος των Βρετανών στη Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919, εκπρόσωπός τους στις συμφωνίες του Μπρέτον-Γουντς το 1944, πρώτος πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, δημοσιογράφος, εκδότης και χρηματιστής-κερδοσκόπος για λογαριασμό του Κινγκς Κόλετζ στο Καίμπριτζ.
Ο Ουΐνστον Τσώρτσιλ, πρωθυπουργός της χώρας του από το 1940 έως το 1945 και από το 1951 έως το 1955, είχε πει ότι κάποια στιγμή ζήτησε την άποψη τριών οικονομολόγων, μεταξύ των οποίων και ο Κέυνς. Απέσπασε όμως τέσσερις γνώμες, από τις οποίες οι δύο ήταν του Κέυνς -ο οποίος είχε πει ότι «όταν οι συνθήκες αλλάζουν, πρέπει και η γνώμη μου να αλλάξει».
Δυστυχώς, όμως, αρκετοί από τους μετέπειτα μαθητές αυτού του οξυδερκούς οικονομολόγου πέταξαν στο καλάθι των αχρήστων αυτή τη σοφή κουβέντα, με αποτέλεσμα να μετατρέψουν τον κεϋνσιανισμό σε μία μονολιθική πρακτική, η οποία σήμερα παράγει βουνά από χρέη και κρίσεις.
Στη «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Επιτοκίου και του Νομίσματος», που κυκλοφόρησε το 1935, ο Κέυνς έγινε γνωστός όχι τόσο γι’ αυτά που πρότεινε αλλά ως πολέμιος της νεοκλασικής οικονομικής αντίληψης, που είναι και το βάθρο του οικονομικού φιλελευθερισμού. Κατά κύριο δε λόγο, οι απόψεις του υιοθετήθηκαν από μαρξίζοντες κρατιστές, οι οποίοι είδαν τον κεϋνσιανισμό ως εργαλείο πολιτικής εξουσίας.
Υπό αυτή την έννοια, οι κεϋνσιανές συνταγές περί τονώσεως της «ενεργού ζητήσεως» και ενισχύσεως των επενδύσεων από το κράτος, ακόμα και χωρίς παραγωγικό περιεχόμενο, μπορεί να συνέβαλαν στο να απορροφηθεί η οικονομική κρίση του 1929, πλην όμως η κατάχρηση των προτάσεων αυτών, όταν η οικονομική πραγματικότητα είχε αλλάξει, έγινε αφετηρία κρίσεων. Έτσι, σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες η κεϋνσιανή συνταγή για την καταπολέμηση της ανεργίας, εφαρμοζόμενη καθ’ υπερβολή, οδήγησε σε νέα ανεργία.
Αυτό, ωστόσο, ο Κέυνς το είχε προβλέψει όταν έγραφε: «Το κράτος θα πρέπει να ασκήσει καθοδηγητική επιρροή στη ροπή προς κατανάλωση, εν μέρει μέσω της φορολογίας, εν μέρει καθορίζοντας το επιτόκιο και εν μέρει, ίσως, με άλλους τρόπους. Επιπλέον, φαίνεται απίθανο ότι η επιρροή της τραπεζικής πολιτικής στο επιτόκιο θα είναι αφ’ εαυτής επαρκής για να προσδιορίσει ένα άριστο επίπεδο επένδυσης. Θεωρώ, επομένως, ότι μία κάπως περιεκτική κοινωνικοποίηση της επένδυσης θα αποδειχτεί το μόνο μέσο διασφάλισης της προσέγγισης προς την πλήρη απασχόληση. Η ανάγκη αυτή, φυσικά, δεν αποκλείει συμβιβασμούς και μηχανισμούς συνεργασίας του Δημοσίου με την ιδιωτική πρωτοβουλία. Πέρα όμως από αυτό, δεν υφίσταται εμφανής λόγος για ένα σύστημα Κρατικού Σοσιαλισμού που θα αγκάλιαζε το μέγιστο μέρος της οικονομικής ζωής της κοινωνίας. Το σημαντικό για το κράτος δεν είναι η κατοχή των μέσων παραγωγής.
Αν το κράτος είναι σε θέση να καθορίσει το σύνολο των πόρων που κατευθύνονται σε αύξηση των μέσων και τις βασικές αμοιβές εκείνων που τα κατέχουν, θα έχει εκπληρώσει πλήρως τον ρόλο του. Επιπλέον, τα αναγκαία μέτρα κοινωνικοποίησης μπορούν να εισαχθούν σταδιακά και χωρίς ρήγμα στις γενικές παραδόσεις της κοινωνίας».
Όπως προκύπτει από το παραπάνω απόσπασμα, ο διάσημος οικονομολόγος ήταν και συγγραφέας της «Γενικής Θεωρίας», ήταν πολύ επιφυλακτικός απέναντι στον κρατισμό και είχε μία μοναδική αίσθηση της πραγματικότητας, που του απαγόρευε «χιλιαστικού» περιεχομένου προφητείες όπως αυτές του Καρόλου Μαρξ.
Έτσι, σήμερα, αν ο Κέυνς ζούσε, θα κτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο στην ελληνική περίπτωση, ακούγοντας τους καταστροφείς της ελληνικής οικονομίας να τον επικαλούνται. Για τον άνθρωπο που είπε ότι «υπάρχουν παράφρονες που είναι δούλοι κάποιου μακαρίτη οικονομολόγου», θα ήταν πραγματικό σοκ να ακούει ότι στη χώρα μας, με την ανύπαρκτη «ενεργό προσφορά», θα πρέπει να ενισχυθεί η «ενεργός ζήτηση». Με άλλα λόγια, θα ήταν πρόκληση να ακούει ότι αυτοί που έχουν μετατρέψει τη χώρα σε επενδυτική Σαχάρα, επικαλούνται την «ενεργό ζήτηση» για να καταπολεμήσουν την ανεργία!!!
Γιατί, όμως, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αξιοποιήσει την περίφημη «ενεργό ζήτηση» ώστε, λειτουργώντας κατά το κεϋνσιανό θεωρητικό πρότυπο, να αυξήσει τα επίπεδα της απασχόλησης και του εισοδήματος; Ο λόγος είναι απλός, όπως μας έλεγε πριν λίγο καιρό ο έγκριτος οικονομολόγος κ. Δημήτρης Ιωάννου:
«Ο Κέυνς στις εργασίες του δεν μελέτησε σε βάθος τι μπορεί να συμβεί σε μία οικονομία η οποία, χωρίς να έχει την απαραίτητη ενεργό προσφορά, ακολουθεί πολιτικές τόνωσης της ζήτησης. Στις περιπτώσεις αυτές, η ανεπάρκεια της προσφοράς οδηγεί τη ζήτηση προς τις εισαγωγές, γεγονός που τελικά προκαλεί δημοσιονομικές ανισορροπίες.
»Στη χώρα μας είναι γνωστό από χρόνια ότι η παραγωγή αδυνατεί να παραγάγει τα ζητούμενα προϊόντα με ανταγωνιστικό τρόπο και αυτό γιατί, όσον αφορά στα αντικείμενα του διεθνούς εμπορίου (που, σε μεγάλο βαθμό, όταν παράγονται είναι εκείνα που φέρνουν ή κρατούν στην χώρα και τα ευρώ που χρειάζεσαι για να πληρώσεις γιατρούς, νοσοκόμους και δασκάλους), για να είσαι σε θέση να τα πουλήσεις ακόμη και στην ίδια σου τη χώρα, θα πρέπει να τα προσφέρεις ανταγωνιζόμενος στη σχέση «αξία προς τιμή» κάθε άλλον παραγωγό, είτε αυτός βρίσκεται στην Κίνα, είτε στην Αμερική, είτε στη Γερμανία. Το πρόβλημα λοιπόν της ελληνικής οικονομίας είναι πως δεν μπορεί να παραγάγει ανταγωνιστικά και υστερεί σε «ενεργό προσφορά» -και σε αυτό η «ενεργός ζήτηση» ουδόλως μπορεί να βοηθήσει.
»Η «ενεργός προσφορά» πάσχει διότι οι ελληνικές επιχειρήσεις υποφέρουν και αντικειμενικά και υποκειμενικά. Αντικειμενικά διότι υφίστανται πιστωτικό στραγγαλισμό σε μία χώρα στην οποία δεν υπάρχει πλέον τραπεζικό σύστημα, υπερφορολογούνται σε σχέση με τη φορολόγηση που έχουν οι ανταγωνιστές τους στις δικές τους χώρες, κινούνται μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που τους δένει τα χέρια λόγω της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας και βυθίζονται κάτω από το βάρος χρεών που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν. Υποκειμενικά διότι, στις καλές μέρες, οι περισσότεροι επιχειρηματίες (όχι όλοι, βεβαίως) δεν φρόντισαν να φτιάξουν μία οργάνωση της προκοπής στην επιχείρησή τους, προς όφελος των εργαζομένων τους, της πατρίδας τους και του μακροχρόνιου δικού τους συμφέροντος, αλλά προτίμησαν τις αρπαχτές και τα κέρδη στο φτερό, με επιδοτήσεις, κρατικές παραγγελίες, θαλασσοδάνεια και κάθε είδους πιθανή λαθροχειρία. Και οι δύο αυτές όψεις της «ενεργού προσφοράς», όμως, δεν είναι δυνατόν να θεραπευτούν με άλλο τρόπο παρά μόνον με ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Και αυτό σε βάθος χρόνου».
Ωστόσο, εδώ, όταν γίνεται λόγος για μεταρρυθμίσεις, κάποιοι στήνουν οδοφράγματα, γιατί η όποια αλλαγή «τους χαλάει τη σούπα». Όταν ακούν για επενδύσεις -τις οποίες ο Κέυνς θεωρούσε εκ των ων ουκ άνευ-, βγάζουν σπυράκια, γιατί αυτό σημαίνει πρόοδο. Στο μέτρο δε που απευθύνονται σε κύμβαλα αλαλάζοντα, προτιμούν να ξορκίζουν τον «νεοφιλελευθερισμό» και δεν συμμαζεύεται παρά να αφήνουν χώρο για την ανάπτυξη κριτικής και γόνιμης σκέψης.
Όπως θα έγραφε και ο Κέυνς, πρόκειται «για παράφρονες στην εξουσία που ακούν φωνές να τους καλούν, ενώ αποκρυσταλλώνουν την τρέλα τους από κάποιον πανεπιστημιακό γραφιά παρελθόντων ετών». Τι τα θέλουμε όμως κι εμείς τέτοια λόγια, τέτοιες ώρες…

Δεν υπάρχουν σχόλια: