*Ντιλρουκές
είναι περσική λέξη και σημαίνει την ελκυστική για την καρδιά και την
ψυχή.
Το παραμύθι αυτό έρχεται από την Τουρκία. ...
Ψέμα είναι, αλήθεια είναι, μια φορά κι
έναν καιρό, σε μια χώρα κοντά στα μέρη που ζουν οι γίγαντες, ζούσαν
τρεις πολύ φτωχές αδελφές.
Κάθε νύχτα μέχρι τα χαράματα, γνέθανε
βαμβάκι, έραβαν και κεντούσαν. Το πρωί μία από αυτές πήγαινε ο, τι είχαν
φτιάξει στην αγορά, τα πούλαγε και αγόραζε ο, τι χρειάζονταν για να
πιουν, να φάνε και να ζεσταθούν.
Μια φορά ο πατισαχ (βασιλιάς) αυτής της
χώρας, οργισμένος για κάποιο λόγο με τους υπηκόους του, διέταξε επί
τρεις νύχτες να μην ανάψει κανένας φως στο σπίτι του. Όποιος τολμούσε να
παραβεί την εντολή του, θα τιμωρούταν.
Τι να κάνουν οι κοπέλες; Στα σκοτεινά δε
γίνεται δουλεία. Εάν δεν δούλευαν όμως, την επόμενη μέρα θα πεινούσαν.
Έτσι, κρέμασαν χοντρές κουρτίνες στα παράθυρα των δωματίων, άναψαν ένα
μικρό καντήλι και συνέχισαν τη δουλειά τους.
Το τρίτο βράδυ μετά την απαγόρευση, ο
πατισάχ πήρε δυο συνοδούς μαζί του και ξεκίνησε να κάνει περιοδεία στη
χώρα του. Ακριβώς εκείνο το βράδυ, μια γωνιά της κουρτίνας σ’ ένα από τα
δωμάτια των κοριτσιών είχε σηκωθεί. Μόλις είδε το φως ο πατισάχ θύμωσε
τρομερά. Οι άνθρωποι που τον συνόδευαν προσπάθησαν να καταλαγιάσουν το
θυμό του.
“Εξοχότατε, ας περιμένουμε να δούμε, ίσως
τα αφεντικά αυτού του σπιτιού να είχαν μια επείγουσα δουλειά Αν δεν
είναι έτσι, τότε όποια τιμωρία διατάξετε θα την εφαρμόσουμε. Και
αποφάσισαν να κρυφακούσουν κάτω από τα παράθυρα του σπιτιού. Άκουσαν
τότε τη μεγαλύτερη κοπέλα να λέει:
“Αχ, εάν ο πατισαχ με πάντρευε με τον επιστάτη του θα μπορούσα να τρώω μέχρι που να χορτάσω”.
η μεσαία είπε: “Εάν ο πατισάχ με πάντρευε με τον φύλακα των ρούχων, κάθε μέρα θα φορούσα καινούριο φουστάνι”.
ενώ η μικρότερη είπε: “εάν ο πατισάχ με
παντρευόταν, θα έκανα δύο παιδιά- ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Όταν το
κορίτσι γελά θα ανθίζουν τριαντάφυλλα, όταν κλαίει θα χύνονται
μαργαριτάρια”. Οι μικρότεροι είναι πάντα τόσο έξυπνοι!
Όταν τα άκουσε αυτά ο πατισάχ διέταξε να
φέρουν στο παλάτι, το άλλο πρωί, τις τρεις κοπέλες. Τη μεγαλύτερη την
πάντρεψε με τον επιστάτη, τη μεσαία με το φύλακα των ρούχων και την
μικρότερη την πήρε για γυναίκα του. Κι έτσι οι αδελφές απολάμβαναν τη
ζωή του παλατιού.
Πέρασαν εννέα μήνες και δέκα ημέρες και
ήρθε η ώρα που η μικρότερη αδελφή θα γεννούσε.Οι μεγαλύτερες αδερφές της
όμως, που τη ζήλευαν, κάλεσαν τη γριά του παλατιού κι αφού της έδωσαν
λεφτά της είπαν:
“Λυπήσου μας γριά, βοήθησε μας να απαλλαγούμε από την αδερφή μας! Μόνο εσύ μπορείς να σκεφτείς κάτι!”
“Μην ανησυχείτε κορίτσια, όλα θα γίνουν από καλά καλύτερα” τις καθησύχασε εκείνη.
Μόλις η γυναίκα του πατισάχ γέννησε ένα
κοριτσάκι κι ένα αγοράκι, πανέμορφα σαν τον ήλιο, η γριά πήρε τα παιδιά
και στη θέση τους άφησε δυο κουτάβια. Όταν ειδοποίησαν τον πατισάχ ότι η
γυναίκα του γέννησε δυο σκυλιά, αυτός απ’ το θυμό του διέταξε να την
παραχώσουν μέχρι τη μέση στη γη, στο πιο εμφανές μέρος της πόλης, για να
μπορεί κάθε περαστικός να τη βλέπει.
Στο μεταξύ η γριά πήρε τα δυο παιδιά, τα πήγε στην άκρη της πόλης και τα άφησε ανάμεσα σε κάτι μπαχτσέδες στην όχθη του ποταμού.
Λίγο αργότερα στο ποτάμι έφτασε ένας
κηπουρός και είδε στην όχθη τα δύο νεογέννητα παιδιά που ήταν πανέμορφα
σαν τον ήλιο. Χάρηκε αφάνταστα, γιατί αυτός και η γυναίκα του δεν είχαν
παιδιά, και τα πήγε στην καλύβα του. Κι ενώ η γυναίκα του περιποιόταν
και τάιζε τα παιδιά, με απορία παρατήρησαν πως όταν το κοριτσάκι
έκλαιγε, χύνονταν μαργαριτάρια και ΄ταν γέλαγε άνθιζαν τριαντάφυλλα.
Ευχαρίστησαν τον Αλλάχ για την ωραία ζωή που τους χάρισε, μάζεψαν τα
μαργαριτάρια κι έβαλαν τα τριαντάφυλλα-που είχαν ανθίσει σε απίστευτα
χρώματα- σε ένα καλάθι. Μετά, ο κηπουρός πήρε το καλάθι και πήγε στο
παλάτι.
ο πατισάχ θαύμασε τα τριαντάφυλλα και
έδωσε στον κηπουρό πολλά λεφτά. Όταν την επόμενη μέρα ο κηπουρός έφερε
άλλο ένα ίδιο καλάθι με τριαντάφυλλα, ο πατισάχ τα μοίρασε σε όλους τους
αυλικούς. Άρχισε όμως να ρωτά τον κηπουρό πως τα καλλιεργεί αυτά τα
λουλούδια, και ο κηπουρός απέφευγε να πει την αλήθεια. Οι κακές αδελφές
όμως κατάλαβαν την ύπαρξη των παιδιών και τρομαγμένες φώναξαν τη γριά.
“Λυπήσου μας γριά τα παιδιά είναι ζωντανά! Κάνε κάτι!” της είπαν.
“Τι λέτε; Αφού τα άφησα στο ποτάμι του βουνού, αυτά από καιρό θα έχουν πεθάνει” απάντησε αλλά αυτές δεν ησύχαζαν.
“Όπου και να είναι τα παιδιά να τα βρεις και να τα αφανίσεις”.
Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά η γριά,
ξεκίνησε να βρει το σπίτι του κηπουρού. Σαν έφτασε εκεί τι να δει: τη
γυναίκα του κηπουρού να ταΐζει τα δύο παιδιά που εκείνη είχε αφήσει στο
ποτάμι. Πλησίασε, τη χαιρέτησε και της έπιασε την κουβέντα:
“Κόρη μου, δικά σου είναι αυτά τα παιδιά; Δόξα στον Αλλάχ είναι τόσο όμορφα!”
“Τόσα χρόνια δεν είχαμε παιδιά. Ο Αλλάχ μας τα χάρισε”
“Και πως έγινε αυτό κόρη μου;”
Και η γυναίκα του κηπουρού της διηγήθηκε ο, τι είχε συμβεί.
“έχω ακούσει πως όταν το κοριτσάκι γελά
ανθίζουν τριαντάφυλλα, ενώ όταν κλαίει χύνονται μαργαριτάρια. Ο άντρας
σου εδώ και δύο μέρες φέρνει στο παλάτι τριαντάφυλλα, μήπως είναι τα
ίδια;”
“Ναι” αναγκάστηκε να παραδεχτεί η γυναίκα του κηπουρού.
“Άκουσε κόρη μου, θα σου δώσω μια
συμβουλή αλλά σε παρακαλώ μη με προδώσεις. Απαλλαχτείτε από αυτά τα
παιδιά αλλιώς θα έχετε άσχημα μπλεξίματα”
“Και γιατί παρακαλώ θα έχουμε άσχημα μπλεξίματα;”
“Αχ κόρη μου δεν έχετε ακούσει πως αυτά
τα παιδιά τα γέννησε η μικρότερη από τις κοπέλες που έφερε ο πατισάχ στο
παλάτι; Αυτή τον εξόργισε και ο πατισάχ διέταξε να την παραχώσουν στο
χώμα, ενώ τα παιδιά τα πέταξε έξω από την πόλη. Άντε κι ο Αλλάχ μαζί
σου!”.
Η γυναίκα του κηπουρού δεν ήξερε τι να
κάνει και φοβισμένη περίμενε τον άντρα της να γυρίσει. Όταν αυτός
επέστρεψε κατατρόμαξε με όσα του είπε. Με δάκρυα στα μάτια πήραν τα
παιδιά και τα πήγαν σε μια σπηλιά, έστρωσαν κάτω τσουβάλια και τα άφησαν
εκεί.
Ακριβώς τότε, στο βουνό πάνω από τη σπηλιά είχε γεννήσει μια ελαφίνα. Πρωί και βράδυ θήλαζε με το γάλα της τα δύο αδέλφια.
Στα παραμύθια ο καιρός περνά τόσο γρήγορα!
Τα απιδιά μεγάλωναν μέρα με τη μέρα ώσπου
έγιναν δέκα χρονών. Στο μεταξύ, από τα γέλια και τα δάκρυα του
κοριτσιού η σπηλιά είχε γεμίσει μαργαριτάρια και τριαντάφυλλα. Μια φορά,
το αγόρι ακολούθησε την ελαφίνα και βρέθηκε στο δρόμο προς την πόλη.
Συνέχισε, κι όταν έφτασε τι να δει: μαγαζιά, αγορές, ανθρώπους ν’
αγοράζουν και να πουλούν. Μπήκε σιγά σιγά ανάμεσα στο πλήθος, αλλά δεν
καταλάβαινε τι λένε, αφού δεν ήξερε την ανθρώπινη γλώσσα.
Έδειξε δειλά ένα μαργαριτάρι και τότε
άνθρωποι τον περικύκλωσαν κι άρχισαν με νοήματα να ρωτούν τι θέλει για
αντάλλαγμα. Εκείνη τη μέρα, το αγόρι γύρισε στη σπηλιά με ρούχα για να
ντυθούν και φαγητό για να φάνε.
όσο πέρναγε ο καιρός, το αγόρι πήγαινε
στην αγορά, πουλούσε μαργαριτάρια και απέκτησε ένα άλογο κι ένα όπλο.
Άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του κυνηγιού και την ανθρώπινη γλώσσα, που
τη μάθαινε και στην αδελφή του.
Μια μέρα έτυχε και ήρθε ο πατισάχ στο
δάσος για κυνήγι και αντάμωσαν. Μόλις τον είδε ο πατισάχ, η καρδιά του
γέμισε από αγάπη. Το ρώτησε:
“Αφέντη, πόσα ζώα σκότωσες;”
Το αγόρι απάντησε, δίχως κανένα ενδοιασμό:
“Τα αγρίμια είναι πολλά. Έχει και για σας, έχει και για μένα” κι έφυγε.
όταν έφτασε στο παλάτι ο πατισάχ από το
δυνατό συναίσθημα αρρώστησε. Οι γυναίκες τον ρώτησαν τι έχει κι αυτός
τους διηγήθηκε τι συνέβη. Αμέσως τότε αυτές κατάλαβαν πως τα παιδιά ήταν
ζωντανά και αναστατωμένες φώναξαν τη γριά.
“Είστε τρελές; Πάνε τόσα χρόνια που ο κηπουρός άφησε τα παιδιά στο δάσος. Θα έχουν πεθάνει σίγουρα”.
“Μη λες πολλά γριά! Ο πατισάχ μας
περιέγραψε το αγόρι! Είναι ολόιδιο με την αδερφή μας! Κάνε ο, τι θα
κάνεις, αλλά μάθε τι συμβαίνει!”
Ξεκίνησε λοιπόν η γριά να μάθει τι
συμβαίνει. Πήρε το δρόμο που έβγαζε στα βουνά, και μετά από ώρα πολλή
έφτασε στη σπηλιά των δύο αδελφιών. Πλησίασε την είσοδο της σπηλιάς και
τι να δει: ένα κορίτσι όμορφο σαν τον ήλιο, βυθισμένο στα τριαντάφυλλα
και τα μαργαριτάρια.
“Σαλάμ (γεια χαρά)” είπε και μπήκε.
“Ορίστε, πέρασε μητερούλα” είπε το κορίτσι με σεβασμό. Κι άρχισαν έτσι να κουβεντιάζουν.
“Κόρη μου, μένεις μόνη σου στη σπηλιά;”
“Όχι μητερούλα, έχω κι έναν αδελφό”
“Μόνη σου όλη μέρα σίγουρα πλήττεις ε;”
“Κατά καιρούς ναι, αλλά τι να κάνω;”
“Σ’ αγαπάει ο αδερφός σου;”
“Και βέβαια μ’ αγαπάει!”
“Αφού είναι έτσι κόρη μου, θα σε
συμβουλέψω κάτι αλλά πρόσεξε να μη με μαρτυρήσεις. Υπάρχει στον κόσμο
ένα μαγικό φυτό, ένα δέντρο που φυτρώνει στο βασίλειο της μαγευτικής
μορφονιάς Ντιλρουκές. Σε κάθε κλωναράκι του κάθονται πουλιά πανέμορφα,
και το καθένα τραγουδά με τη δική του φωνή. Ζήτησε του να σου φέρει αυτό
το δέντρο, πες του ότι μόνη σου πλήττεις, κάνε και λίγο μουτράκια”.
Έφυγε λοιπόν η γριά και πήγε κατευθείαν στο παλάτι. Εκεί, καθησύχασε της αδελφές λέγοντας τους ότι βρήκε λύση.
Νύχτωσε. Λίγο πριν έρθει ο αδελφός της, η κοπέλα άρχισε να κλαίει, έκλαψε τόσο που τα μάτια της πρήστηκαν κι έγιναν μια γροθιά.
Και να, που γύρισε από το κυνήγι το αγόρι
και τι να δει, η αδελφή του δεν ήταν καλά. Τη ρώτησε τι έχει, αλλά το
κορίτσι δεν ήθελε με κανένα τρόπο να του πει. Επιτέλους, κάποια στιγμή
τη βεβαίωσε ότι θα κάνει ο, τι του ζητήσει. Τότε, εκείνη τον παρακάλεσε
να της φέρει το δέντρο της Ντιλρουκές και του είπε πως αν δεν το κάνει
θα κλαίει συνέχεια κι έτσι θα πεθάνει.
Το αγόρι προσπάθησε να μεταπείσει την
αδερφή του, όμως μάταια. Τι να κάνει, πήγε στην πόλη, αγόρασε πολλή
τροφή, ένα δυνατό άλογο κι ένα καλό όπλο. Άφησε ένα μέρος των προμηθειών
στην σπηλιά, κι αφού αποχαιρέτησε την αδελφή του, ξεκίνησε για το
βασίλειο της Ντιλρουκές.
Κάλπασε σε βουνά και λαγκάδια, σε
πεδιάδες και κοιλάδες, σαν το ποτάμι, σε λόφους, σαν τον άνεμο και μετά
από αρκετό δρόμο, έφτασε στο βασίλειο του πατισάχ των πέρι (των καλών
πνευμάτων). Μπροστά του απλωνόταν μια πεδιάδα, την οποία δεν μπορούσε να
διανύσει ούτε καραβάνι, υψώνονταν βουνά, πάνω από τα οποία δεν μπορούσε
ούτε πουλί να πετάξει, φαίνονταν φαράγγια, στα οποία ούτε φίδι θα
μπορούσε να συρθεί. Το αγόρι, προχωρώντας αργά με το άλογο του, έφτασε
σ’ ένα μέρος όπου δε φύτρωνε ούτε χορτάρι.
Στη
μέση αυτής της πεδιάδας υπήρχε ένα μεγάλο παλάτι και στη βάση του
κοιμόταν μια γιγάντισσα. Αμέσως το αγόρι έτρεξε προς το μέρος της και
πέφτοντας στα στήθη της θήλασε από το γάλα της.
“Γίνε μάνα μου σ’ αυτό και τον άλλο κόσμο!” της είπε κι άρχισε να φυλά τα χέρια της.
η γιγάντισσα τον κοίταξε με λύπη.
“Γίνε γιος μου σ’ αυτό και τον άλλο
κόσμο. Θα σε είχα σκοτώσει, αλλά στάθηκες τυχερός αφού θήλασες από το
γάλα μου. Και βέβαια, για χάρη της μητέρας σου, που είναι αθώα κι άδικα
παραχωμένη στο χώμα δε θα σε αγγίξω. Πες μου, τι σε έφερε εδώ;”.
Το αγόρι την παρακάλεσε να τον βοηθήσει να βρει το δέντρο της Ντιλρουκες.
“Αγόρι μου, εγώ κι οι γιοί μου φυλάμε τα
σύνορα του βασιλείου των πέρι, όμως δεν ξέρουμε τι γίνεται εκεί
μέσα.Περίμενε όμως να έρθουν οι γιοί μου το βράδυ, μήπως κι αυτοί ξέρουν
τίποτα. Εάν δεν ξέρουν τίποτα, τότε θα σε στείλω στη μεσαία αδελφή
μου”.
Πράγματι, μόλις ήρθαν οι γιοί της
γιγάντισσας, έμαθαν την ιστορία του αγοριού, όμως δεν ήξεραν τίποτα για
τη Ντιλρουκές. Έτσι, πήραν το αγόρι και το πήγαν στη θεία τους. Αυτή,
όπως και η αδελφή της, δέχτηκε το αγόρι και του υποσχέθηκε πως το βράδυ
που θα γυρίσουν οι γιοί της θα τους ρωτήσει . Αν δεν ξέρουν, θα τον
στείλει στη μεγαλύτερη αδερφή της.
Νύχτωσε. Έφτασαν τα παιδιά της, τους τα
είπε όλα, όμως κι εκείνοι απάντησαν πως δεν ήξεραν τίποτα για τη
Ντιλρουκές. Κι επειδή το αγόρι είχε γίνει αδερφός τους, χωρίς να του
κάνουν κακό, το πήγαν στη μεγαλύτερη θεία τους.
“Ποιος σου έχει μιλήσει για τη
Ντιλρουκές;” τον ρώτησε εκείνη. “Ο θησαυρός αυτός προστατεύεται από
πολλά φυλαχτά, ο δρόμος είναι σκεπασμένος από εκατοντάδες χιλιάδες
πτώματα. Που θα βρεις την παλικαριά να ξεριζώσεις το δεντράκι της
Ντιλρουκές; Παράτα τις φιλοδοξίες σου, αλλιώς θα πεθάνεις σ’ αυτόν τον
δρόμο!”.
Το αγόρι δεν άκουγε τίποτα απ’ όλα αυτά.
Έπεσε στα πόδια της, την παρακάλεσε, και στο τέλος κατάφερε να την
πείσει να τον βοηθήσει.
“Προσευχήσου για την παραχωμένη στο χώμα
μάνα σου, όλα γι’ αυτόν το λόγο γίνονται”. Άρχισε μετά να του λέει:
“Αύριο το πρωί θα καβαλήσεις το άλογο και θα πάρεις εκείνο το δρόμο, θα
φτάσεις σ’ ένα εγκαταλελειμμένο πηγάδι, κοντά σ’ ένα μικρό δασάκι. Μπες
μέσα σε κείνο το δάσος, πιάσε μερικά πουλιά, πήγαινε στο πηγάδι, πέταξε
μέσα τα πουλιά και φώναξε: “Δώστε μου το κλειδί!” Θα σου ρίξουν το
κλειδί, άρπαξε το και τράβα παραπέρα. Μπροστά σου θα εμφανιστεί μια
πόρτα. Άνοιξε την και θα δεις μια σπηλιά, μπες μέσα. Άπλωσε στο σκοτάδι
το δεξί σου χέρι, και πάρε αυτά που θα πιάσει το χέρι σου. Μετά γύρισε
πίσω, πέταξε το κλειδί στο πηγάδι, τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου σου
και φύγε χωρίς να κοιτάξεις πίσω.Εάν γυρίσεις το κεφάλι σου -τέλος! Αυτά
είχα να σου πω!”.
Το
αγόρι έκανε ο, τι του είπε. Πήρε το κλειδί, άνοιξε την πόρτα, μπήκε στη
σπηλιά, άπλωσε το δεξί του χέρι, πήρε όλα όσα έπιασε το χέρι του,
γύρισε στο πηγάδι, πέταξε το κλειδί, τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του
κι έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Σύντομα έφτασε στη σπηλιά και όταν
είδε πως κρατούσε το δεντράκι, ξέχασε όλα τα βάσανα που είχε τραβήξει.
“Ορίστε αδερφή μου, πάρε αυτό που ήθελες” είπε στην αδερφή του και της το έδωσε.
Την άλλη μέρα το αγόρι πήγε για κυνήγι
στο δάσος και συνάντησε πάλι τον πατισάχ. Εκείνος είδε το παλικάρι, του
μίλησε και γύρισε πάλι στο παλάτι άρρωστος από τη στενοχώρια του.
Οι αδερφές κατάλαβαν από την κατάσταση
του πατισάχ ότι το αγόρι είναι ακόμη ζωντανό. Κάλεσαν λοιπόν τη γριά.
Αυτή σάστισε, δεν το πίστεψε και πήγε στη σπηλιά να δει. Τι να δει- το
δέντρο ήταν εκεί. Το κορίτσι υποδέχτηκε τη γριά με ακόμη μεγαλύτερο
σεβασμό, η οποία δεν έχασε χρόνο κι άνοιξε μπροστά της το κουτί με τις
πονηριές:
“Κόρη μου, αυτή τη φορά να καταφέρεις τον
αδερφό σου να σου φέρει τον καθρέπτη της Ντιλρουκές, και δε θα θέλεις
να ξανακουμπήσεις το δέντρο. Στον καθρέπτη αυτόν μπορείς να δεις όλα όσα
συμβαίνουν στον κόσμο. Μόνο σε παρακαλώ, μην του πεις τίποτα για μένα!”
της είπε κι έφυγε.
Το βράδυ που γύρισε ο αδελφός της, το
κορίτσι έκλαιγε απαρηγόρητο κι ολόκληρη η σπηλιά είχε γεμίσει
μαργαριτάρια. Τη ρώτησε γιατί κλαίει κι αυτή του απάντησε ότι ήθελε να
τη φέρει το καθρέπτη της Ντιλρουκές. Μάταια ο αδερφός της προσπαθούσε να
της εξηγήσει πόσο είχε κινδυνέψει στο προηγούμενο ταξίδι. Τι κορίτσι δε
δεχόταν με τίποτα να του χαλάσει το χατίρι.
Τι να κάνει; Ξεκίνησε και πάλι,
κινδύνεψε, ταλαιπωρήθηκε και να, που κατάφερε να γυρίσει πίσω με τον
καθρέπτη, έτσι όπως είχε φέρει και το δεντράκι. Όταν κοίταξαν μέσα του,
πραγματικά φαινόταν ο κόσμος ολόκληρος.
Μια μέρα το αγόρι ξανασυνάντησε τον
πατισάχ. Αυτή τη φορά όμως ο πατισάχ αρρώστησε πολύ βαριά. Μόλις οι
αδερφές κατάλαβαν την αιτία της αρρώστια του φώναξαν τη γριά.
“Ή θα σκοτώσεις το παιδί ή δε θα σε αφήσουμε σε χλωρό κλαρί!”.
Η γριά έτρεξε πάλι στη σπηλιά και με
χίλιες πονηριές έπεισε το κορίτσι να ζητήσει από τον αδελφό του να της
φέρει την ίδια την Ντιλρουκές. έτσι κι έγινε, μόλις γύρισε ο αδελφός
της, η κοπέλα με κλάματα και παρακάλια της ζήτησε να του φέρει την ίδια
την Ντιλρουκές. Απόρησε το αγόρι. Από που έρχονταν στο μυαλό της αδελφής
του αυτές οι περίεργες επιθυμίες; Μάταια πάλι προσπαθούσε να την
μεταπείσει, το κορίτσι δεν άκουγε τίποτα.
Αυτή τη φορά, όταν το αγόρι αποχαιρετούσε
την αδερφή του, ήταν βέβαιο ότι δε θα γλίτωνε το θάνατο. Πήγε λοιπόν
κατευθείαν στη μεγαλύτερη γιγάντισσα κι άρχισε να την ικετεύει. Πότε της
φιλούσε το χέρι, πότε της φιλούσε το πόδι. Όταν αυτή κατάλαβε πως έχει
έρθει για τη Ντιλρουκές, θύμωσε πολύ.
“Για δες τον παλικαρά! Τώρα πια δε θα γλιτώσεις το θάνατο, καλύτερα να τα παρατήσεις!”
“Εύκολο είναι να πεθάνω, αλλά δύσκολο να
τα παρατήσω! Λυπήσου με μητερούλα, μάθε με τι πρέπει να κάνω κι εγώ θα
συνεχίσω! Ή θα πεθάνω ή θα πάρω μαζί μου την Ντιλρουκές!”.
Τόσο πολύ την παρακάλεσε, που αυτή δεν άντεξε και του είπε:
“Αυτή τη φορά γιε μου, όταν μπεις στη
σπηλιά θα βρεθείς μπροστά σε ίσιο δρόμο. Χωρίς να κοιτάς γύρω σου, θα
μπεις στο σκοτάδι ακολουθώντας αυτό το δρόμο. Θα περπατήσεις αρκετά και
θα βγεις σε φως κοντά στο δάσος των κυπαρισσιών. Πίσω από αυτό το δάσος
υπάρχει ένα νεκροταφείο, εκεί βρίσκονται όλοι όσοι έχουν έρθει να πάρουν
μαζί τους τη Νιλρουκές. Όλοι αυτοί, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια έχουν
γίνει πέτρα. Δίχως να τους κοιτάζεις, προχώρα. Μπροστά σου θα δεις ένα
παλάτι. Τότε αμέσως να φωνάξεις: Ντιλρουκές! Τι θα σου συμβεί όμως μετά
από αυτό δεν ξέρω!” είπε η γιγάντισσα και σώπασε.
Το
αγόρι την αποχαιρέτησε και πήρε δρόμο. Και να, που έφτασε στο πηγάδι,
πέταξε μέσα τα πουλιά που είχε πιάσει, πήρε το κλειδί και μπήκε στη
σπηλιά. Εκεί, ήταν σκοτεινά κι αφού προχώρησε πολύ είδε φως. Ο δρόμος
τον οδήγησε στο δάσος των κυπαρισσιών. Ούτε τζίνι, ούτε ήχος, ούτε
φωνή.Το παλικάρι πέρασε ανάμεσα στα κυπαρίσσια, πλησίασε στο νεκροταφείο
και είδε στο βάθος του ορίζοντα ένα παλάτι. Πλησίασε τότε το παλάτι και
φώναξε με όλες τις δυνάμεις του “Ντιλρουκές!” και πέτρωσε μέχρι τα
γόνατα. Φώναξε άλλη μια φορά “Ντιλρουκές!” και πέτρωσε μέχρι το λαιμό.
Μετά για τελευταία φορά φώναξε με τρεμάμενη ψυχή φώναξε
“Ντιλρουκές!”και, ενώ ήταν έτοιμος να πετρώσει ολόκληρος, κατέφτασε η
Ντιλρουκές πάνω σε χρυσές πέτρες μ’ ένα χρυσό τάσι στο χέρι. Το γέμισε
με νερό που ήταν από τη λίμνη του παλατιού, ράντισε το αγόρι και εκείνο
ξαναζωντάνεψε.”Τι θέλεις παλικάρι; μου πήρες το δεντράκι, μου πήρες τον
καθρέπτη, δε σου’ φταναν αυτά μπήκες κι εδώ μέσα!” του φώναξε θυμωμένη.
“Αχ, πρέπει να ευχαριστείς την παραχωμένη στο χώμα αθώα μητέρα σου! Αν
δεν ήταν αυτή σήμερα θα γινόσουν πέτρα! Πες μου λοιπόν τι θες;”.
“Εσένα θέλω κι ο, τι κι αν γίνει θα σε πάρω μαζί μου!” είπε το παλικάρι. Δεν πρόλαβε να τελειώσει και η Ντιλρουκές του είπε:
“Αφού είναι έτσι, άκουσε με καλά αλλιώς
και οι δυο μας θα πεθάνουμε! Τώρα θα πάω στο παλάτι να πάρω τα πράγματα
μου, θα διατάξω να ετοιμάσουν δύο άλογα και θα ξανάρθω εδώ. Όταν
καβαλήσουμε τα άλογα και ξεκινήσουμε, στο παλάτι θα σημάνει συναγερμός.
Θα αναποδογυρίσει ο κόσμος όλος! Εσύ μόνο μην κοιτάς πίσω!”
“Εδώ υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που τους
μετέτρεψες σε πέτρα.Ώσπου να τους ξαναζωντανέψεις δεν το κουνάω από
εδώ!” απαίτησε το παλικάρι.
Η Ντιλρουκές πήγε στο παλάτι, πήρε
τα πράγματα της και διέταξε να της φέρουν τα άλογα. Μετά γέμισε το χρυσό
τάσι με νερό από τη λίμνη του παλατιού και ράντισε τις πέτρες. Αυτές με
μιας ξαναζωντάνεψαν, ξανάγιναν οι άνθρωποι που ήταν πριν πετρώσουν και
τράβηξε ο καθένας το δρόμο του. Έπειτα, η Ντιλρουκές και το παλικάρι
καβάλησαν τα άλογα και ξεκίνησαν, χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους.
Κάποια στιγμή έφτασαν στη σπηλιά, όπου τους υποδέχτηκε χαρούμενη η αδελφή του αγοριού.
Η Ντιλρουκές ήταν τόσο όμορφη, που σαν κι
αυτή δεν υπήρχε άλλη στη γη, και το παλικάρι όμοιο του ανάμεσα στους
άντρες δε θα βρεις, κι έτσι οι δύο νέοι αγαπήθηκαν με όλη τους την
καρδιά. Βέβαια, ο αδερφός και η αδερφή δεν ήξεραν τίνος παιδιά είναι και
πως βρέθηκαν στη σπηλιά, η Ντιλρουκές όμως γνώριζε πολύ καλά τα πάντα.
Ένα βράδυ λοιπόν λέει στο αγόρι:
“Αύριο να πας για κυνήγι. Εκεί θα
ξανασυναντήσεις τον πατισάχ. Αυτή τη φορά θα σε καλέσει στο παλάτι. Εσύ
να συμφωνήσεις , αλλά να του ζητήσεις όταν θα πας εκεί να σε υποδεχτούν
θριαμβευτικά”. Το παλικάρι πήγε για κυνήγι και έκανε ο, τι του είχε πει η
Ντιλρουκές.Αυτή τη φορά ο πατισάχ γύρισε χαρούμενος στο παλάτι, ενώ το
παλικάρι όταν γύρισε στη σπηλιά διηγήθηκε στις κοπέλες τι του είχε
συμβεί.
Την ημέρα που έπρεπε να επισκεφτεί τον
πατισάχ, η Ντιλρουκές χτύπησε τις παλάμες της κι εμφανίστηκε ένα πέρι
(καλό πνεύμα). Το διέταξε η Ντιλρουκές να φέρει ένα άλογο από
το βασίλειο του πατέρα της, και πράγματι έτσι έγινε. Η κοπέλα έδωσε τότε
το άλογο στο γιο του πατισάχ και του είπε:
“Τώρα που θα πας στο παλάτι, έχε το νου
σου, μόλις το άλογο χλιμιντρίσει κι αρχίζει να κλωτσά τη γη με το
πέταλο, αμέσως να φύγεις. Θυμήσου όμως όταν φεύγεις να καλέσεις τον
πατισάχ να σε επισκεφτεί μετά από τρεις μέρες”.
Το παλικάρι καβάλησε το
άλογο, πλησίασε τους κήπους του παλατιού και είδε ότι τον περίμενε
μεγάλη συνοδεία. Ο κόσμος, όταν είδε τα πολύτιμα πετράδια στα χαλινάρια
του αλόγου του σάστισε από την απορία.
Έτσι, συνοδευόμενο από την ακολουθία,
μπήκε στο παλάτι. Πέρασαν πολλές ώρες με τον πατισάχ μιλώντας. Όταν
ξαφνικά το άλογο άρχισε να χλιμιντρίζει, το παλικάρι σηκώθηκε και ζήτησε
την άδεια να φύγει. Κάλεσε όμως τον πατισάχ να τον επισκεφτεί μετά από
τρεις μέρες, ακριβώς όπως τον είχε συμβουλέψει η Ντιλρουκές. Ο πατισάχ
δέχτηκε την πρόταση κι αποχαιρετίστηκαν.
Το παλικάρι τότε γύρισε στη σπηλιά που
στο μεταξύ η Ντιλρουκές την είχε μεταμορφώσει σε παλάτι. Επίσης, η
Ντιλρουκές είχε διατάξει το πέρι να βγάλει τη μητέρα των παιδιών από το
χώμα, και είχε αρχίσει να τη φροντίζει. Την έπλυνε, της έκοψε τα νύχια,
της χτένισε τα μαλλιά, της έδωσε φάρμακα και φαγητό, κι έτσι συνήλθε.
Αλλά ούτε η μάνα γνώριζε τα παιδιά της, ούτε τα παιδιά τη μητέρα τους.
Όταν έφτασε η η ώρα που θα ερχόταν ο πατισάχ, μαζέψανε μεγάλη συνοδεία
για την υποδοχή, τέτοια που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί.Όλοι
προχωρούσαν μαγεμένοι, σίγουροι πως το αγόρι δεν είναι από ανθρώπινο
γένος, όταν όμως μπήκαν στο παλάτι ο θαυμασμός τους έγινε ακόμη
μεγαλύτερος.
Το παλικάρι κάλεσε τον πατισάχ στο
ωραιότερο δωμάτιο. Εκεί τον περίμεναν η κόρη του, η Ντιλρουκές και η
γυναίκα του. Αυτός δεν ήξερε τι να κάνει, απορούσε. Όταν η Ντιλρουκές
διηγήθηκε την ιστορία από την αρχή μέχρι το τέλος, ο πατισάχ μόνο που
δεν πέθανε από τη χαρά του. Πήγαν λοιπόν όλοι στο παλάτι του όπου κι
έγιναν οι γάμοι της Ντιλρουκές και του παλικαριού. Τρομερά οργισμένος, ο
πατισάχ ήθελε να κρεμάσει τις αδελφές της γυναίκας του, όμως
συγκινημένος από τα παρακάλια τους, τους έδωσε χάρη. Και όλοι, μέχρι το
τέλος της ζωής τους, έζησαν ευτυχισμένοι.
Το παραμύθι αυτό βρίσκεται στο βιβλίο “Έντεκα Τούρκικα λαϊκά Παραμύθια”, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου