Ο νεαρός Τούρκος ερευνητής Mert Kaya αναζήτησε τις ρίζες του από τη Σμύρνη στον Πόντο και ανακάλυψε πως είναι δισέγγονος Έλληνα Πόντιου που έμεινε πίσω και ασπάστηκε το Ισλάμ.
Ο Mert Kaya γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Βουτζά της Σμύρνης. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο... Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Μέσης Ανατολής, με μεταπτυχιακό στο τμήμα Πολιτισμικών Σπουδών και Media του Πανεπιστημίου Hacettepe. Η διπλωματική του εργασία ήταν μια έρευνα μνήμης με θέμα τον εξισλαμισμό των Ελλήνων της Ανατολής το 1919-1925. Το θέμα δεν προέκυψε τυχαία· μια μέρα, όταν ήταν 10 ετών, μια θεία του είχε γυρίσει από το πρώτο της ταξίδι στο εξωτερικό, στην Ελλάδα, και αφηγούταν στα αδέρφια της τις εμπειρίες της. Όταν η συζήτηση βάρυνε, οι μεγάλοι έβγαλαν τα παιδιά από το δωμάτιο και έβαλαν στο βίντεο μια κασέτα που έδειχνε έναν ηλικιωμένο άντρα να τους χαιρετά λέγοντας «μου λείπετε τόσο πολύ».
Με τα χρόνια και ρωτώντας επίμονα, ο Mert έμαθε μια διαφορετική αλήθεια για την καταγωγή της οικογένειας της μητέρας του: οι ρίζες τους δεν ήταν από το Μπίτλις, μια πόλη στην ανατολική Τουρκία που κατοικείται κυρίως από Κούρδους, αλλά από την Αμάσεια του Πόντου. Ήταν Έλληνες Πόντιοι, οι πλείστοι από τους οποίους διέφυγαν στην Ελλάδα με την Ανταλλαγή, εκτός από τον προπαππού του Mert Kaya, τον Ishak, που έμεινε πίσω, υιοθετήθηκε από μια οικογένεια Κούρδων και σταδιακά εξισλαμίστηκε και μετακόμισε μαζί τους στο Μπίτλις.
Αναζητώντας τα ίχνη των προγόνων του σε Ελλάδα και Τουρκία, ο Mert Kaya ξετύλιξε το νήμα των ανθρώπων που έμειναν πίσω και ασπάστηκαν το Ισλάμ για να επιβιώσουν. Τα παιδιά και τα εγγόνια όσων βίωσαν τα γεγονότα του αφηγήθηκαν τις εμπειρίες της μετανάστευσης, της παραμονής, του εξισλαμισμού, της αφομοίωσης και της πολιτισμικής ενσωμάτωσης όπως τις βίωσαν πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την «ανταλλαγή πληθυσμών». Οι προφορικές ιστορίες που συνέλεξε με τη μέθοδο της έρευνας πεδίου έγιναν η διατριβή του που δημοσιεύτηκε το 2019 και πριν από μερικές μέρες κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τον τίτλο «Ο εξισλαμισμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας την περίοδο 1919-1925. Μία μελέτη μνήμης» από τις εκδόσεις Κυριακίδη. Σήμερα είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Επιστημών Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Hacettepe και εργάζεται ως κοινωνιολόγος στο παράρτημα της UNESCO στη Σμύρνη. Αυτή είναι η ιστορία του.
Ποια είναι η ιστορία της οικογένειάς σας; Τι γνωρίζατε για αυτήν μέχρι να κάνετε την έρευνά σας σχετικά;
Οι γονείς μου γεννήθηκαν στο Μπίτλις, μια πόλη στην ανατολική Τουρκία, και μετακόμισαν στη Σμύρνη στα τέλη του ’70. Μεγάλωσα με την τουρκική και την κουρδική κουλτούρα. Δεν είχα ιδέα για την ελληνική μου καταγωγή. Εκπαιδεύτηκα με την κλασική τουρκική ιστορία και με την πίεση της εθνοκεντρικής ιδεολογίας. Αν ζεις και μεγαλώνεις στη Σμύρνη, ο εχθρός σου είναι οι Έλληνες για την εθνοκεντρική τους ιδεολογία. Μας δίδασκαν ότι οι Έλληνες εισέβαλαν στα εδάφη μας και είχαμε πόλεμο μαζί τους. Ότι έκαψαν τη Σμύρνη.
Βασικά δεν υπήρχε οικογενειακή ιστορία. Κανείς δεν αναφερόταν στο παρελθόν – μονάχα σε κάποιες χαρούμενες ιστορίες από τα παιδικά χρόνια και τις δύσκολες συνθήκες ζωής, ιδιαίτερα τους χειμώνες. Όταν σύγκρινα τις οικογένειες της μητέρας και του πατέρα μου, έβρισκα του πατέρα μου περισσότερο συντηρητική. Από την πλευρά της μητέρας μου, είναι πιο ανοιχτόμυαλοι και όχι συντηρητικοί. Πάντα νιώθω πιο οικεία με την πλευρά της μητέρας μου· μοιράζομαι και επικοινωνώ περισσότερο μαζί τους. Αν και δεν ήξερα τίποτα για την ιστορία των οικογενειών, ένιωθα ήδη πιο κοντά στην πλευρά της μητέρας μου εξαιτίας των απόψεών τους.
Πώς και γιατί αρχίσατε να ψάχνετε τις ρίζες σας στον Πόντο;
Όταν ήμουν 10 χρόνων, μια από τις θείες μου από την πλευρά της μητέρας μου πήγε στην Ελλάδα. Μας είχαν πει ότι είναι ένα τουριστικό ταξίδι. Δεν ήταν νέα και ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν μια ξένη χώρα. Ήταν ενδιαφέρον για μένα. Όταν επέστρεψαν, μας κάλεσαν. Μιλούσαν για κάτι, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω. Τότε μας έβγαλαν τα παιδιά από το δωμάτιο και άρχισαν να βλέπουν ένα βίντεο. Άκουγα θρήνους και γύρισα πίσω στο δωμάτιο και είδα έναν ηλικιωμένο άντρα στην τηλεόραση, χαιρετούσε και έλεγε κάτι στα τουρκικά σαν «μου λείπετε τόσο πολύ». Τους ρώτησα για αυτό τον τύπο, αλλά κανείς δεν μου απάντησε. Είπαν απλώς ότι ο άντρας αυτός ήταν θείος μας. «Θείος; Γιατί στην Ελλάδα; Γιατί ζει εκεί;», άρχισα να ρωτώ, αλλά δεν μου απαντούσαν. «Πρόλαβε να φύγει προς τα κει», είπαν. Ήμουν παιδί, όμως ένιωθα πως ήταν κάτι άλλο.
Στο λύκειο, το ενδιαφέρον μου για την Ιστορία μεγάλωσε. Διάβαζα πολύ. Ρωτούσα πάντα για τον θείο μας. Κάποτε, μου είπαν πως ένας Έλληνας στρατιώτης τον αιχμαλώτισε και τον έκανε χριστιανό. Ήταν πιστευτό ίσως, αλλά ζούσαν στο Μπίτλις· δεν είχε κάποια σχέση η Ελλάδα με το Μπίτλις. Στο Πανεπιστήμιο, άρχισα να δουλεύω σε φοιτητικές ομάδες και προγράμματα για τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Διάβαζα πολύ. Υπήρχαν κάποια κενά στην ιστορία μας. Γιατί δεν ξέρουν; Έψαξα περισσότερο, αλλά δεν έλεγαν κάτι και επαναλάμβαναν τις ίδιες εθνοκεντρικές ιστορίες. Δεν έλεγαν για τον Πόντο, τους Έλληνες, την Ανταλλαγή κτλ. Μια μέρα, μια θεία μου μού έστειλε μήνυμα ότι χρειαζόταν βοήθεια. Είπε πως είχε ήδη κάποιες σχέσεις με τους συγγενείς μας στην Ελλάδα. Όμως, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, έχασε την επαφή διότι τα νούμερα είχαν αλλάξει. Μου είπε την ιστορία, όπως την ήξερε. Ότι ο πατέρας της δεν ήταν από το Μπίτλις, αλλά από την Αμάσεια. Ο πατέρας της δεν ανέφερε την οικογένειά του και είχε απαγορεύσει αυτές τις ερωτήσεις στο σπίτι. Είχε πει «ξέρω πως έχω έναν θείο στην Ελλάδα, αλλά δεν ξέρω λεπτομέρειες». Και ότι ο θείος της είχε έρθει στην Τουρκία δύο φορές να επισκεφθεί τον πατέρα τους, μια φορά στο Μπίτλις και μια φορά στη Σμύρνη. Ο πατέρας της και ο θείος συναντιούνταν και είχαν επαφή. Έστελναν γράμματα ο ένας στον άλλο. Μου έδωσε τα γράμματα και τις φωτογραφίες που είχαν βγάλει μαζί. Τα γράμματα ήταν στα τουρκικά, αλλά είχαν πάνω ταχυδρομικές διευθύνσεις. Είχα ήδη μάθει την ελληνική αλφάβητο για να διαβάζω και να μιλώ τα βασικά ελληνικά. Άρχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο και ειδικά στα social media. Η θεία μου μού είπε «ο θείος λέγεται Ιωάννης· υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, αλλά δεν ξέρω ποια είναι η σχέση μας, λέγονται Σοφία, Κάσσια, Φίλιππος και Τόμι». Ήταν κοινά ονόματα και ήταν δύσκολο να τους εντοπίσω. Δεν θυμόταν τα επίθετα. Είδα στο γράμμα «Ιωάννης Αναστασιάδης». Εκείνη την περίοδο είχα πάει στη Γερμανία με το πρόγραμμα Erasmus. Έστειλα μηνύματα στους ανθρώπους που είχαν κάνει tag τους εαυτούς τους στο Λειβαδοχώρι, απ’ όπου προέρχονταν τα γράμματα. Μια γυναίκα μου απάντησε λέγοντας «δεν ξέρω». Με παρέπεμψε σε κάποιον που μιλούσε τουρκικά και αυτός ήταν ένας από τους συγγενείς μας. Και η ιστορία μας άρχισε κάπως έτσι. Έμαθα τις λεπτομέρειες, πώς οι στρατιώτες τους ανάγκασαν να μεταναστεύσουν από το χωριό Aydoğdu (σημερινό Vezirköprü) στο Μπίτλις, πώς ζούσαν εκεί και πώς ο προπάππους μου ο Ishak έμεινε σε μια οικογένεια Κούρδων και έγινε μουσουλμάνος το 1924. Πώς συναντήθηκαν τα αδέρφια μετά από 40 χρόνια στο Μπίτλις και γιατί αποφάσισε ο παππούς Ishak να μετακομίσει στη Σμύρνη κτλ. Άρχισα να διερωτώμαι αν η ιστορία του Ishak ήταν η μοναδική ή όχι. Άρχισα να το ψάχνω ιστορικά και διάβασα πολλά έγγραφα. Σε κάποια συνέδρια μίλησα για την ιστορία των δύο αδερφών και έλαβα μηνύματα από κόσμο που μου έλεγε την ιστορία της δικιάς του οικογένειας. Ο κύκλος μεγάλωνε. Πολλοί άνθρωποι ήθελαν να μου πουν για τη δική τους ελληνική καταγωγή. Αποφάσισα να τις συλλέξω και να γράψω τη διπλωματική μου σε αυτό. Η ιδεολογία του έθνους-κράτους κρύβει κάποιες πραγματικότητες, όμως η μνήμη είναι κάτι πολύ ισχυρό. Η αλήθεια θα αποκαλυφθεί.
Πώς και πού κάνατε την έρευνά σας; Νιώσατε ποτέ να κινδυνεύετε εξαιτίας αυτής;
Άρχισα πρώτα να ακούω τις ιστορίες. Η διπλωματική μου ήταν μια μελέτη προφορικής ιστορίας και η μέθοδος που ακολούθησα ήταν η σε βάθος συνέντευξη. Ηχογράφησα φωνές από διαφορετικές πόλεις, όπως η Σαμψούντα, η Τραπεζούντα, η Σμύρνη, η Καισαρεία, η Νεάπολη της Καππαδοκίας, και τις μετέτρεψα σε κείμενο. Μου πήρε περίπου ένα χρόνο. Μίλησα με οχτώ άτομα, αλλά τα δύο από αυτά τελικά δεν θέλησαν να μπουν οι ιστορίες τους στη διατριβή μου. Για ηθικούς λόγους, δεν χρησιμοποίησα τα ονόματά τους. Είναι έξι ιστορίες από την Τουρκία, τέσσερις από την Ελλάδα, συνολικά δέκα και ήταν αρκετές για μένα για να κάνω μια εθνογραφική εργασία. Συναντήθηκα με κάποιους μελετητές από την Ελλάδα, τους επισκέφθηκα κιόλας και χρησιμοποίησα τις πηγές τους. Ολοκλήρωσα τη διατριβή και εγκρίθηκε το 2017. Δεν ένιωσα ιδιαίτερο κίνδυνο, αν και έλαβα κάποια βιτριολικά μηνύματα στα social media. Η οικογένεια και οι φίλοι μου ήταν αγχωμένοι για αυτό, αλλά ήμουν ήρεμος και συνέχισα να μιλώ. Οι πικρές ιστορίες αφορούν οικογένειες που χωρίστηκαν εξαιτίας της υποχρεωτικής μετανάστευσης· εστίασα στο τι συνέβη στα παιδιά που έμειναν στην Τουρκία. Ένα από αυτά ήταν ο προπροπάππους μου, που μεγάλωσε χωρίς τη γλώσσα, τη θρησκεία και την οικογένειά του. Κανείς δεν μπορούσε να με σταματήσει να ψάχνω για αυτό. Ο σκοπός μου δεν ήταν δεν αλλάξω κάτι, εκτός από ιδέες και ιστορικές αφηγήσεις.
Τι έχετε ανακαλύψει για τις δικές σας ρίζες και τι για την ιστορία των παιδιών που εξισλαμίστηκαν και τον διωγμό των Ελλήνων του Πόντου;
Ο προπροπάππους μου ο Ishak και η οικογένειά του ήταν Έλληνες Πόντιοι από το Αϊντογκντού (σ.σ.: Aydoğdu, κοινότητα στην περιοχή Αμάσειας του Πόντου). Έμεινε εκεί με μια οικογένεια Κούρδων επειδή δούλευε για να βγάλει λεφτά για την οικογένεια και όταν οι χωροφύλακες ήρθαν να τον πάρουν με τη μητέρα του, φοβήθηκε και δραπέτευσε. Άρχισε να ζει με την οικογένεια των Κούρδων και κάποια στιγμή έγινε μουσουλμάνος. Έπρεπε να είναι όπως όλα τα άλλα παιδιά. Η Τουρκία εγκαθιδρύθηκε στη σουνοκεντρική ιδεολογία του έθνους-κράτους. Δεν ήταν ούτε σουνίτες ούτε Τούρκοι. Επομένως έπρεπε να είναι σαν αυτούς. Είναι ένας τρόπος να επιβιώσει κανείς. Ένας άλλος τρόπος είναι να μη μιλούν για το παρελθόν και να πιέζουν τον εαυτό τους να ξεχάσουν. Μέχρι σήμερα αρκετοί άνθρωποι μου στέλνουν μηνύματα για τους προγόνους τους. Σύμφωνα με την έρευνά μου, δεν υπήρξε συστηματικός εξισλαμισμός παιδιών την περίοδο 1919-1924. Ήταν αναπόφευκτο να εγκλιματιστεί και να αφομοιωθεί. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε τον πραγματικό αριθμό των παιδιών. Πόσα παιδιά έμειναν πίσω, πόσα επέζησαν και έγιναν μουσουλμάνοι. Τούρκοι χωρικοί μου έχουν περιγράψει πώς Πόντιοι Έλληνες είχαν καεί μέσα στις σπηλιές από τον Τοπάλ Οσμάν και τους άντρες του. Δεν το διάβασα από ελληνικές πηγές, το έμαθα απευθείας από Τούρκους χωρικούς. Από την άλλη, κάποιος μου είχε πει ότι ο προπάππους του ήταν Πόντιος και υποχρεώθηκε να φύγει. Χωρίστηκε με την οικογένειά του και συγκεντρώθηκαν σε μια εκκλησία, όπου κάποιοι ντόπιοι τους ζήτησαν να γίνουν μουσουλμάνοι. Ο προπάππους του αποφάσισε να γίνει μουσουλμάνος επειδή φοβήθηκε και άρχισε να ζει μαζί του, ενώ την οικογένειά του την έστειλαν στην Ελλάδα. Ο προπάππους του πάντα μιλούσε για την οικογένειά του και ήταν θλιμμένος μέχρι να πεθάνει. Μπορεί να μην υπήρχε συστηματικός εξισλαμισμός από την κυβέρνηση, αλλά η κοινωνία ήξερε πώς να εξισλαμίσει τους ανθρώπους ήδη από το 1915.
Η έρευνα του Mert Kaya έγινε η διατριβή του, η οποία κυκλοφόρησε αρχικά στην Τουρκία το 2019.Πώς έγιναν αυτοί οι άνθρωποι μουσουλμάνοι;
Γενικά, όσοι έμειναν πίσω ήταν παιδιά που δούλευαν ως υπηρετικό προσωπικό στα σπίτια και κορίτσια που ήθελαν να παντρευτούν Τούρκους νεαρούς. Με τον καιρό, έγιναν μουσουλμάνοι με την πίεση των οικογενειών στις οποίες ζούσαν όπως και της κοινωνίας. Σταδιακά αφομοιώθηκαν και εγκλιματίστηκαν. Το να γίνουν μουσουλμάνοι ήταν ένας τρόπος να επιζήσουν. Μπορεί να μη νιώθεις μουσουλμάνος, αλλά μπορείς να δείχνεις μουσουλμάνος· να πηγαίνεις στο τζαμί, να νηστεύεις στο ραμαζάνι ή να ντύνεσαι σαν μουσουλμάνος. Για παράδειγμα, ο δικός μου προπάππους έμοιαζε σαν αληθινός συντηρητικός, φορούσε σαλβάρι και πήγαινε στο τζαμί, όμως δεν μεγάλωσε τα παιδιά του ως συντηρητικούς μουσουλμάνους και τα έστειλε να μάθουν το Κοράνι, κάτι που ήταν πολύ σύνηθες στις μικρές πόλεις. Ουσιαστικά, το να είσαι μουσουλμάνος δεν είναι σημαντικό, το να δείχνεις μουσουλμάνος είναι ένας τρόπος να κρυφτείς. Ήταν όλοι παιδιά και δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε ότι επέλεξαν όντως το Ισλάμ ως πραγματική τους θρησκεία και μοίρα τους.
Τι γνωρίζουν σήμερα οι απόγονοί τους για την ιστορία εκείνων των προγόνων;
Ο κόσμος στην Τουρκία δίνει σημασία στις οικογενειακές ιστορίες ακόμη κι αν υπάρχει ο κίνδυνος να έρθουν αντιμέτωποι με κάτι που δεν θα τους αρέσει. Έχω γνωρίσει αρκετό κόσμο που αναζητά τους προγόνους, τις ρίζες και τις οικογενειακές τους ιστορίες. Άνθρωποι που συνεισέφεραν στη διατριβή μου έψαχναν οι ίδιοι και έδιναν σημασία στην ιστορία της οικογένειάς τους. Η ιδεολογία των ανθρώπων παίζει σημαντικό ρόλο σε ό,τι αφορά στην αναζήτηση ιστοριών. Αν θέλουν πραγματικά να φτάσουν στην αλήθεια, κανείς δεν μπορεί να τους σταματήσει, αλλά κάποιοι θέλουν να αποδείξουν ότι είναι γνήσιοι Τούρκοι και παραμορφώνουν τις ιστορίες. Οι συνεντευξιαζόμενοί μου ήξεραν καλά την ιστορία της οικογένειάς τους, αλλά μερικοί προτιμούσαν να τις κρατήσουν κρυφές.
Υπάρχουν ακόμη κρυπτοχριστανοί στον Πόντο;
Δεν είναι εύκολο να βρούμε σήμερα αν υπάρχουν ακόμα κρυπτοχριστιανοί στον Πόντο. Δεν μελετάω ειδικά τον Πόντο, αν και θα μπορούσα μελλοντικά να το κάνω. Απ’ όσο ξέρω, υπάρχουν άνθρωποι που ανακάλυψαν την ιστορία τους και τη χριστιανική τους καταγωγή και αποφάσισαν να βαφτιστούν, αλλά δεν είναι κρυπτοχριστιανοί. Αν κάτι κρύβεται, κρύβεται. Δεν είναι εύκολο να το δεις.
Τι γνωρίζατε για την ιστορία των Ελλήνων του Πόντου προτού κάνετε αυτή την έρευνα;
Βασικά τίποτα. Το μόνο που γνώριζα ήταν πως υπήρχαν Έλληνες στη Σμύρνη, τη γενέτειρά μου, και ότι πήγαν στην Ελλάδα την περίοδο της Ανταλλαγής. Ακόμη και η οικογένειά μου δεν γνώριζε κάτι για τους Έλληνες του Πόντου. Στην Τουρκία, ειδικά στα μαθήματα Ιστορίας, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις ομάδες που επωφελήθηκαν και αυτές που ήταν επιζήμιες. Μια από τις ομάδες που αναφέρονταν ως επιζήμιες ήταν οι Έλληνες Πόντιοι. Επομένως, ο Πόντος ήταν κάτι κακό για εμάς. Ως παιδί, δεν αναρωτιέσαι. Μαθαίνεις ό,τι σου διδάσκουν. Όταν πήγα στο Πανεπιστήμιο και άρχισα να αναρωτιέμαι περισσότερο και να διαβάζω από διαφορετικές πηγές, διαπίστωσα την ιδεολογία του έθνους-κράτους και τον σκοπό της.
Πόσο δύσκολο ήταν για εσάς να κάνετε αυτή την έρευνα, λαμβάνοντας υπόψη και την πολιτική κατάσταση σήμερα στην Τουρκία;
Δεν ήταν εύκολο, αλλά υπάρχουν ακόμα κάποιοι μελετητές που μας βοήθησαν να κάνουμε καλή έρευνα στην Τουρκία. Όπως ανέφερα, η οικογένειά μου και οι φίλοι μου είναι πολύ αγχωμένοι για αυτό. Δεν μοιράζομαι τη δουλειά μου στα social media ή στα συνέδρια που συμμετείχα. Το ενδιαφέρον μου είναι η μνήμη και να υποβάλω ερωτήσεις για να ρίξω φως σε αυτήν. Έφυγαν όλοι οι Έλληνες στην Ανταλλαγή; Αν όχι, τι συνέβη σε αυτούς που έμειναν πίσω; Πώς θυμούνται οι εξισλαμισθέντες Έλληνες; Γιατί αρχίζουν να θυμούνται; Αναγκάζουν εαυτούς να ξεχνούν το παρελθόν τους; Όταν βλέπεις την ιστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας, μπορείς να δεις χρονολογικά τη σύρραξη με την Ελλάδα: 1919, 1924, 1942, 1955, 1974 κι ακόμα η Ελλάδα είναι ένα είδος εχθρού για την Τουρκία. Το «Έλληνας» («Ρωμιός») ως όρος είναι βρισιά και μάλιστα πολύ συχνή. Προσπαθώ να εξηγήσω τι συνέπειες έχει αυτό το μίσος στο τέλος. Πώς η κοινωνική πίεση επηρεάζει ανθρώπινες ζωές. Όχι μόνο στον Πόντο, αλλά και αλλού οι Έλληνες και άλλες εθνικές μειονότητες στην Τουρκία είχαν άσχημες συνέπειες από τη ρητορική μίσους. Επιπλέον, συνεχίζεται πολιτικά. Δεν έχω δύναμη να το αλλάξω, αλλά ακαδημαϊκά έχω υποχρέωση να μιλώ. Η έρευνά μου είναι εθνογραφική μελέτη, που εστιάζει σε κρυμμένες ιστορίες οικογενειών με ελληνική καταγωγή, περιλαμβανομένης και της δικής μου, και πολλοί άνθρωποι ενδιαφέρθηκαν και θέλησαν να πουν και να ψάξουν τις ιστορίες της δικής τους οικογένειας. Η μνήμη είναι ένα μέρος για μάχες. Πρέπει να θυμόμαστε και πρέπει να σεβόμαστε ο ένας τη θλίψη του άλλου.
Έχοντας ανακαλύψει τις ρίζες της οικογένειάς σας, νιώθετε να έχετε μια νέα ταυτότητα;
Καταρχάς θέλω να πω πως κατά τη γνώμη μου όλες οι ταυτότητες είναι τεχνητές. Εμείς, η κοινωνία, η κουλτούρα μας κτλ τις δημιουργούν. Επιπρόσθετα, είμαι πλέον ένας υποψήφιος διδάκτορας κι έχω κι εγώ μια ερώτηση να θέσω. Πώς επηρεάζει η μνήμη την ταυτότητά μας; Πώς μας επηρεάζουν αυτές οι ιστορίες; Νιώθω πολυπολιτισμικός και αυτό με καθιστά ελεύθερο. Δεν διστάζω να πω «είμαι Έλληνας Πόντιος». Ζω και μεγαλώνω στην Τουρκία με την τουρκική κουλτούρα, όμως η καταγωγή μου από τη μία πλευρά είναι ελληνοποντιακή. Προσπαθώ να μάθω ελληνικά. Μου αρέσει να είμαι πολυπολιτισμικός και να έχω πολλές ταυτότητες. Δεν ήταν δική μου επιλογή ούτε και του προπάππου μου.
Πόσο σας έχει αλλάξει η εμπειρία; Τι λέει η οικογένειά σας για αυτή σας την ανακάλυψη;
Η οπτική μου έχει αλλάξει μετά από αυτή την εμπειρία. Καταλαβαίνω πια πώς η δική μου και άλλες οικογένειες είχαν ανάγκη και υποχρέωσαν εαυτούς να κρύψουν τις ιστορίες τους. Καταρχάς, οι γονείς μου μού εναντιώθηκαν επειδή φοβούνταν. Όταν βρήκα τους συγγενείς μας στην Ελλάδα, έγραψα την ιστορία μας και την έστειλα σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Έχουν δικαίωμα να μάθουν την αλήθεια. Όλοι τους σοκαρίστηκαν και όλοι ήταν χαρούμενοι που μας βρήκαν. Κάναμε βιντεοκλήσεις και είδαμε ο ένας τον άλλο. Στο τέλος, πήρα τη μητέρα μου και τη θεία μου και πήγαμε στην Ελλάδα μαζί. Αυτή η επανένωση τα άλλαξε όλα. Τώρα, η μητέρα μου τηλεφωνεί στην ξαδέρφη της στην Ελλάδα όποτε θέλουν. Τώρα έχουν μια σύνδεση. Τώρα, η σύνδεσή μας είναι ασφαλής επειδή δεν θέλουμε να το κρύψουμε ξανά. Ασφαλώς, δεν βάζουν ταμπέλες ο ένας στον άλλο και νιώθουμε χαρούμενοι και ήρεμοι.
Υπήρξε κάποια ιστορία που σας σόκαρε;
Υπήρξαν αρκετές. Πολλές από αυτές είναι στο βιβλίο και όλες τους με σόκαραν πραγματικά. Όσο έκανα την έρευνά μου, πέρασα δύσκολες στιγμές, κάποτε δεν μπορούσα να κοιμηθώ εξαιτίας αυτών των ιστοριών. Υπήρξαν ιστορίες ανθρώπων που πήγαιναν κρυφά στην εκκλησία να βαφτίσουν τα παιδιά τους, ιστορίες ανθρώπων που τους δυσφημούσαν οι φίλοι τους επειδή η οικογένειά τους έχει ελληνική καταγωγή, πολλές ιστορίες τέτοιες. Μια κουβέντα με έκανε να κλάψω την ώρα της συνέντευξης. Όταν ο συνεντευξιαζόμενός μου ήταν παιδί, η οικογένειά του τον έστειλε στο τζαμί να μάθει το Κοράνι. Κάποια παιδιά έσπασαν τα παράθυρα του τζαμιού και έτρεξαν μακριά. Και έπειτα όλα τους κατηγόρησαν τον συνεντευξιαζόμενό μου και είπαν πως η οικογένειά του είναι ήδη ελληνική. Όπως κάναμε τη συνέντευξη, μου είπε «ορκίζομαι στον Θεό, δεν το έκανα εγώ, δεν έσπασα εγώ το παράθυρο».
Από πού προέρχεται το επώνυμο Αναστασιάδης που έχετε στο προφίλ σας;
Οι συγγενείς μου στην Ελλάδα έχουν το επώνυμο «Αναστασιάδης». Πρόσθεσα συμβολικά το επώνυμο Αναστασιάδης στο προφίλ μου για να γίνω ένας από αυτούς. Επίσης, Αναστασία λεγόταν η μητέρα του προπάππου μου – για αυτό και το έχουν ως επίθετο. Είμαι περήφανος και χαρούμενος να το χρησιμοποιώ κι εγώ.
Τι πραγματεύεται το βιβλίο σας; Ποιες είναι οι προσδοκίες σας από την ελληνική του έκδοση που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες;
Θέλω οι Έλληνες να μάθουν ότι υπάρχει κάποιος που δουλεύει για τους κρυμμένους και εξισλαμισθέντες Έλληνες. Είμαστε ακόμα εδώ. Υπάρχουν ιστορίες και οι άνθρωποι αρχίζουν να θυμούνται και να μιλούν δυνατά. Πιστεύω πως αυτή η μελέτη είναι σημαντική επειδή είναι η πρώτη φορά που ερευνάται ο εξισλαμισμός των Ελλήνων την περίοδο της Ανταλλαγής. Υπάρχουν θλιβερές ιστορίες από την περίοδο εκείνη επειδή πολλές οικογένειες άφησαν κάποιον στην Τουρκία φεύγοντας. Αυτό το βιβλίο ανάβει τα φώτα και τη φωτιά στο σκοτάδι. Δείχνει επίσης τη σημασία της ανάμνησης και του πώς αυτή επηρεάζει τους ανθρώπους.
Ζούμε σε μια εποχή με μεγάλα μεταναστευτικά κύματα. Βλέπετε ομοιότητες ανάμεσα στο σήμερα και σε εκείνους τους ανθρώπους που εγκατέλειψαν τις εστίες τους στις αρχές του 20ου αιώνα;
Ασφαλώς και υπάρχουν ομοιότητες. Όλες αυτές οι μεταναστεύσεις είναι υποχρεωτικές. Οι άνθρωποι πηγαίνουν κάπου που δεν ξέρουν και μετακινούνται μαζί με τα τραύματά τους. Στον 20ο αιώνα, η υποχρεωτική μετακίνηση πληθυσμών συνέβαινε για τα έθνη-κράτη. Οι άνθρωποι σχεδίαζαν οι Τούρκοι να μείνουν στην Τουρκία, οι Έλληνες να πάνε στην Ελλάδα. Σήμερα τα έθνη-κράτη χάνουν την ισχύ τους. Τον 21ο αιώνα, η μετανάστευση κάνει τα κράτη πολυεθνικά.
Χρύστα Ντζάνη
Πηγή:www.athensvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου