Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

Η αγωνία της ΝΔ και η φαρσοκωμωδία της «κεντροαριστεράς»

Οι δημοσκοπήσεις της περασμένης εβδομάδας επιβεβαίωσαν ορισμένες τάσεις του εκλογικού σώματος
σχετικά με τις κομματικές του προτιμήσεις στην κάλπη των επικείμενων Ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου. 
Η ΝΔ αναμένεται να επιτύχει το πολυπόθητο ποσοστό 30%+, το οποίο εκ των προτέρων συγκρίνει με το αντίστοιχο ποσοστό των Ευρωεκλογών του 2019.
Για τον ίδιο τον Π/Θ το πρόσημο έχει σημασία ούτως ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τη διακυβέρνηση της χώρας χωρίς τα κόμματα της αντιπολίτευσης να έχουν κάποιο έρεισμα να αρχίζουν να ζητούν «πρόωρες» εκλογές εφόσον, σε περίπτωση χαμηλών επιδόσεων του κυβερνώντος κόμματος, θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι η κυβέρνηση έχει απολέσει της εμπιστοσύνη των πολιτών, παρά το 41% προ ολίγων μηνών.
Πρόκειται, φυσικά, περί φαντασιώσεων και πολιτικής μπαρούφας, διότι ακόμα και μια... εκλογική επίδοση της ΝΔ κάτω από το 30% δε θα είναι καταστροφική. Δεν ανατρέπει τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς. Δε θα είναι, όμως, άνευ πολιτικών επιπτώσεων όταν επαληθευτεί στην κάλπη ότι, για διάφορους λόγους, το 58% των εκλογέων επιθυμεί να «ρίξει» ψήφο διαμαρτυρίας προς την κυβέρνηση.

Η αδιατάρακτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ δε συνεπάγεται αυτομάτως, κάτω μάλιστα υπό το φως κάποιας φτωχής εκλογικής επίδοσης, τολμηρές πολιτικές, συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και τα συναφή αλλά μάλλον προσεκτική διαχείριση, στασιμότητα ίσως και αδράνεια. Υπάρχουν αναλογίες στο παρελθόν.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η απάντηση σε δυσμενή εκλογικά αποτελέσματα, το «πήραμε το μήνυμα», είναι πάντα αμφίσημη, διότι το δίλημμα πάντα είναι είτε φυγή προς τα εμπρός και πολιτική τόλμη είτε στασιμότητα, αδράνεια και οπισθοχώρηση. Είτε συνέχιση της πολιτικής της λεγόμενης «τριγωνοποίησης», ήτοι το μείγμα κεντροδεξιών και κεντροαριστερών πολιτικών, (μολονότι ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης χαρακτηρίζει τη ΝΔ «κεντροδεξιό» κόμμα), που έχει ασκηθεί με σχετική επιτυχία, είτε «ανακρούσατε πρύμναν». Η μεν πρώτη επιλογή και τους εκλογείς με προοδευτικό και μετριοπαθή, μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό επαρκώς ικανοποιεί και την παραδοσιακή συντηρητική εκλογική του βάση φροντίζει να διατηρεί με «αντιπαροχές», ενώ η δεύτερη επιλογή θα σημάνει αναπόφευκτα άλλες πολιτικές και«στροφές».
Εκτός τούτου, ο ίδιος ο Π/Θ έχει προσωπικά αναλάβει την ευθύνη και το κόστος παραδοτέων στο τέλος αυτής της δεύτερης τετραετίας του, ένα προσωπικό στοίχημα, όπως το ΕΣΥ, το κοινωνικό κράτος, η δημόσια διοίκηση, η πράσινη μετάβαση, η απασχόληση, οι μισθοί, η σύγκλιση με την ΕΕ, με λίγα λόγια ο «πολυδιάστατος εκσυγχρονισμός» και ο εξευρωπαϊσμός της χώρας, καθώς και αρκετές άλλες δεσμεύσεις προς συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και ανασυγκρότησης περιοχών που έχουν πληγεί από πρωτοφανείς φυσικές καταστροφές, όπως η Θεσσαλία κ.τ.λ. Έχει επωμισθεί προσωπικά μεγάλο πολιτικό βάρος.
Δικαίως ανησυχεί και δικαίως «οργώνει» με τις περιοδείες του τη χώρα. Διότι, ακόμα κι αν η σύγκριση με τα εκλογικά ποσοστά των Ευρωεκλογών του 2019 είναι θετική, εν τούτοις σοβαρές αποκλίσεις από το εκλογικό ποσοστό του 41% της εθνικής κάλπης δε θα είναι άνευ πολιτικών συνεπειών. Ανάλογα με τα μηνύματα θα υπάρξουν και «προσαρμογές» πολιτικών. Για κάθε περαιτέρω συσπείρωση την τελευταία εβδομάδα προ των εκλογών η ΝΔ θα είναι ευτυχής και ευγνώμων, μολονότι η αιωρούμενη αποχή την απειλεί ευθέως.

Η προσοχή των πάντων θα είναι, λοιπόν, συγκεντρωμένη στο ποσοστό της ΝΔ και στην πολιτική του στάθμιση από τον Π/Θ ως προς την εσωτερική πολιτική διάστασή του. Διότι, ουδέν άλλο κόμμα πλην της ΝΔ διεξάγει προεκλογική εκστρατεία με κάποια στοιχειώδη ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Η πολιτική διαμάχη και σύγκρουση επιδιώκεται και εξελίσσεται κυρίως στο εθνικό επίπεδο τη στιγμή που όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης από τη μια μεριά επικρίνουν την ΕΕ και από την άλλη απαιτούν τα πάντα από αυτήν.
Στο εθνικό δε μέτωπο, πέραν της δημαγωγίας και του αχαλίνωτου λαϊκισμού, απουσιάζει κάποιο εναλλακτικό συνεκτικό σχέδιο, πρόγραμμα διακυβέρνησης και εθνικού προσανατολισμού. Απόδειξη ότι σε γενικές γραμμές είτε είναι ανίκανα να προσφέρουν κάποια αξιόπιστη και ρεαλιστική εναλλακτική λύση είτε αποδέχονται πως ουσιαστικές εναλλακτικές λύσεις δεν υπάρχουν, παρά μόνο προτάσεις βελτίωσης. Αλλά, ακόμα και αυτές βρίσκονται σε ανεπάρκεια.
Είναι ενδεικτικό της πενίας ιδεών, προτάσεων και εθνικού προσανατολισμού ότι δεν υπάρχει κάποιο Σχέδιο εναλλακτικής οικονομικής φιλοσοφίας. Το πώς θα μεγαλώσει κατ’ αρχάς η πίτα και κατόπιν πώς θα διανεμηθεί το όποιο πλεόνασμα δίκαια μεν κατά το δυνατό αλλά με τρόπο ώστε να μην εμποδίζεται η περαιτέρω μεγέθυνσή της και να αποπληρώνεται ταυτόχρονα και το δημόσιο χρέος. Κι άλλα σημαντικά και συναφή για τη λειτουργία μιας σύγχρονης οικονομίας. Η έμφαση είναι στις παροχές όχι πρωτίστως στην παραγωγή.

Οι πολίτες είναι ουσιαστικά οικονομικά αναλφάβητοι. Δεν καταβάλλεται καμιά σοβαρή προσπάθεια εκπαίδευσης για να κατανοηθούν με επάρκεια τα βασικά χαρακτηριστικά λειτουργίας της οικονομίας της χώρας, μιας οικονομίας ενταγμένης στο ευρύτερο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο. Γι αυτό αλωνίζουν με άνεση διάφοροι πολιτικοί αγύρτες.
Στο στρατόπεδο των κομμάτων της Αντιπολίτευσης επικρατεί η άκρατη τοξικότητα και επιθετικότητα. Ασφαλώς, τα ποσοστά που θα συγκεντρώσουν τα κόμματα στα δεξιά της ΝΔ, η Ελληνική Λύση και τα άλλα θα έχει κάποια πολιτική σημασία η οποία δεν αποκλείεται τεχνητά να μεγεθυνθεί λόγω της αναμενόμενης ανόδου ομόλογων κομμάτων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η δήθεν «σοβαρή» αντιπολίτευση ενισχύει ανοήτως με κάθε τρόπο ό, τι μειώνει την απήχηση της κυβέρνησης και του Π/Θ από όπου και αν εκπορεύεται, μέσα σε ένα «αντιδεξιό» και αντι-Μητσοτακικό παραλήρημα. Πραγματικός παροξυσμός. Οι πάντες ευπρόσδεκτοι. Ευνοούν στην πράξη και το εννοούν τους «ψεκασμένους» και τα ακροδεξιά κόμματα και προσπαθούν να το συγκαλύψουν.
Με εξαίρεση το ΚΚΕ, που με καθυστέρηση δεκαετιών αναμασά το σύνθημα περί «Ευρώπης των λαών», η διαμάχη μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ του κ. Κασσελάκη και του ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη για τη 2η θέση, αποτελεί το δεύτερο σημαντικό παράγοντα που υποτίθεται ότι θα πυροδοτήσει συνταρακτικές πολιτικές εξελίξεις. Δεν πρόκειται μόνο για δηλώσεις πολιτικών προσώπων. Επί παραδείγματι, ο κ. Χαρίτσης της «Νέας Αριστεράς» θέλει να ανασυγκροτήσει κάποια «Αριστερά» ενώ ο κ. Λοβέρδος των «Δημοκρατών» το Πολιτικό Κέντρο.
Θεμιτές φιλοδοξίες που δεν αποκλείεται να ευοδωθούν, αλλά λόγω μεγέθους δεν αναμένεται να έχουν ευρύτερες πολιτικές επιπτώσεις. Ωστόσο, το κόμμα του κ. Λοβέρδου είναι το μόνο που έχει, θεωρητικά, κυβερνητική προοπτική στην περίπτωση που στις εθνικές εκλογές ξεπεράσει το 3% εάν η ΝΔ δεν καταφέρει να επιτύχει αυτοδυναμία. Κι αυτό ως έχοντας πιστοποιητικό εγγυτέρου συγγενούς.

Η μάχη γίνεται για τη 2η θέση και την αρχηγία κάποιας ανύπαρκτης και φαντασιακής «κεντροαριστεράς» που υποτίθεται ότι συνδέεται με την κατάκτηση της θέσης αυτής. Ο μεν κ. Κασσελάκης, με την περισσή σεμνότητα και το γνώθι σαυτόν που τον διακρίνουν ανακοίνωσε ότι κανένας δεν είναι καλύτερος απ’ αυτόν κι ότι σίγουρα θα είναι ο επόμενος Π/Θ της χώρας. Υποτίθεται ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι συνεργασίες «κορυφής», σκοπεύει όμως να λεηλατήσει την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ. Ο τραμπικός αχταρμάς που προβάλλει, ο αχαλίνωτος λαϊκισμός που προπαγανδίζει με όλα τα μέσα, έχοντας προ πολλού και κατά πολύ ξεπεράσει τον προκάτοχό του, κατά συρροή πολιτικός ψεύτης και κωλοτούμπας, έχει απήχηση σε βαθμό που οι δημοσκοπήσεις να του δίνουν σταθερά προβάδισμα για τη δεύτερη θέση.
Ο κ. Ανδρουλάκης, από την άλλη πλευρά, έχει σαφώς μετριάσει τις προσδοκίες του. Δεν επικαλείται πλέον τον στόχο να κατανικήσει τον κ. Μητσοτάκη, να καταλάβει τη σημερινή του θέση και να πετάξει τη ΝΔ στη θέση της αντιπολίτευσης, τον μεταθέτει για τις εθνικές εκλογές, ούτε μνημονεύει πλέον τη 2η θέση. Απλώς, αρκείται σε κάποια αόριστη «νίκη» που είναι απολύτως βέβαιο ότι θα πετύχει.
Διότι, εάν επιτύχει έστω και κάποια μικρή αύξηση των εθνικών ποσοστών του τότε και αυτή μπορεί να επικαλεσθεί και σε σχέση με τις Ευρωεκλογές του 2019 σε σύγκριση με τις οποίες το τωρινό ποσοστό του αναμένεται να είναι διπλάσιο. Κερδισμένος από χέρι και ακούνητος στην ηγεσία του κόμματος.
Αυτονόητο είναι, ό, τι κι αν ο ίδιος ισχυρίζεται, ότι σε καμιά περίπτωση δε θα ήθελε να είναι ο «φτωχός συγγενής» κάποιας «κεντροαριστερής» σύμπραξης, πόσο μάλλον κάποιας άλλης «ενότητας» την οποία, μάλιστα, επιδιώκουν πίσω από την πλάτη του άλλοι μνηστήρες. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να προτείνει κάποια λοβοτομή, αφαίμαξη και μετάγγιση άλλης ομάδας αίματος για να χαρακτηρίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως έχει σήμερα «κεντροαριστερό» και κόμμα του «προοδευτικού χώρου» και να συμπράξει μαζί του ή απλώς να ανοίξει κάποιο διάλογο.
Το παράδοξο στην περίπτωση αυτή δεν είναι το τμήμα εκείνο της εκλογικής βάσης του Ανδρεοπαπανδρεικού λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ που μετακόμισε στο ΣΥΡΙΖΑ αλλά το γεγονός ότι και υπό τον προηγούμενο αρχηγό του κόμματος αλλά και σήμερα απίθανα σημαντικός αριθμός όσων αυτοχαρακτηρίζονται ως «κεντροαριστεροί» αλλά και γενικά ως «κεντρώοι» (κατά πολύ μικρότερο ποσοστό, αλλά υπάρχουν) αναγνωρίζουν τον εαυτό τους περισσότερο στον ΣΥΡΙΖΑ παρά στο ΠΑΣΟΚ ως τον πολιτικό φορέα που θέλουν να τους εκπροσωπεί. Είναι κι αυτό ένα άλλο σημαντικό θέμα με το οποίο θα πρέπει να καταπιαστεί και να αναλύσει κάποια στιγμή σοβαρά ο πολιτικός ψυχίατρος.
Επομένως, ο κ. Ανδρουλάκης (αλλά και ο κ. Κασσελάκης) θα πρέπει να ανησύχησαν σφόδρα από τη δημοσκόπηση εκείνη που έφερε κάποιον τρίτο, τον κ. Τσίπρα πρώτο με 16% στις προτιμήσεις για ηγέτη της «κεντροαριστεράς». Τον φέρουν να κάνει κάποιο πολιτικό restart, Δηλώνει ο ίδιος παρών με διάφορους τρόπους. Βέβαια, προς το παρόν η εκλογή του στη Βουλή εξαρτάται απόλυτα από τον κ. Κασσελάκη και το κόμμα του Σημειωτέον, ότι στην ίδια δημοσκόπηση μετρήθηκε και ο «Δούξ των Αθηνών», προφανώς διότι το δικό του μοντέλο «κεντροαριστεράς» είναι ευρύτερο και πιο συναρπαστικό. Περιλαμβάνει το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Γι'αυτό και ο κ. Κασσελάκης έσπευσε πάραυτα να αποστρατεύσει (ούτε Υπουργό δε θα τον διόριζε!) τον πάλαι ποτέ μέντορά του που του παρέδωσε στην ουσία το σκήπτρο της ηγεσίας. Δηλώνει ασμένως ή προσποιείται πως δεν ενδιαφέρεται για την «κεντροαριστερά». Στράφηκε μάλιστα προς τα «αριστερά» με τον Μπελογιάννη και τα παρόμοια δηλώνοντας ότι θα παραμείνει ενταγμένος στην Ευρωπαϊκή Αριστερά. Εφόσον τόσο πολύ κόπτεται για την «κεντροαριστερά» γιατί δεν εγκαταλείπει την Αριστερά; Κι άλλο Αίνιγμα!. Προφανώς, διότι θέλει να εμφανίζεται ως «αριστεροκεντρώος», να πατάει παντού κι όχι μόνο σε δυο βάρκες κι όσοι «πιστοί» προσέλθετε!! Και προσέρχονται!!

Είναι φανερό ότι κάποιες ομάδες συμφερόντων (μιντιακές, επιχειρηματικές και άλλες) ουδόλως ενδιαφέρονται για το περιεχόμενο κάποιας αυθεντικής «κεντροαριστεράς», στην ουσία ανύπαρκτης ως σοβαρή κομματική έκφραση όχι όμως ως πολιτικός χώρος και πολιτική διάθεση και επιλογή πολιτών. Απλώς, επιδιώκουν κάποια «Συγκόλληση» ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, κάποια συμπόρευση, την οποία και καλλιεργούν με όλα τα μέσα, με όλους τους τόνους.
Καθώς συνειδητοποιούν τη συνεχιζόμενη πολιτική κυριαρχία της ΝΔ αλλά κυρίως του κ. Μητσοτάκη, τον οποίο και επιδιώκουν να ανατρέψουν πάση θυσία, αναζητούν «αξιόπιστα» πολιτικά σχήματα για να τα ενισχύσουν, αλλά δεν τα βρίσκουν. Ούτε δεύτερο κόμμα αντίστοιχης απήχησης με αυτής της ΝΔ υπάρχει για την αντικαταστήσει στην κυβέρνηση, ούτε εκλογικός συνασπισμός κομμάτων μπορεί να φέρει την ανατροπή λόγω του ισχύοντος εκλογικού νόμου. Επομένως, επί του παρόντος, θα περιοριστούν στο να προωθήσουν με κάθε τρόπο και κάθε μέσο την «ενότητα» μιας «κεντροαριστεράς», που μόνο στη φαντασία τους υπάρχει, για να φθείρουν όσο μπορούν την κυβέρνηση και προσωπικά τον κ. Μητσοτάκη αναζητώντας και τον κατάλληλο αρχηγό. Αν υπάρχει, τότε προς τι οι δημοσκοπήσεις; Τραγέλαφος. Φαρσοκωμωδία.
Κι έτσι βαδίζουμε προς τις Ευρωεκλογές βουτηγμένοι στην εσωστρέφεια, την εθνική ομφαλοσκόπηση και την τιμή της φέτας και του καφέ χωρίς στην ουσία να συζητούμε τα κρίσιμα ευρωπαϊκά θέματα, τον προσανατολισμό της ΕΕ και τις ελληνικές θέσεις και προοπτικές. Θέματα που θα επηρεάσουν βαθύτατα την πορεία της χώρας μας στα προσεχή χρόνια. Περί άλλων τυρβάζομεν και αγρόν αγοράζομεν.

Απομένει μια εβδομάδα σχεδόν για την κάλπη της Κυριακής και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις. Ωστόσο, η κάλπη είναι πάντα η τελική δημοσκόπηση. Κοινότοπο αλλά αληθές.

Σημείωση: Χαρακτηριστικό της υποκρισίας που επικρατεί σχετικά με τις Ευρωεκλογές, για τις ενδεχόμενη αποχή από τις οποίες χύνονται μαύρα δάκρυα, είναι το γεγονός ότι σε κυριακάτικη εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας ψάχνει κανείς με το φακό στην πρώτη σελίδα για να ανακαλύψει κάπου σε μια άκρη με ψιλά γράμματα το θέμα των Ευρωεκλογών, όταν την ερχόμενη Κυριακή στήνονται οι κάλπες. Κι ενώ κόπτονται για την «αδιαφορία» των πολιτών συμπεριφέρονται ωσάν να επιδιώκουν συνειδητά τη μέγιστη δυνατή αποχή, η οποία, σύμφωνα με τους αναλυτές, αναμένεται να πλήξει περισσότερο τη ΝΔ.

Βασίλης Καπετανγιάννης

* Ο Βασίλης Καπετανγιάννης είναι πολιτικός επιστήμων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: