Έτσι, οι μεγάλες διεθνείς επιχειρήσεις που έχουν αναθέσει την παραγωγή των προϊόντων τους στα κινεζικά εργοστάσια είναι υποχρεωμένες να λάβουν μέτρα για τη μείωση της εξάρτησής τους από την Κίνα. Αν δεν το κάνουν, είναι σχεδόν βέβαιο πως κάποια στιγμή θα αναγκαστούν να αυξήσουν πολύ τις τιμές πώλησης των προϊόντων τους στις ΗΠΑ, κάτι που δε θα αρέσει καθόλου στους πελάτες τους αλλά και στον Αμερικανό πρόεδρο. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από αυτό της Apple (AAPL NASDAQ) δεν μπορούμε να βρούμε. Όπως είναι γνωστό, εδώ και πολλά χρόνια η αμερικανική εταιρεία κατασκευάζει σχεδόν το σύνολο των iPhones της σε κινεζικά εργοστάσια. Στα κινεζικά εργοστάσια της ταϊβανέζικης Hon Hai (2317 TAIPEI), πιο γνωστής ως Foxconn, γίνεται η τελική συναρμολόγηση των τηλεφώνων που φέρνουν στην Apple το μεγαλύτερο μέρος των κερδών της.
Τον Σεπτέμβριο του 2022 είχαμε δει πως η διοίκηση της εταιρείας είχε ξεκινήσει μία σταδιακή μεταφορά μέρους της τελικής συναρμολόγησης των προϊόντων της προς την Ινδία, σε συνεργασία κυρίως με τη Foxconn (Η φυγή των αμερικανικών εταιρειών από την Κίνα | Liberal.gr). Αυτή η κίνηση είχε άμεση σχέση με την επιθετική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν απέναντι στην Κίνα και με τον φόβο της Apple πως κάποια στιγμή θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Αυτή η στιγμή φαίνεται πως έφθασε και έτσι η αμερικανική επιχείρηση ξεκινά μία δύσκολη προσπάθεια να αυξήσει κατά πολύ την παραγωγική της δυναμικότητα στην Ινδία. Με βάση το σχετικό ρεπορτάζ του Reuters από την 25η Απριλίου, η εταιρεία έχει σαν στόχο να καταφέρει μέχρι το τέλος του 2026 να έχει μεταφέρει στην Ινδία πάνω από το 50% της παραγωγής iPhones. Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, οι βασικοί συνεργάτες της σε αυτή την προσπάθεια είναι η Foxconn και η ινδική Tata Electronics, μέρος του μεγάλου ινδικού ομίλου Tata Group. Είναι προφανές πως η αμερικανική εταιρεία προσπαθεί να προστατευθεί από τους πολύ υψηλούς δασμούς στα κινεζικά προϊόντα που αναμένεται να ισχύουν για τα επόμενα χρόνια, εκτιμώντας πως οι αντίστοιχοι δασμοί για τα ινδικά θα είναι αρκετά πιο χαμηλοί, καθώς ΗΠΑ και Ινδία φαίνεται πως έχουν βρει έδαφος συνεννόησης.
Η περίπτωση της Apple προφανώς δεν είναι η μοναδική παρόμοια, με πολυεθνική επιχείρηση να προσπαθεί να μεταφέρει μέρος της παραγωγής της από την Κίνα εξαιτίας των υψηλών δασμών. Αυτό συνιστά ένα σημαντικό πλήγμα για την κινεζική βιομηχανία αλλά δεν είναι το μοναδικό. Όπως διαβάσαμε στον διεθνή Τύπο τις τελευταίες μέρες, οι κινεζικές βιομηχανίες βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού. Ρεπορτάζ των New York Times από την 14η Απριλίου είχε τον εξής εύγλωττο τίτλο: «Μέσα σε εργοστάσια στην Κίνα, ένας αγώνας για την επιβίωση από τους δασμούς Τραμπ». Όπως αναφέρει ο Keith Bradsher, ανταποκριτής της εφημερίδας στην Κίνα, το κλίμα στη Νοτιοανατολική Κίνα όπου βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικής δυναμικότητας των εργοστασίων μικρών και μεσαίων εταιρειών πάνω στις οποίες βασίζεται σε σημαντικό βαθμό η ανταγωνιστικότητα της χώρας σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι ένα μείγμα θυμού, ανησυχίας και αποφασιστικότητας.
Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων αυτού του τύπου, οι οποίες ασχολούνται με την παραγωγή διάφορων καταναλωτικών προϊόντων όπως π.χ. ρουχισμού, υποδημάτων, κουζινικών σκευών κ.α., απειλείται με εξαφάνιση όλης της κερδοφορίας της εξαιτίας των υψηλών δασμών Τραμπ. Κάποια εργοστάσια έχουν ήδη περιορίσει τις δραστηριότητές τους περιμένοντας να ξεκαθαρίσει η κατάσταση πριν πάρουν οριστικές αποφάσεις. Από άρθρο του Bloomberg της ίδιας ημέρας πήραμε μία γεύση για το κλίμα που επικρατεί στις αντίστοιχες μεταποιητικές επιχειρήσεις που ασχολούνται με τη βιομηχανία ηλεκτρονικών προϊόντων. Στα πλαίσια μίας έκθεσης κινεζικών ηλεκτρονικών προϊόντων που έγινε στο Χονγκ Κονγκ την προηγούμενη εβδομάδα, το κλίμα ήταν «παγωμένο», με τις πιο πολλές επιχειρήσεις να περιμένουν να ξεκαθαρίσει η κατάσταση πριν πάρουν μεγάλες αποφάσεις και με πολλές να έχουν ήδη περιορίσει προληπτικά τη δραστηριότητά τους.
Σε κάπως καλύτερη κατάσταση ήταν οι κινεζικές επιχειρήσεις με παραγωγική δραστηριότητα και σε κοντινές χώρες όπως το Βιετνάμ, η Καμπότζη και η Ταϊλάνδη, καθώς εκεί υπάρχει το περιθώριο των 90 ημερών (έχουν ήδη γίνει 70) που έδωσε ο πρόεδρος Τραμπ. Και εκεί όμως υπάρχει ανησυχία, καθώς είναι γνωστό πως η αμερικανική ηγεσία ξέρει πως μεγάλο μέρος των εργοστασίων σε αυτές τις τρεις χώρες είναι στην πραγματικότητα κινεζικών συμφερόντων. Έτσι, κάποιες επιχειρήσεις που σκέφτονται να μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους από την Κίνα στις γειτονικές χώρες δε βιάζονται καθόλου να το κάνουν.
Αν τα πράγματα δεν αλλάξουν σύντομα, η κατάσταση για την κινεζική βιομηχανία και για την κινεζική οικονομία μπορεί να γίνει πολύ άσχημη. Είναι γνωστό πως υπάρχει ήδη υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα σε πάρα πολλούς τομείς, η οποία τροφοδοτεί την πλημμύρα φθηνών προϊόντων προς τις δυτικές χώρες. Αν εξαφανιστεί η αμερικανική ζήτηση για αυτά, η κινεζική οικονομία μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλο σοκ, απώλειες εκατομμυρίων θέσεων εργασίας και έναν ακόμα προβληματικό κλάδο εκτός από αυτόν των ακινήτων.
Πέρα από αυτό βέβαια, το πλήγμα στις κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ μπορεί να κάνει τις κινεζικές επιχειρήσεις να στρέψουν την παραγωγική τους δυναμικότητα σε εξαγωγές προς τις υπόλοιπες δυτικές χώρες και ειδικά προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μία τέτοια εξέλιξη μπορεί θεωρητικά να χαροποιήσει πολλούς καταναλωτές στην Ε.Ε. αλλά είναι απολύτως βέβαιο πως θα καταφέρει ένα ακόμα πλήγμα στην ευρωπαϊκή βιομηχανία, η οποία πλήττεται ήδη από την κινεζική υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα και τις επιχειρήσεις που λειτουργούν με πολύ μικρά ή ακόμα και μηδενικά περιθώρια κέρδους. Στην ουσία, μιλάμε για ένα πιθανό ντόμινο αρνητικών εξελίξεων με αφορμή τους δασμούς Τραμπ, το οποίο θα κάνει πολύ μεγάλη ζημιά στην Κίνα αλλά δύσκολα θα περιοριστεί μέσα στο έδαφός της, κάνοντας τις κινεζικές εξαγωγές ακόμα πιο αμφιλεγόμενες και επικίνδυνες για την παγκόσμια οικονομία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου