- Κύριε Λάβδα, η ελληνική πλευρά, διά του πρωθυπουργού, τονίζει ότι το Μεσανατολικό θα επιλυθεί με πολιτικά μέσα στη βάση της λεγόμενης «λύσης των δύο κρατών»; Τι προβλέπει και πόσο εφικτή είναι η υλοποίησή της;
Το ζήτημα των δυο κρατών είναι απολύτως κρίσιμο αλλά και εξαιρετικά αμφιλεγόμενο. Η ιδέα είναι παλιά και έχει περάσει από διαφορετικές φάσεις. Η ακραία επιθετικότητα των Αράβων απέναντι στο κράτος του Ισραήλ και οι μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες του Ισραήλ απέναντί τους αποτέλεσαν τη βάση του ζητήματος.
Ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1967 υπήρξε σταθμός στην εξέλιξη των ισορροπιών στη Μέση Ανατολή. Μέσα σε λίγες ημέρες, το Ισραήλ συνέτριψε τις δυνάμεις της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας (που υποστηριζόταν ενεργά από Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, Ιράκ και Αλγερία) και προσέθεσε στα εδάφη του τη Λωρίδα της Γάζας, τη χερσόνησο του Σινά, τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη ποταμού με την ανατολική Ιερουσαλήμ και τα υψώματα του Γκολάν.
Όπως έγραψε παλαιότερα ο σπουδαίος ακαδημαϊκός και αναλυτής Teodor Shanin, ο πόλεμος του 1967 μπορεί να ιδωθεί ως διπλή ήττα: αφενός, στρατιωτικά, για τους Άραβες και αφετέρου για τις μετριοπαθείς φωνές στο εσωτερικό του Ισραήλ, αναφορικά με τις δυνατότητες για ειρηνική συμβίωση. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ η ιστορική αποτίμηση της περίπλοκης πορείας μετά το 1967, πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη δυο διαστάσεις για να αντιληφθούμε το σήμερα. Πρώτον, η ενισχυμένη θέση του Ισραήλ μετά το 1967 είχε ποικίλες επιπτώσεις στον Αραβικό κόσμο, στο εσωτερικό του Ισραήλ, στη Δύση και στο τότε κομμουνιστικό μπλοκ. Η Δύση – παρά τις διακυμάνσεις – θεώρησε το Ισραήλ προκεχωρημένο δυτικό φυλάκιο σε μια εξαιρετικά σημαντική (λόγω γεωγραφίας και ενεργειακών πόρων), συνάμα και πολύ επικίνδυνη, γειτονιά του πλανήτη.
Δεύτερον, ο αραβικός κόσμος, παρά τις διαμάχες, τις πολεμικές αναμετρήσεις και τους ανταγωνισμούς (π.χ., πόλεμος Ιράν – Ιράκ, ανταγωνισμός Σαουδικής Αραβίας – Ιράν), παρέμεινε συνολικά ευάλωτος στην εκμετάλλευση του διάχυτου αντισημιτισμού από ομάδες και κράτη με εξτρεμιστικό ισλαμιστικό προσανατολισμό. Στοιχεία ταυτοτικά, αντιλήψεων, απειλών και συμφερόντων αφέθηκαν να συνδυαστούν, να αποσυνδεθούν και να επανασυνδεθούν σε ποικίλους συνδυασμούς, με συνέπειες ηθελημένες και μη.
Όμως το 1993 το Ισραήλ και η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) κατόρθωσαν να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο για την εφαρμογή της λύσης των δύο κρατών, ως μέρος των Συμφωνιών του Όσλο, που οδήγησαν στη σύσταση της Παλαιστινιακής Αρχής (PA).
Πράγματι, το Ισραήλ με τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης Ράμπιν, τον Σιμόν Πέρες, διεξήγαγε λεπτομερείς διαπραγματεύσεις με την PLO και τον Γιάσερ Αραφάτ, ο οποίος τελικώς αναγνώρισε το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ, αποδέχθηκε τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ (που ζητούσαν διαρκή ειρήνη με το Ισραήλ σε αντάλλαγμα την απόσυρση του Ισραήλ στα προ του 1967 σύνορά του) και αποκήρυξε την τρομοκρατία και τη χρήση βίας. Έτσι υπογράφηκαν οι Συμφωνίες του Όσλο, για τη δημιουργία της παλαιστινιακής αυτοδιοίκησης με αντάλλαγμα την παλαιστινιακή συμβολή στην ασφάλεια του Ισραήλ. Τα πιο δύσκολα ζητήματα, δηλαδή το status της Ιερουσαλήμ, των τελικών συνόρων και των εβραϊκών οικισμών στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, επρόκειτο να συζητηθούν μετά από μια αρχική πενταετία εφαρμογής των συμφωνηθέντων.
Παρότι πολλά υποσχόμενη, η διαδικασία για την εφαρμογή της λύσης των δυο κρατών αντιμετώπισε προβλήματα που τελικά οδήγησαν στο νέο ξέσπασμα της βίας το 2000, με αποτέλεσμα να υπάρξουν αποτυχημένες απόπειρες επανεκκίνησης μέχρι την ουσιαστική εγκατάλειψη της ιδέας μετά το 2008. Ήδη από το 1994, θρησκευτικοί εθνικιστές και στις δύο πλευρές άρχισαν να υπονομεύουν τις συμφωνίες. Από την παλαιστινιακή πλευρά, η εξτρεμιστική Χαμάς απέρριψε στο σύνολό της την λύση των δυο κρατών και ξεκίνησε εκστρατεία βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας. Από την άλλη πλευρά, τον επόμενο χρόνο, ο πρωθυπουργός Ράμπιν δολοφονήθηκε από έναν Εβραίο εξτρεμιστή ενώ παρακολουθούσε μια ειρηνευτική εκδήλωση.
Με τη δολοφονία του Ράμπιν το 1995, η βία εκτοξεύτηκε στα ύψη και οι συνεχείς βομβιστικές επιθέσεις της Χαμάς συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός πολεμικού κλίματος μέσα στο οποίο ο Νετανιάχου με το Λικούντ κέρδισε τις εκλογές του 1996 απέναντι στον βασικό του αντίπαλο που ήταν ο διαπραγματευτής του Όσλο, ο Σιμόν Πέρες. Στην παλαιστινιακή πλευρά, η σύγκρουση μεταξύ της ισλαμιστικής Χαμάς και της μετριοπαθέστερης Φατάχ εντάθηκε μετά την αποχώρηση του Ισραήλ από την Λωρίδα της Γάζας το 2005.
Μετά από την βίαιη σύγκρουση μεταξύ της Χαμάς και της Φατάχ στη Γάζα και τις δολοφονίες στελεχών της Φατάχ από την Χαμάς το 2007, ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής, ο Μαχμούντ Αμπάς, διέλυσε την κυβέρνηση αφήνοντας εκτός τη Χαμάς. Νέες ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Αρχής ξεκίνησαν λίγο αργότερα το 2007, με τη νέα υπουργό εξωτερικών του Ισραήλ, την Τζίπι Λίβνι, να καταθέτει ενδιαφέρουσες προτάσεις αλλά τελικώς να αποτυγχάνει και στα δυο μέτωπα, των διαπραγματεύσεων με τους παλαιστίνιους και της εσωτερικής ισραηλινής πολιτικής. Με δυο λόγια, όπως προαναφέρθηκε, η ιδέα των δυο κρατών ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε από το 2008.
Στην περίοδο της προεδρίας Τραμπ (2017-2021), οι ΗΠΑ επιχείρησαν, εν μέρει επιτυχώς, να μετατοπίσουν το κέντρο βάρους των προσπάθειών τους από την επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος με την λύση των δυο κρατών στη σταδιακή εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων γειτόνων του. Αυτή η στρατηγική βρήκε σύμφωνο τον Νετανιάχου, ο οποίος συμμετείχε σε συνασπισμούς με δεξιά κόμματα που απέρριπταν την ιδέα των δυο κρατών.
Με αυτά τα δεδομένα, αποτελεί γρίφο το κατά πόσον η ιδέα των δυο κρατών μπορεί πράγματι να αναστηθεί λόγω της νέας μεγάλης κρίσης. Προχθές στους New York Times, ο Mark Landler ανέφερε την άποψη του Ghaith Al-Omari, ο οποίος υπήρξε στο παρελθόν σύμβουλος των Παλαιστινίων στις διαπραγματεύσεις. Σύμφωνα με τον Al-Omari, η νέα συζήτηση περί δυο κρατών είναι ενστικτώδης καταφυγή σε μια γνώριμη ιδέα από τον παρελθόν, μετά το μεγάλο σοκ αυτού που ξεκίνησε με την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς. Με δυο λόγια, η σχετική συζήτηση ενδέχεται να αποδειχθεί περιορισμένης σημασίας στο μέλλον. Νομίζω, όμως, ότι αυτό ακριβώς θα εξαρτηθεί από τα επόμενα βήματα, είναι συνεπώς επιπόλαιο σήμερα να αποκλείσουμε μια τέτοια εξέλιξη αυτή τη στιγμή.
Σίγουρα οι ΗΠΑ, στο δρόμο προς τις εκλογές του Νοεμβρίου 2024, θα προσπαθήσουν να πιέσουν αρχικά στην επανεκκίνηση της διαδικασίας εξομάλυνσης των σχέσεων του Ισραήλ με τους Άραβες γείτονές του και, σε δεύτερο πλάνο, τη νέα διερεύνηση των πιθανοτήτων για την λύση των δυο κρατών. Το πρώτο μοιάζει ευχερέστερο και δεν συνεπάγεται τον κίνδυνο μιας παταγώδους αποτυχίας λίγο πριν από τις εκλογές.
- Κοντεύει να συμπληρωθεί σχεδόν ένας μήνας από τις φονικές επιθέσεις της Χαμάς στο Ισραήλ και την έναρξη του πολέμου. Κατά την άποψή σας πώς θα διαμορφωθεί η «επόμενη ημέρα» μετά τον πόλεμο και ποιος ο ρόλος του Ιράν;
Όπως εξήγησα πιο πάνω, η δυναμική των δυο κρατών παραμένει, υπό προϋποθέσεις, ζωντανή μακροπρόθεσμα. Αλλά προϋποθέτει μετριοπαθείς ηγεσίες και στις δυο πλευρές. Προς το παρόν, οι πιο θετικές προοπτικές εντοπίζονται κυρίως στις ενδείξεις αυτοσυγκράτησης ορισμένων περιφερειακών δρώντων και την προσεκτική στάση που τηρούν μέχρι τώρα η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Ιορδανία και η Αίγυπτος. Όταν λεγόταν πολλά, μετά την τρομοκρατική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, για πιθανό Αραβικό μέτωπο εναντίον του Ισραήλ, είχε εξηγήσει ότι, στην πραγματικότητα, θα ήταν αδιανόητη οποιαδήποτε κίνηση του Ριάντ που ουσιαστικά θα διευκόλυνε την Τεχεράνη. Οι εξελίξεις δικαιώνουν, μέχρι στιγμής, αυτή την ανάλυση. Με δυο λόγια, ο εξτρεμισμός της Χαμάς κατόρθωσε να αναβάλλει και όχι να ακυρώσει την πορεία μακροπρόθεσμης εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και των περισσότερων Αράβων γειτόνων του.
Οι εξελίξεις στη Δυτική Όχθη θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη για την κατανόηση των πιθανών σεναρίων για την επόμενη ώρα. Ο γενικά εποικοδομητικός για την ειρήνη ρόλος του Μαχμούντ Αμπάς, του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, θα αμφισβητηθεί από ομάδες που ευνοούν την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση και στη Δυτική Όχθη. Εάν ενισχυθούν οι μικρές ομάδες που θα ήθελαν μια επαναπροσέγγιση με τη Χαμάς, αυτό θα οδηγούσε στο χειρότερο δυνατό σενάριο για το Ισραήλ: η Δυτική Όχθη να προσεγγίσει τη Χαμάς και η Χεζμπολάχ να εντείνει τοις δραστηριότητές της από τον Βορρά. Αλλά στη Δυτική Όχθη η Χαμάς παραμένει, σε γενικές γραμμές, μισητή.
Το ζήτημα για το επόμενο διάστημα είναι τι θα πράξει η Χεζμπολάχ, η ισχυρή σιϊτική πολιτική, στρατιωτική και τρομοκρατική οργάνωση που διαμορφώθηκε στη δεκαετία του 1980 ως βραχίονας της επιρροής του Ιράν στην ευρύτερη περιοχή. Η ισχύς της στον Λίβανο και η στρατιωτική εμπειρία της από τον εμφύλιο στη Συρία την έχουν καταστήσει επίφοβη, ετοιμοπόλεμη και πειθαρχημένη. Όμως το πιθανότερο σενάριο είναι ότι η Χεζμπολάχ θα κάνει, με εντεινόμενο ρυθμό, αυτό που κάνει ήδη και τίποτε περισσότερο: παρενόχληση του Ισραήλ, με κυμαινόμενη ένταση, από τα βόρεια και βορειοανατολικά.
Μια ποιοτική αναβάθμιση της συμμετοχής της Χεζμπολάχ και ενδεχομένως και του ίδιου του Ιράν θα μπορούσε να είναι πιθανή, εάν δεν συνέτρεχαν τρεις λόγοι. Εάν, πρώτον, δεν υπήρχε η άμεση κινητοποίηση από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ με την πολύ ισχυρή ναυτική και αεροπορική δύναμη στην περιοχή. Όπως δήλωσε ο πρόεδρος Μπάιντεν, η Τεχεράνη «θα πρέπει να προσέξει» τυχόν δική της μεγαλύτερη εμπλοκή στην κρίση. Το ίδιο ισχύει για την Χεζμπολάχ, η οποία δεν θα αντέξει συστηματικό σφυροκόπημα από τις αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή εάν αποφασίσει να εμπλακεί πολύ περισσότερο. Το ίδιο το Ισραήλ έχει ήδη ξεκινήσει να βομβαρδίζει τα αεροδρόμια της Δαμασκού και του Χαλεπίου, προκειμένου να σταματήσει τον ανεφοδιασμό, μέσω του Ιράν, της Χεζμπολάχ. Η αποτροπή μέσω της συγκέντρωσης μεγάλης δυτικής αεροναυτικής ισχύος στην περιοχή φαίνεται να επιτυγχάνει.
Ένας δεύτερος παράγοντας που επίσης θα μπορούσε να επηρεάσει τις αποφάσεις για τυχόν ενεργητικότερη παρέμβαση του Ιράν, αφορά τη στάση της Σαουδικής Αραβίας. Με δυο λόγια, όλα δείχνουν ότι αυτό που περιμένει σήμερα η Χαμάς για να επιβιώσει, είναι είτε μια μεγαλύτερη στρατιωτική εμπλοκή από το Ιράν - κάτι το οποίο μοιάζει δύσκολο αυτή τη στιγμή - είτε μια μεγαλύτερη διπλωματική εμπλοκή, μεσολαβητικού ρόλου, από τη Σαουδική Αραβία. Αν το Ριάντ διαδραματίσει πράγματι ένα συστηματικό διαμεσολαβητικό ρόλο, τότε η Χαμάς, η οποία θα συντριβεί στρατιωτικά το επόμενο διάστημα, θα προσπαθήσει να διασωθεί ως οργάνωση και να περάσει σε ένα επόμενο στάδιο. Με δυο λόγια, η Χαμάς τώρα προσπαθεί να διασωθεί είτε με εμπλοκή του Ιράν και της Χεζμπολάχ στον πόλεμο (κάτι το οποίο δεν είναι το πιθανότερο σενάριο), είτε με ένα αυξημένο διαμεσολαβητικό ρόλο της Σ. Αραβίας.
Τέλος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στην εξίσωση και το γεγονός ότι το Ισραήλ διαθέτει τακτικά πυρηνικά όπλα. Μια ταυτόχρονη επίθεση μεγάλης κλίμακας στο Ισραήλ από τα βόρεια και τα βορειοανατολικά θα ενεργοποιήσει πολλά σενάρια, εάν η Δύση δεν κατορθώσει να την αποτρέψει – κάτι που προς το παρόν φαίνεται να επιτυγχάνει.
Υπάρχει όμως και η κρίσιμη διάσταση της διεθνούς τρομοκρατίας, η οποία θα ενταθεί. Αυτό μας μεταφέρει από τη Γάζα στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, με την Ελλάδα να μην αποτελεί εξαίρεση. Τα επόμενα χρόνια, οι δυτικές κοινωνίες θα δοκιμαστούν στην αναζήτηση νέων ισορροπιών μεταξύ των αυξημένων αναγκών ασφάλειας, της διαχείρισης των ζητημάτων της μετανάστευσης και της ένταξης, και της υπεράσπισης του δυτικού τρόπου ζωής.
Ως προς αυτή τη διάσταση, είναι ιστορικής σημασίας η δήλωση του Γερμανού Αντικαγκελάριου, υπουργού και ηγετικού στελέχους των Πρασίνων Robert Habeck στις 2 Νοεμβρίου. Ο Habeck επικεντρώνεται στην εξάπλωση του αντισημιτισμού στη Γερμανία και την Ευρώπη ενώ θίγει προσεκτικά και το γενικότερο ζήτημα των θετικών αντιδράσεων μερίδας πολιτών και μεταναστών απέναντι στην τρομοκρατία της Χαμάς. Καθαρός πολιτικός λόγος, συνειδητοποίηση των κρίσιμων στιγμών, αποφυγή των ψευδο-προοδευτικών κλισέ, προειδοποίηση για αυστηρά μέτρα χωρίς ταμπού ως προς τις απελάσεις κλπ. Αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα.
- Τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρούμε την προσπάθεια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να αναπτύξει ένα αμιγώς αντιδυτικό μέτωπο με φόντο τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Σε τι ακριβώς προσβλέπει ο Τούρκος πρόεδρος με τη στάση του αυτή, δεδομένου ότι ο ίδιος πλέον κατηγορείται από τη Δύση για παρελκυστική πολιτική;
Αυτό που παρατηρούμε είναι η επιτάχυνση στην εφαρμογή μιας στρατηγικής που έχει διαμορφωθεί από χρόνια. Αλλά και η επιτάχυνση δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Διότι από την 7η Οκτωβρίου 2023, οι σχέσεις και οι ισορροπίες μετασχηματίζονται και αναδιαμορφώνονται με μεγάλη ταχύτητα. Σε αυτό το μετασχηματιζόμενο πλαίσιο, ο Ερντογάν υπολογίζει ότι μπορεί ταυτόχρονα και να απευθύνεται στο ακροατήριο του πολιτικού Ισλάμ παγκοσμίως και να διαδραματίζει ένα μεσολαβητικό ρόλο. Δηλαδή το σύνηθες, όπως το πέτυχε εν μέρει μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Όμως η συγκυρία σήμερα είναι πολύ διαφορετική και ο ρόλος του γεφυροποιού σημαίνει τεράστιο ρίσκο. Το κενό που φαίνεται να αφήνουν χώρες όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, επιχειρεί να καλύψει η Άγκυρα συντασσόμενη όμως έτσι, τελικώς, με την Τεχεράνη.
Η Σαουδική Αραβία επιχειρεί να παίξει μεσολαβητικό ρόλο, ενώ προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση κάνει και το Κατάρ. Στην πράξη, με αυτή την ακόμη πιο ριψοκίνδυνη τακτική της Τουρκίας, το μόνο που καταφέρνει είναι να αποξενώνεται ακόμη περισσότερο από τη Δύση, διατηρώντας όμως την προσοχή του κοινού του πολιτικού Ισλάμ σε διεθνές και, κάτι ακόμη πιο επικίνδυνο για την Ελλάδα, σε διεθνικό επίπεδο, δηλαδή στους ισλαμιστές στο εσωτερικό των κοινωνιών μας.
Παράλληλα, η ΕΕ θα πρέπει να συντονιστεί καλύτερα αναφορικά με το μέλλον των σχέσεών της με την Τουρκία. Οι κρίσεις του 2022 στην Ουκρανία και του 2023 στην Μέση Ανατολή δείχνουν ότι η περίφημη «γεωπολιτική Επιτροπή» που είχε προαναγγείλει η κυρία φον ντερ Λάϊεν αποδείχθηκε γεωπολιτικό ανέκδοτο. Θα προσπαθήσει τώρα η ΕΕ να ενισχύσει έστω συμβολικά την αίσθηση μιας ευρωπαϊκής προσέγγισης;
Το ζητούμενο δεν είναι η επανάληψη των περί «ευρωστρατού» και αυτόνομης ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας. Πραγματικός ευρωστρατός και πραγματική αυτονομία είναι – στο άμεσο μέλλον – πολύ δύσκολα έως αδύνατα. Το πλαίσιο του ΝΑΤΟ για την ευρωατλαντική ασφάλεια είναι εν πολλοίς δεδομένο – ως πλαίσιο. Όμως, η συνοχή, ο ρόλος και η σχετική βαρύτητα της ΕΕ θα πρέπει να αναβαθμιστούν.
Υπάρχει και η διάσταση των συνεχών συγκλίσεων και αποκλίσεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Ως παράδειγμα – και πολύ σημαντικό παράδειγμα – μπορεί να αναφερθεί η παραδοσιακή επιμονή της Ουάσιγκτον στη σημασία του ρόλου των διευρύνσεων της ΕΕ ως περιφερειακού σταθεροποιητή οφείλει να λαμβάνεται υπόψη ως μια – βεβαίως σημαντική – μεταξύ περισσότερων απόψεων. Όταν οι ΗΠΑ αγωνιούσαν να εξασφαλίσουν τη στήριξη της Άγκυρας για την εισβολή στο Ιράκ, άσκησαν συστηματική πίεση στην ΕΕ να δει με νέο μάτι την προοπτική της Τουρκίας ως μελλοντικού εταίρου. Όπως πολύ εύστοχα είχε σχολιάσει παλαιότερα ο Τίμοθι Γκάρτον Ας, «φανταστείτε έναν ευρωπαίο πολιτικό να πηγαίνει στην Ουάσιγκτον για να πει στις ΗΠΑ ότι πρέπει να δεχτούν το Μεξικό ως 51η πολιτεία, προκειμένου το Μεξικό να υποστηρίξει μια ευρωπαϊκή εισβολή στη Γουατεμάλα».
Και η μεν Τουρκία απομακρύνεται ραγδαία. Αλλά η γενικότερη εμμονή στον ρόλο της ΕΕ ως περιφερειακού σταθεροποιητή μέσω διευρύνσεων (και όχι μέσων σχημάτων βοήθειας αλλά και ειδικών καθεστώτων σύνδεσης, όπως θα ήταν προσφορότερο) δυστυχώς παραμένει. Και είναι μια εμμονή που σταδιακά καταστρέφει τις πιθανότητες για εμβάθυνση.
- Πώς επηρεάζει ο πόλεμος στο Ισραήλ την Ελλάδα σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά; Ποια η θέση της χώρας μας με φόντο τα τεκταινόμενα στη Μ. Ανατολή;
Η απάντηση είναι απλή και σαφής. Η θέση της χώρας, χωρίς περιστροφές, είναι με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, όπου ανήκει. Στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και της ΕΕ γίνονται συζητήσεις και διαμορφώνονται ιδέες στις οποίες, προφανώς, οφείλουμε να συμβάλλουμε.
Ως προς τα ελληνοτουρκικά, επιμένω ότι σε αυτή τη συγκυρία δεν έχει νόημα η πολιτική προσέγγιση με την Τουρκία. Αρκούν οι συνήθεις διπλωματικοί και τεχνοκρατικοί δίαυλοι επικοινωνίας. Είναι εντελώς απίθανο η διαδικασία του πολιτικού διαλόγου Ελλάδας – Τουρκίας να επηρεάσει τον πυρήνα της τουρκικής ατζέντας ως προς τα ελληνοτουρκικά, αντίθετα εξυπηρετεί την Τουρκία στην προσπάθειά της να εμφανίζεται ταυτόχρονα ως προστάτης του Πολιτικού Ισλάμ και να συνεχίζει τις σχέσεις της ως μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ.
Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα επιθυμεί να βοηθήσει την επιθυμία των ΗΠΑ να διατηρήσουν την Τουρκία εν μέρει στο δυτικό στρατόπεδο, είναι απίθανο να μπορέσει η Αθήνα να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση χωρίς να ζημιώσει τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα με υποχωρήσεις. Δυστυχώς, διαφορετικοί Έλληνες πρωθυπουργοί την τελευταία δεκαπενταετία έχουν εμφανιστεί, σε διαφορετικές συγκυρίες, ως επισπεύδοντες σε ρόλους υποβοήθησης της εικόνας και του ρόλου της Τουρκίας στη Δύση. Θα είναι λάθος να επαναλάβουμε την ίδια πρακτική. Οι διπλωματικού και τεχνοκρατικού επιπέδου επαφές είναι αυτονόητες. Όμως η διαδικασία του πολιτικού διαλόγου δεν έχει λόγο ύπαρξης αυτή τη στιγμή.
Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η μόνη ρεαλιστική δυνατότητα βιώσιμης ειρήνης με την Τουρκία θα εξαρτηθεί κυρίως από την επιλογή της να υποχωρήσει σε κάποια από τα πολλά ζητήματα που επιχειρεί μονομερώς να επιβάλλει στη διμερή ατζέντα. Οι προσπάθειες της Αθήνας θα πρέπει να προσανατολίζονται στην αξιοποίηση συγκυριών, όπως η παρούσα, για την επίτευξη προόδου, μικρής ή μεγαλύτερης, σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Είναι στιγμές για στρατηγικό σχεδιασμό, όχι για σπουδή με γνώμονα τη διατήρηση ενός εικονικού «καλού κλίματος» ενώ ο κόσμος γύρω μας μετασχηματίζεται.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy της Μασαχουσέτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου