Ειδικότερα στον τομέα της παιδείας, η ανάγκη για ένα συνεκτικό και αδιάβλητο σύστημα αξιολόγησης καθίσταται επιτακτική, όχι μόνο για τη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά και για την εξασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης και, της οικονομικής ανάπτυξης.
Η ιστορική εμπειρία μαρτυρεί ότι ήδη από τον 19ο αιώνα η ανάγκη για συστηματική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών υπήρξε κεντρικό ζητούμενο των μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών. Εμβληματικό παράδειγμα αποτελεί η πολιτική του Jules Ferry στη Γαλλία, ο οποίος, θεσπίζοντας την υποχρεωτική, δωρεάν και κοσμική εκπαίδευση, συνδύασε την αναβάθμιση της δημόσιας παιδείας με την επιμόρφωση, την εποπτεία και την αξιολόγηση των διδασκόντων, αναγνωρίζοντας... τον καθοριστικό τους ρόλο στην οικοδόμηση ενός δημοκρατικού κράτους.
Αντίστοιχα, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ο Horace Mann, θεωρούμενος «πατέρας της δημόσιας εκπαίδευσης», προώθησε την ιδέα της παιδαγωγικής κατάρτισης και, της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ως βασικών προϋποθέσεων για την εξασφάλιση ισότιμης και, ποιοτικής εκπαίδευσης για όλους.
Παρά τη διαφορετική ιστορική και κοινωνική συγκυρία εντός της οποίας διατυπώθηκαν, οι αρχές αυτές εξακολουθούν να διατηρούν τη θεωρητική και πρακτική τους ισχύ, συνιστώντας θεμελιώδεις άξονες για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή σύγχρονων πολιτικών διασφάλισης της ποιότητας και της διαφάνειας στα εκπαιδευτικά συστήματα διεθνώς.
Στην Ελλάδα, παρά την αναγνώριση της ανάγκης αυτής σε θεωρητικό επίπεδο, η πρακτική εφαρμογή σκοντάφτει σε ισχυρές συνδικαλιστικές αντιστάσεις, γεγονός που επιβάλλει έναν σοβαρό επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής υλοποίησης.
Η διεθνής βιβλιογραφία υποδεικνύει σαφώς ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων συνδέεται άρρηκτα με τη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων. Έρευνα του OECD (2020) έδειξε ότι στα κράτη όπου εφαρμόζονται συστηματικά προγράμματα αξιολόγησης, όπως στη Φινλανδία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Σιγκαπούρη, τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα είναι υψηλότερα, ενώ οι εκπαιδευτικοί απολαμβάνουν μεγαλύτερη επαγγελματική αναγνώριση.
Η περίπτωση της Φινλανδίας συνιστά ενδεικτικό παράδειγμα εκπαιδευτικού συστήματος όπου η αξιολόγηση, παρότι χαρακτηρίζεται από ήπιο και υποστηρικτικό προσανατολισμό, έχει εδραιωθεί ως δομικό στοιχείο της εκπαιδευτικής κουλτούρας, προάγοντας τη συνεχή επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών.
Η ενσωμάτωση αξιολογικών μηχανισμών στο θεσμικό πλαίσιο ανάγεται στη μείζονα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της δεκαετίας του 1970, η οποία, θεμελιούμενη στις αρχές της κοινωνικής ισότητας και της θεσμικής εμπιστοσύνης, αναδιάταξε το σύστημα πειθαρχικής επιτήρησης σε μηχανισμό ενίσχυσης της ποιοτικής εκπαίδευσης.
Αντίστοιχα, στη Σιγκαπούρη εφαρμόζεται το σύστημα Enhanced Performance Management System, ένα πολυεπίπεδο πλαίσιο αξιολόγησης που δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής «Thinking Schools, Learning Nation».
Το σύστημα αυτό αποτιμά την απόδοση των εκπαιδευτικών βάσει σύνθετων κριτηρίων, τα οποία περιλαμβάνουν την ποιότητα της διδασκαλίας, την καινοτομία στις παιδαγωγικές πρακτικές και, τη διαρκή επαγγελματική ανάπτυξη. Η αξιολόγηση συνδυάζεται με απτά κίνητρα, όπως προαγωγές, μισθολογικές αυξήσεις και, ευκαιρίες επιμόρφωσης, επιδιώκοντας την καλλιέργεια μιας κουλτούρας αριστείας και συνεχούς βελτίωσης.
Η αποτελεσματικότητα του συστήματος αυτού έχει αναδειχθεί σε διεθνείς εκθέσεις, όπως η μελέτη του OECD και η ανάλυση της McKinsey & Company (2007), οι οποίες κατέδειξαν ότι η επιτυχία της σιγκαπουριανής εκπαίδευσης οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη στοχευμένη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού και στην επένδυση στην επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών. Θεωρητικά, το μοντέλο του EPMS συνάδει με προσεγγίσεις της διαχείρισης απόδοσης - performance management, υπογραμμίζοντας τον ρόλο του εκπαιδευτικού όχι, απλώς, ως φορέα μετάδοσης γνώσης, αλλά ως διαρκώς εξελισσόμενου επαγγελματία.
Σε αντίθεση με πιο παραδοσιακά εξετασιοκεντρικά συστήματα αξιολόγησης, το παράδειγμα της Σιγκαπούρης εστιάζει στην ενίσχυση της επαγγελματικής επάρκειας και στην αναγνώριση της προστιθέμενης αξίας που δημιουργείται από την καινοτομία και την αφοσίωση των εκπαιδευτικών στη μαθησιακή διαδικασία.
Στην Ελλάδα, το ζήτημα της αξιολόγησης παραμένει ένα βαθιά πολιτικοποιημένο θέμα. Οι συνδικαλιστικές ενώσεις, επικαλούμενες φόβους αυθαιρεσίας ή τιμωρητικού χαρακτήρα πρακτικών, έχουν διαχρονικά αντισταθεί στην εφαρμογή αξιολογικών μηχανισμών. Αυτή η στάση λειτουργεί εν τέλει ως τροχοπέδη στην ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης.
Η σημασία της αξιολόγησης στην εκπαιδευτική διαδικασία έχει αναδειχθεί σε διεθνείς μελέτες. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η ενίσχυση της λογοδοσίας μέσω αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και η αύξηση της αυτονομίας των σχολικών μονάδων μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων στην Ελλάδα.
Η ανάγκη για αξιολόγηση εδράζεται επίσης σε θεμελιώδεις αρχές της θεωρίας της δημόσιας διοίκησης, όπου η λογοδοσία και η διαφάνεια θεωρούνται βασικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική λειτουργία των δημόσιων οργανισμών. Η απουσία σαφών και αντικειμενικών διαδικασιών αξιολόγησης υπονομεύει όχι μόνο την αποτελεσματικότητα, αλλά και την εμπιστοσύνη των πολιτών στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Παρόμοιες αντιστάσεις καταγράφηκαν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, η εφαρμογή συστημάτων αξιολόγησης εκπαιδευτικών προσέκρουσε για χρόνια σε έντονες συνδικαλιστικές αντιδράσεις, οδηγώντας σε καθυστερήσεις στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων.
Αντίστοιχα, στη Γαλλία, οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που επιχείρησαν να εισαγάγουν συστηματικούς μηχανισμούς αξιολόγησης συνάντησαν ισχυρές κοινωνικές και συνδικαλιστικές αντιστάσεις, ιδίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Εντούτοις, η σταδιακή υιοθέτηση αξιολογικών διαδικασιών με έμφαση στην υποστήριξη και την επαγγελματική ανάπτυξη συνέβαλε στην εξομάλυνση των αντιστάσεων και στη βελτίωση των εκπαιδευτικών συστημάτων.
Στη Γαλλία, πλέον, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών υλοποιείται μέσω του θεσμού των Inspecteurs de l'Éducation nationale, οι οποίοι διενεργούν περιοδικές αποτιμήσεις τόσο του διδακτικού έργου όσο και της ευρύτερης συμβολής των εκπαιδευτικών στη σχολική κοινότητα.
Η διαδικασία αυτή δεν περιορίζεται σε έναν τιμωρητικό ή ελεγκτικό χαρακτήρα, αλλά εντάσσεται σε ένα συνεκτικό πλαίσιο επαγγελματικής ανάπτυξης, αναδεικνύοντας την αξιολόγηση ως ευκαιρία ενδυνάμωσης.
Ερευνητικά δεδομένα του Ministère de l'Éducation nationale τεκμηριώνουν ότι η αξιολόγηση, όταν συνοδεύεται από στοχευμένα προγράμματα επιμόρφωσης, συμβάλλει ουσιαστικά τόσο στη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων όσο και στην αύξηση της επαγγελματικής ικανοποίησης των εκπαιδευτικών.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο οργανισμός OFSTED - Office for Standards in Education, Children's Services and Skills, ιδρύθηκε το 1992, ως απάντηση στην επιτακτική ανάγκη ενίσχυσης της λογοδοσίας και της διαφάνειας στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κύματος διοικητικών και εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Ο OFSTED εφαρμόζει ένα σύστημα αξιολόγησης σχολείων που, άν και έχει επικριθεί για την αυστηρότητά του, συνέβαλε στη σαφή βελτίωση των αποτελεσμάτων, ιδιαίτερα σε υποβαθμισμένες περιοχές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της θετικής επίδρασης της αξιολόγησης και της συστηματικής παρακολούθησης αποτέλεσε η πρωτοβουλία London Challenge (2003–2011), η οποία, σε συνέργεια με τις αξιολογικές διαδικασίες του OFSTED, στόχευσε στη βελτίωση της ποιότητας των σχολείων του Λονδίνου, ιδίως σε περιοχές με έντονα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα.
Η παρέμβαση αυτή, συνδυάζοντας την αυστηρή, αλλά υποστηρικτική επιτήρηση του OFSTED με αναπτυξιακά προγράμματα και δικτύωση σχολείων, συνέβαλε στη θεαματική αύξηση των μαθησιακών επιδόσεων, έως το 2010, τα σχολεία του Λονδίνου εμφάνιζαν αποτελέσματα άνω του εθνικού μέσου όρου, αντιστρέφοντας την εικόνα υποβάθμισης των προηγούμενων δεκαετιών.
Επιπλέον, περιοχές όπως το Tower Hamlets, που, παραδοσιακά συγκαταλέγονταν στις πλέον μειονεκτούσες, κατέγραψαν αξιοσημείωτη πρόοδο, με σημαντική αύξηση στα ποσοστά επιτυχίας των μαθητών και, βελτίωση των σχολικών δεικτών ποιότητας.
Το παράδειγμα του London Challenge κατέδειξε ότι η αυστηρή αξιολόγηση, όταν συνδυάζεται με στοχευμένη υποστήριξη και δημιουργία επαγγελματικών δικτύων, μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός συστημικής αλλαγής και, να μειώσει τις εκπαιδευτικές ανισότητες.
Συνεπώς, η άρνηση της αξιολόγησης αναπαράγει μια κουλτούρα στασιμότητας και ισοπέδωσης προς τα κάτω, εις βάρος τόσο των εκπαιδευτικών που, πραγματικά διαπρέπουν όσο και των μαθητών που δικαιούνται ποιοτική παιδεία. Η άρνησή της δεν αποτελεί άμυνα της δημοκρατίας, αλλά άρνηση βελτίωσης, επιτρέποντας τη διαιώνιση ανισοτήτων και αδικιών.
Η Ελλάδα οφείλει να υπερβεί τις συντεχνιακές αγκυλώσεις και, να υιοθετήσει ένα σύστημα αξιολόγησης που να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, διαφάνεια και προσανατολισμό στην υποστήριξη και την ανάπτυξη.
Ο διάλογος με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι αναγκαίος, όμως, δεν πρέπει να αναστείλει την πρόοδο. Η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι όταν η αξιολόγηση σχεδιάζεται ως εργαλείο προόδου, τότε γίνεται αποδεκτή και λειτουργική. Η επένδυση στην αξιολόγηση είναι επένδυση στην ίδια την κοινωνία μας.
Η αξιολόγηση,

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου