Πολλοί απορούν, και απορούν ειλικρινά, με την απόφαση του Γιώργου Α. Παπανδρέου να ιδρύσει κόμμα και να κατέβει μ’ αυτό στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου.
Ο Γ.Π. είναι ένας πολιτευόμενος α λα βαλκανικά, ένας προεστός του σογιού και της φάρας, ένας ακόμα κοτζάμπασης.
Για έναν τέτοιο κοτζάμπαση θέσμια και τίτλοι παρελθοντικοί δεν...
μετράνε.
Δεκάρα δεν δίνει για το μαγαζί του πατέρα ή του μέντορά του, αν είναι ο ίδιος να τη βγάλει καθαρή.
Κόμμα Φιλελευθέρων, Δημοκρατικό Κόμμα, Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, ξανά μανά Φιλελεύθεροι, Ένωσις Κέντρου: από πόσα τέτοια σεπτά καταστήματα δεν διήλθε ο συνώνυμος και συνεπώνυμος πάππος, προτού φέρει τη χώρα εκεί που την έφερε;
Μήπως δεν πολιτεύτηκε και με τον Συναγερμό του Παπάγου ακόμη στις εκλογές του 1952 για να περισωθεί στη Βουλή, τότε που κι ο Πλαστήρας ο ίδιος μαυρίστηκε κι έμεινε απ’ έξω; Και μεταξύ μας, εκείνος είχε τα κότσια την αλήθεια να τη βγάζει ενίοτε φόρα παρτίδα: «Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου», μ’ αυτόν τον τίτλο κατέβηκε στις εκλογές του 1950 και του 1951. Επωνυμία ακριβέστερη σήμερα πού θα τη βρει το εγγόνι;
Ο κοτζάμπασης μπορεί να επικαλείται ιδέες και θεσμούς, υψηλόφρονα οράματα και ξένους περιώνυμους φίλους, μπορεί να μασκαρεύεται με χρυσοποίκιλτα άμφια και να γητεύει με δαύτα το πόπολο και τους αδαείς, μπορεί να πιστεύει κι ο ίδιος κάποτε τα φούμαρα που διακινεί· την υποταγή τη θέλει όμως προσωπική, τη θέλει τοις μετρητοίς, σ’ εκείνον τον ίδιο.
«Δεν υπάρχουν θεσμοί, υπάρχει μόνο ο λαός!». Αυτά δεν έκραζε προεκλογικά ο Ανδρέας το 1989 στο ωρυόμενο πλήθος που τον γιόρταζε;
Ο αρχηγός είναι ο Ποιμήν, τα πρόβατά του είναι ο λαός, κάθε ενδιάμεσος είναι ανεπιθύμητος. Κόμμα, κράτος και νόμοι είναι ασήμαντοι, αυτό που μετράει είναι ο αρχηγός, η δυναστεία, η φάρα!
Η φάρα από ιδεολογίες δεν ξέρει. Ξέρει από υποτακτικούς, από βασάλους, από ψυχοπαίδια.
Παλιά ήταν πρωτοπαλλήκαρα και νταήδες με τον σουγιά και το λάζο, σήμερα είναι θεσιθήρες και ποσαπαίρνηδες κλακαδόροι.
Πρώτα ορκίζονταν ευθέως στο αίμα, προσκυνούσαν τα εικονίσματα της φαμίλιας και φιλούσαν τη δεξιά του αφέντη τους στις μεγαλογιορτές. Τώρα συναμαζεύονται σαν τους τραμπούκους του όχλου και ανεμίζουν κουρελιασμένα συνθήματα: «Γιώργο, γερά», «το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ», «ρίξτε τα δεκανίκια της δεξιάς»...
Τον σώγαμπρο τον γιουχάρουνε – εύλογο.
Προδότη τον ανεβάζουνε και προδότη τον κατεβάζουνε.
Τι κι αν τους κράτησε το μαγαζί όταν ο προύχοντας τα ’κανε ρόιδο και γύρισε απ’ έξω ρεζίλι, με την ουρά του στα σκέλια σαν δαρμένο σκυλί;
Τι κι αν ο δικός τους τα ίδια έκανε πρώτος και τα ίδια θα κάνει και πάλι, έτσι κι οι άνοες του δώσουν και πάλι τιμόνι στα χέρια;
Αυτοί εκεί, μπεσαλήδες, ολοπρόθυμοι να τον περιφέρουν στον ώμο. Δέκα φορές να τους πάει στον πάτο, δέκα φορές θα βγουν στον αφρό, εθελοντές για ένα νέο ναυάγιο.
Η φάρα είναι ορκισμένη. Απ’ το ’16 που πρωτομπήκε στα πράγματα, κοντεύει αιώνας τώρα, οι δεσμοί είναι γεροί, τα ανακλαστικά είναι δουλεμένα κι αυτόματα, στο μαντρί πειθαρχούν.
Απέναντί της έχει άλλα κοπάδια, που γαυγίζουν άλλα συνθήματα, κόκκινα και γαλάζια και παρδαλά, που γουστάρουν εξίσου κορδέλες και φούμαρα, που ορέγονται κι αυτά το γκουβέρνο. Αν θέλει ν’ αντέξει επομένως πρέπει να βάλει τα δυνατά της, ν’ ανασκουμπωθεί.
Το σπουδαιότερο: φάρες και κοτζαμπάσηδες δεν βρίσκεις μόνο στην πολιτική. Είναι παντού γύρω μας, η σκιά τους σκεπάζει την κοινή μας ζωή.
Ο εύφημος βιομήχανος που ξεπουλάει τα όσα έχτισαν με ιδρώτα και κόπο οι δικοί του και ως ραντιέρης πια μοστράρει τις συλλογές του της τέχνης είναι τέτοιος: κοτζάμπασης.
Ο γόης μεγαλογιατρός ή μεγαλοδικηγόρος που τριγυρνάει στα κανάλια επιδεικνύοντας στους άσχετους κύρος επιστημονικό που δεν διαθέτει είναι τέτοιος: κοτζάμπασης.
Ο λεπταίσθητος μηντιάρχης που όταν δεν ανεβοκατεβάζει πρωθυπουργούς θεραπεύει εν αυλοίς και οργάνοις τις Μούσες είναι τέτοιος: κοτζάμπασης.
Ο βαρύς διανοούμενος που επικαλείται την εμβριθή του καλλιέργεια και τα κοσμοπολίτικά του κονέ ενώ ο ίδιος ζει από τις λογοκλοπές και τα ξεσηκώματα είναι τέτοιος: κοτζάμπασης.
Όλη η Ελλάδα είναι τέτοια εν πολλοίς. Θερμοκήπιο σωστό για φάρες και υποτακτικούς, για τσοπάνηδες και μπιστικούς και κοπάδια.
Βολικό πωλητήριο για κάθε είδους πελάτες.
Τι να υπάρχει άξιον απορίας εδώ;
Κώστας Κουτσουρέλης
Το Ποντίκι
orthografos
Πώς γίνεται, ρωτούν, να ρημάζει κανείς αυτοθέλητα την κληρονομιά του πατρός του, να σπρώχνει σε τέτοια οικτρή δοκιμασία το έργο του;
Η απορία αυτή, αν την καλοσκεφτείς, μόνο απορία προκαλεί.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου ο νεότερος δεν είναι δα κάνας δημόσιος ανήρ, κάνας statesman με τη γεμάτη σημασία του όρου, θιασώτης προγραμμάτων και άλλων υψιπετών ιδεών, υπήκοος αρχών και κοσμοθεωρητικών αποφάσεων.Ο Γ.Π. είναι ένας πολιτευόμενος α λα βαλκανικά, ένας προεστός του σογιού και της φάρας, ένας ακόμα κοτζάμπασης.
Για έναν τέτοιο κοτζάμπαση θέσμια και τίτλοι παρελθοντικοί δεν...
μετράνε.
Δεκάρα δεν δίνει για το μαγαζί του πατέρα ή του μέντορά του, αν είναι ο ίδιος να τη βγάλει καθαρή.
Κόμμα Φιλελευθέρων, Δημοκρατικό Κόμμα, Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, ξανά μανά Φιλελεύθεροι, Ένωσις Κέντρου: από πόσα τέτοια σεπτά καταστήματα δεν διήλθε ο συνώνυμος και συνεπώνυμος πάππος, προτού φέρει τη χώρα εκεί που την έφερε;
Μήπως δεν πολιτεύτηκε και με τον Συναγερμό του Παπάγου ακόμη στις εκλογές του 1952 για να περισωθεί στη Βουλή, τότε που κι ο Πλαστήρας ο ίδιος μαυρίστηκε κι έμεινε απ’ έξω; Και μεταξύ μας, εκείνος είχε τα κότσια την αλήθεια να τη βγάζει ενίοτε φόρα παρτίδα: «Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου», μ’ αυτόν τον τίτλο κατέβηκε στις εκλογές του 1950 και του 1951. Επωνυμία ακριβέστερη σήμερα πού θα τη βρει το εγγόνι;
Ο κοτζάμπασης μπορεί να επικαλείται ιδέες και θεσμούς, υψηλόφρονα οράματα και ξένους περιώνυμους φίλους, μπορεί να μασκαρεύεται με χρυσοποίκιλτα άμφια και να γητεύει με δαύτα το πόπολο και τους αδαείς, μπορεί να πιστεύει κι ο ίδιος κάποτε τα φούμαρα που διακινεί· την υποταγή τη θέλει όμως προσωπική, τη θέλει τοις μετρητοίς, σ’ εκείνον τον ίδιο.
«Δεν υπάρχουν θεσμοί, υπάρχει μόνο ο λαός!». Αυτά δεν έκραζε προεκλογικά ο Ανδρέας το 1989 στο ωρυόμενο πλήθος που τον γιόρταζε;
Ο αρχηγός είναι ο Ποιμήν, τα πρόβατά του είναι ο λαός, κάθε ενδιάμεσος είναι ανεπιθύμητος. Κόμμα, κράτος και νόμοι είναι ασήμαντοι, αυτό που μετράει είναι ο αρχηγός, η δυναστεία, η φάρα!
Η φάρα από ιδεολογίες δεν ξέρει. Ξέρει από υποτακτικούς, από βασάλους, από ψυχοπαίδια.
Παλιά ήταν πρωτοπαλλήκαρα και νταήδες με τον σουγιά και το λάζο, σήμερα είναι θεσιθήρες και ποσαπαίρνηδες κλακαδόροι.
Πρώτα ορκίζονταν ευθέως στο αίμα, προσκυνούσαν τα εικονίσματα της φαμίλιας και φιλούσαν τη δεξιά του αφέντη τους στις μεγαλογιορτές. Τώρα συναμαζεύονται σαν τους τραμπούκους του όχλου και ανεμίζουν κουρελιασμένα συνθήματα: «Γιώργο, γερά», «το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ», «ρίξτε τα δεκανίκια της δεξιάς»...
Τον σώγαμπρο τον γιουχάρουνε – εύλογο.
Προδότη τον ανεβάζουνε και προδότη τον κατεβάζουνε.
Τι κι αν τους κράτησε το μαγαζί όταν ο προύχοντας τα ’κανε ρόιδο και γύρισε απ’ έξω ρεζίλι, με την ουρά του στα σκέλια σαν δαρμένο σκυλί;
Τι κι αν ο δικός τους τα ίδια έκανε πρώτος και τα ίδια θα κάνει και πάλι, έτσι κι οι άνοες του δώσουν και πάλι τιμόνι στα χέρια;
Αυτοί εκεί, μπεσαλήδες, ολοπρόθυμοι να τον περιφέρουν στον ώμο. Δέκα φορές να τους πάει στον πάτο, δέκα φορές θα βγουν στον αφρό, εθελοντές για ένα νέο ναυάγιο.
Η φάρα είναι ορκισμένη. Απ’ το ’16 που πρωτομπήκε στα πράγματα, κοντεύει αιώνας τώρα, οι δεσμοί είναι γεροί, τα ανακλαστικά είναι δουλεμένα κι αυτόματα, στο μαντρί πειθαρχούν.
Απέναντί της έχει άλλα κοπάδια, που γαυγίζουν άλλα συνθήματα, κόκκινα και γαλάζια και παρδαλά, που γουστάρουν εξίσου κορδέλες και φούμαρα, που ορέγονται κι αυτά το γκουβέρνο. Αν θέλει ν’ αντέξει επομένως πρέπει να βάλει τα δυνατά της, ν’ ανασκουμπωθεί.
Το σπουδαιότερο: φάρες και κοτζαμπάσηδες δεν βρίσκεις μόνο στην πολιτική. Είναι παντού γύρω μας, η σκιά τους σκεπάζει την κοινή μας ζωή.
Ο εύφημος βιομήχανος που ξεπουλάει τα όσα έχτισαν με ιδρώτα και κόπο οι δικοί του και ως ραντιέρης πια μοστράρει τις συλλογές του της τέχνης είναι τέτοιος: κοτζάμπασης.
Ο γόης μεγαλογιατρός ή μεγαλοδικηγόρος που τριγυρνάει στα κανάλια επιδεικνύοντας στους άσχετους κύρος επιστημονικό που δεν διαθέτει είναι τέτοιος: κοτζάμπασης.
Ο λεπταίσθητος μηντιάρχης που όταν δεν ανεβοκατεβάζει πρωθυπουργούς θεραπεύει εν αυλοίς και οργάνοις τις Μούσες είναι τέτοιος: κοτζάμπασης.
Ο βαρύς διανοούμενος που επικαλείται την εμβριθή του καλλιέργεια και τα κοσμοπολίτικά του κονέ ενώ ο ίδιος ζει από τις λογοκλοπές και τα ξεσηκώματα είναι τέτοιος: κοτζάμπασης.
Όλη η Ελλάδα είναι τέτοια εν πολλοίς. Θερμοκήπιο σωστό για φάρες και υποτακτικούς, για τσοπάνηδες και μπιστικούς και κοπάδια.
Βολικό πωλητήριο για κάθε είδους πελάτες.
Τι να υπάρχει άξιον απορίας εδώ;
Κώστας Κουτσουρέλης
Το Ποντίκι
orthografos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου