Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Λεφτόδεντρα, συνταγές χρεοκοπίας και «όχι σε όλα» από το ΠΑΣΟΚ

Η ελληνική πολιτική σκηνή έχει περάσει τα τελευταία χρόνια μακριά από τον «παραδοσιακό» διπολισμό.
Η περίοδος των μνημονίων, με τις αλλεπάλληλες κυβερνητικές κρίσεις, τις κυβερνήσεις συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και τελικά την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητικό «παίχτη» έστω και με τον παράδοξο εταίρο των ΑΝΕΛ, άλλαξε τα «πατροπαράδοτα» δεδομένα του δικομματισμού.
Οι εθνικές εκλογές του 2023 –που σηματοδότησαν την αρχή της αντίστροφης μέτρησης για την Κουμουνδούρου, την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα από την πολιτική σκηνή και τελικά την αποδόμηση του κόμματός του– αλλάζει και πάλι το «μείγμα» των πολιτικών πρωταγωνιστών. Το ερώτημα είναι αν αλλάζει και το «μείγμα» των πολιτικών θέσεων και τακτικών.
Σε δύο κρίσιμες κοινοβουλευτικές «μάχες» μια τέτοια προοπτική δεν φάνηκε. Η αντιπολίτευση και ειδικότερα το ΠΑΣΟΚ, που φιλοδοξεί να αναδειχθεί στην εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης για τη χώρα, εξακολουθεί να απορρίπτει οποιαδήποτε κυβερνητική πρωτοβουλία και να καταψηφίζει, εμμένοντας στο «όχι σε όλα», καταθέτοντας δικές του προτάσεις, βασισμένες στα «λεφτόδεντρα»... κατά την πλειοψηφία.
Το νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας για τα απογευματινά χειρουργεία, που το ΠΑΣΟΚ δεν στήριξε, όπως και πρόσφατα το νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών για το ΑΣΕΠ, είναι δύο χαρακτηριστικά δείγματα γραφής για την τακτική, που η Χαριλάου Τρικούπη θέλει να ακολουθήσει.

Αυτή την ώρα, ενάμιση χρόνο μετά τις εθνικές κάλπες και μακριά ακόμη από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, που προσδιορίζεται το 2027, η πολιτική «μονομαχία» βασίζεται σε δύο πραγματικότητες. 
Η πρώτη είναι η πραγματικότητα που διαμορφώνουν οι εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα, που διατηρεί με οριακό τρόπο τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, φυλλορροεί και το πιο πιθανό σενάριο είναι μέσα στις επόμενες ημέρες ή εβδομάδες να απωλέσει την κοινοβουλευτική του θέση, δίνοντας τα «σκήπτρα» στη Χαριλάου Τρικούπη.
Η δεύτερη πραγματικότητα είναι αυτή, που αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις. Μετά τις ευρωεκλογές, το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται σε όλες τις μετρήσεις στη δεύτερη θέση, με τα ποσοστά του να καταγράφουν ανοδική τροχιά, μετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη. Αυτές οι δύο πραγματικότητες έχουν ήδη οδηγήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αναγάγει σε πολιτικό του αντίπαλο εντός κοινοβουλίου τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ.

Το Μέγαρο Μαξίμου βρίσκεται εν αναμονή του επόμενου κύματος δημοσκοπήσεων, στο οποίο θα καταγράφεται και το αποτύπωμα των τελευταίων καταλυτικών εξελίξεων στον ΣΥΡΙΖΑ και ο αντίκτυπός του στο ΠΑΣΟΚ, δείχνοντας αν οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι της Κουμουνδούρου στρέφονται αυτομάτως στην Χαριλάου Τρικούπη. 
Έως τότε, το κυβερνητικό επιτελείο επιχειρεί να δημιουργήσει αναχώματα, επίσης σε δύο επίπεδα. 
Το πρώτο είναι να «χτίσει» την πολιτική του αντιπαράθεση με το ΠΑΣΟΚ πάνω σε συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις, επιδιώκοντας να αναδείξει έλλειψη εφαρμόσιμων, κοστολογημένων και αξιόπιστων προτάσεων, που θα έδιναν «πόντους» κυβερνησιμότητας στον Νίκο Ανδρουλάκη.
Άλλωστε, οι υπάρχουσες δημοσκοπήσεις πιστοποιούν ότι γι’ αυτό το χαρακτηριστικό δεν έχει πείσει ακόμη το ΠΑΣΟΚ τους πολίτες, καθώς ούτε το κόμμα καταγράφεται ως εναλλακτική κυβέρνηση στη συνείδηση των ερωτηθέντων, ούτε ο Νίκος Ανδρουλάκης ως εναλλακτικός πρωθυπουργός. 
Το δεύτερο στοιχείο, που η κυβέρνηση επιχειρεί να ενισχύσει, είναι οι ομοιότητες του ΠΑΣΟΚ με τον παλαιό ΣΥΡΙΖΑ, στο περιεχόμενο των προτάσεων, αλλά και την αντιπολιτευτική τακτική.
Τα κυβερνητικά στελέχη χαρακτηρίζουν το ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευση του «όχι σε όλα», ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατηγόρησε τον Νίκο Ανδρουλάκη ότι αντιγράφει τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τα λάθη του, καταθέτοντας μη κοστολογημένα μέτρα για μείζονα ζητήματα.

Η απουσία αντίπαλου πόλου δεν ευνόησε την κυβέρνηση από την εκλογική αναμέτρηση του 2023 και την επανεκλογή της έως τις ευρωεκλογές. Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2023, ήταν η τελευταία φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε το επιχείρημα του κινδύνου η χώρα να χάσει ό,τι έχει επιτύχει στην περίπτωση επιστροφής στο παρελθόν. 
Η απουσία αντίπαλου πόλου οδήγησε και σε φαινόμενα αλαζονείας, για τα οποία ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε χτυπήσει «καμπανάκι» κινδύνου και σε εφησυχασμό, που στοίχισε στην κυβέρνηση, όπως αποδείχθηκε και στην κάλπη των ευρωεκλογών. Το κυβερνητικό επιτελείο ανέδειξε την καθημερινότητα ως τον βασικό της αντίπαλο, γνωρίζοντας ωστόσο ότι η «μάχη» αυτή πολύ δύσκολα βγάζει νικητή στο τέλος της ημέρας.

Στα περίπου δυόμιση χρόνια που απομένουν έως τις εθνικές εκλογές, το Μέγαρο Μαξίμου επιδιώκει να θέσει εκείνο το πολιτικό περίγραμμα και τους όρους της «μονομαχίας» που θα εξελιχθεί. Τα αποτελέσματα του κυβερνητικού έργου θα είναι τότε το πρώτο κριτήριο για τους πολίτες στις κάλπες, σημειώνουν από το κυβερνητικό επιτελείο, γνωρίζοντας, όμως, ότι στο τέλος της δεύτερης τετραετίας μιας κυβέρνησης, εξίσου σημαντικό είναι και το κριτήριο της προοπτικής. 
Το διακύβευμα της πολιτικής σταθερότητας αναμένεται να επανέλθει στο προσκήνιο, ωστόσο το διακύβευμα αυτό έχει νόημα ως πολιτικό δίλημμα όταν υπάρχει και πολιτικός αντίπαλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: