Μία φράση του ως απάντηση στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν αρκετή για να φουντώσει ξανά η αγαπημένη ασχολία των ημερών:
H σεναριολογία γύρω από το πρόσωπο του νέου προέδρου της δημοκρατίας.
«...Πιστεύετε πραγματικά κ. Τσίπρα ότι μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση με απόλυτη πλειοψηφία που θα εκλέξει πρόεδρο της Δημοκρατίας με σχετική πλειοψηφία και θα αντέξει εδώ μέσα; Η λύση που προτείνουμε... είναι η μόνη που μπορεί να απεμπλέξει τη διαδικασία με την πρόωρη διάλυση της Βουλής», είπε αρχικά ο κ.Μητσοτάκης απευθυνόμενος στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.
Λίγο αργότερα μάλιστα προσέθετε με νόημα ότι ο νέος τρόπος εκλογής «δεν αναιρεί την πολιτική ευθύνη της εκάστοτε πλειοψηφίας για πρόταση προσώπου με ευρύτερη συναίνεση».
Τι λοιπόν είπε ο κ. Μητσοτάκης που προκάλεσε τόσο ντόρο;
Ο πρωθυπουργός δεν έκανε τίποτα άλλο από το να τονίσει το αυτονόητο: Την επιδίωξη της κυβέρνησης του να κινηθεί συναινετικά μακριά από στενές κομματικές γραμμές ώστε να υπάρξει ευρεία συμφωνία των πολιτικών δυνάμεων στο νέο ένοικο του Προεδρικού Μεγάρου.
Είναι άραγε τόσο μεγάλη είδηση ή μήπως ο κ.Μητσοτάκης αποκάλυψε το μεγάλο μυστικό;
Προφανώς και τίποτα από τα δύο δεν ισχύει.
Είναι ξεκάθαρο ότι από μόνη της η διαδικασία εκλογής του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα διαθέτει στοιχεία ευρύτερων συμφωνιών και συγκερασμό απόψεων. Ο κ. Μητσοτάκης άλλωστε γιαυτό ακριβώς το λόγο επεδίωξε και πέτυχε την αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής από το ενδεχόμενο διάλυσης της βουλής, για να υπάρξουν όλες εκείνες οι προϋποθέσεις ώστε ο νέος πρόεδρος της Δημοκρατίας να είναι το αποτέλεσμα διεργασιών συγκλίσεων.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η συγκεκριμένη τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο κοινοβούλιο δεν αποτελεί είδηση και για έναν ακόμα λόγο. Όσοι παρακολουθούν τις κινήσεις του πρωθυπουργού τα τελευταία χρόνια γνωρίζουν ότι είναι υπέρμαχος της συνεννόησης, την οποία μάλιστα αποδεικνύει και στην πράξη. Πρόσφατο παράδειγμα η διαμόρφωση του τελικού πλαισίου του σχεδίου νόμου για την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού.
Ο πρωθυπουργός προκειμένου να υπάρξει η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διακομματική στήριξη έκανε πίσω σε μία από τις αρχικές και βασικές του θέσεις , την επιστολική ψήφο, πετυχαίνοντας τελικά κάτι που στην αφετηρία του δε φαινόταν καθόλου πιθανό. Την ψήφιση με περισσότερες από 200 ψήφους.
Ποια όμως είναι τα δεδομένα που πλέον διαμορφώνονται για την προεδρική εκλογή, καθώς μπαίνουμε στην τελική ευθεία των σχετικών αποφάσεων;
1) Ο κ. Μητσοτάκης θα αποφασίσει για το πρόσωπο που θα προτείνει η κυβερνητική πλειοψηφία μέσα στον Δεκέμβριο, κατά τις ολιγοήμερες διακοπές των Χριστουγέννων. Το έχει αφήσει να εννοηθεί ο ίδιος. Μπορεί βεβαίως τελικώς να καταλήξει και νωρίτερα όμως αυτό θα το γνωρίζει ο ίδιος ή το πολύ και ο άμεσα ενδιαφερόμενες όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις.
2) Η αναθεώρηση του σχετικού άρθρου του συντάγματος δίνει στον κ.Μητσοτάκη δύο δυνατότητες, απομακρύνοντας σε κάθε περίπτωση το ενδεχόμενο εκλογών. Από την μία να «κυνηγήσει» πρόσωπο υπερκομματικό, στέλνοντας μήνυμα συναινετικής διάθεσης (πιθανότατα) μάλιστα αυτή να είναι και η πρώτη του επιλογή. Από την άλλη να έχει πάντα ανοιχτό το σενάριο της πιο «στενής» κομματικής επιλογής (στην περίπτωση που εκείνος το κρίνει απαραίτητο), αφού η ΝΔ διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
3) Μεγάλο ερωτηματικό για πολλούς αποτελεί το τι τελικώς θα κάνει με τον σημερινό πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, ο οποίος προέρχεται από την ΝΔ.
Κάποιοι ήδη προεξοφλούν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δε θα τον προτείνει εκ νέου, έχοντας ως αφετηρία της εκτίμησης τους το γεγονός ότι ο κ.Μητσοτάκης ως βουλευτής δεν ψήφισε τον κ.Παυλόπουλο για ανώτατο πολιτειακό άρχοντα. Αξίζει να θυμίσουμε ότι ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευθεί ότι ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας θα είναι η δική του επιλογή.
Η πραγματικότητα είναι ότι μέχρι σήμερα, ακόμα και οι πιο στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού, δεν γνωρίζουν τις προθέσεις του κ.Μητσοτάκη. Όποιο λοιπόν συμπέρασμα είναι απολύτως πρόωρο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η αναθεώρηση του σχετικού άρθρου δίνει στον κ.Μητσοτάκη ευχέρεια και χρόνου και επιλογών, στρατηγικό πλεονέκτημα το οποίο δεν διέθετε η κυβέρνηση Σαμαρά με τα γνωστά αποτελέσματα από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ το 2015.
Γιάννης Κ. Τρουπής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου