Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Εσχάτως, επανήλθε στην επιφάνεια, ως υπόμνηση απειλής από τους ξένους διαμεσολαβητές, ο όρος «Ταϊβανοποίηση» σε περίπτωση μη επίτευξης, λίαν συντόμως, λύσης στο Κυπριακό. Μετά το δημοψήφισμα του 2004, ο όρος «Ταϊβανοποίηση» απετέλεσε ένα, ευρείας και συστηματικής χρήσης, νεολογισμό στο πολιτικό και διπλωματικό λεξιλόγιο το Κυπριακού, όπου, πολλές φορές, η αυθαίρετη χρήση του όρου δημιουργεί εννοιολογική σύγχυση. Αυτό συμβαίνει γιατί άλλοτε γίνεται χρήση του όρου προκειμένου να προειδοποιήσει για την εξέλιξη του καθεστώτος των κατεχομένων και άλλοτε για να δημιουργήσει συνειρμούς σχετικά με το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ιστορικώς, ο όρος ενεμφανίσθη για πρώτη φορά στις διεθνείς σχέσεις μετά το ψήφισμα 2758 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (25 Οκτωβρίου 1971). Σύμφωνα με το, ιστορικής σημασίας, ψήφισμα εκείνο, ο ΟΗΕ αποανεγνώρισε την Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν ή Εθνικιστική Κίνα) και ανεγνώρισε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (Κομμουνιστική Κίνα) ως το νόμιμο αντιπρόσωπο της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη.
Η γένεση του όρου αποτελεί το προϊόν της ιστορικής εξέλιξης ενός πολιτικοδιπλωματικού προβλήματος που διήρκεσε 22 χρόνια και επηρέασε τις διπλωματικές σχέσεις των υπερδυνάμεων, τόσο στην έναρξη όσο και στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου. Μετά την ήττα της η εθνικιστική κυβέρνηση του Τσαγκ Καϊ-Σιεκ, το 1949, από τους κομμουνιστές του Μάο Τσε-Τουγκ στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε την αποχώρηση των ιαπωνικών στρατευμάτων, εγκατέλειψε την ηπειρωτική Κίνα και βρήκε καταφύγιο στη νήσο Φορμόζα (Ταϊβάν), η οποία αποτελούσε έδαφος της Κίνας. Εφόσον δεν υπήρχε ανακωχή και ο εμφύλιος συνεχιζόταν σε λανθάνουσα μορφή, ο OHE συνέχισε να αναγνωρίζει την κυβέρνηση του Τσαγκ Καϊ-Σιεκ ως τη νόμιμη εκπρόσωπο της Κίνας, με το όνομα Δημοκρατία της Κίνας. Αυτό συνεχίσθη μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1971, οπότε η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού, με πλειοψηφία (76 υπέρ, 35 εναντίον και 17 αποχές*) απεφάσισε ότι η Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν) δεν αντιπροσωπεύεται πλέον στα Ηνωμένα Έθνη και ότι ο ΟΗΕ αναγνωρίζει τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ως τη νόμιμη κυβέρνηση για να αντιπροσωπεύει την Κίνα (One China Policy).
Έκτοτε, ακολούθησε μία διπλωματική διαδικασία ατομικής αποαναγώρισης της Ταϊβάν από τα κράτη μέλη του ΟΗΕ και ταυτόχρονης αναγνώρισης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Σήμερα, μόνο 23 μικρά κράτη αναγνωρίζουν επίσημα την Ταϊβάν ως Δημοκρατία της Κίνας παρά το ότι πολλά κράτη συνεχίζουν να διατηρούν σχέσεις μαζί της (εμπορικές, αθλητικές, τουριστικές κά) πλην διπλωματικών.
Ως εκ τούτου, ο όρος Ταϊβανοποίηση στις διεθνείς σχέσεις σημαίνει: α) την απώλεια διεθνούς νομιμότητας μιας κυβέρνησης να αντιπροσωπεύει ένα κράτος, και/ή β) τη μη αναγνώριση ενός μορφώματος ως κράτους πλην, όμως, την ανάπτυξη με αυτό σχεδόν όλων των καθημερινών σχέσεων που συνάπτουν τα κράτη μεταξύ τους χωρίς να υπάρχουν διπλωματικές σχέσεις.
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες περιπτώσεις, στις διεθνείς σχέσεις, προκειμένου να προσδιορίσει διεθνή προβλήματα που ενέπιπταν στον πιο πάνω ορισμό, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις του Κοσσόβου, της Τσετσενίας και, πριν από το 1971 μεταξύ Δυτικού και Ανατολικού Πακιστάν (Μπαγκλαντές).
Στην περίπτωση της Κύπρου, το δημοψήφισμα του 2004 απετέλεσε ένα οριακό σημείο για την διεθνή διάσταση του προβλήματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, μεταξύ άλλων, διετήρησε την Κυπριακή Δημοκρατία ως κρατικό μόρφωμα. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μία νίκη τακτικής της ελληνοκυπριακής πλευράς, που συνεχίζει να έχει τον έλεγχο του κυπριακού κράτους, άρα και την διεθνή αναγνώριση. Το ζητούμενο, όμως, σε στρατηγικό επίπεδο, είναι η επίλυση του προβλήματος. Για την ελληνοκυπριακή πλευρά, διπλωματικώς, η επίλυση είναι άμεσα συνυφασμένη με το μέλλον των κατεχομένων εδαφών.
Εδώ εντοπίζεται και η βασική διαφορά στην στρατηγική των δύο πλευρών. Για την Ελληνοκυπριακή πλευρά είναι πιο ψηλά στην ιεράρχηση των στόχων η εξασφάλιση ποιοτικών στοιχείων που θα περιλαμβάνονται σε όποιο σχέδιο λύσης, ενώ για την Τουρκοκυπριακή πλευρά προτεραιότητα έχει η εξαγορά χρόνου που της επιτρέπει να δημιουργεί νέα πλεονεκτήματα μέσω της αργής, πλην όμως σταθερής, διεθνούς αναβάθμισης των κατεχομένων. Επομένως, αν ο χρόνος, υπερισχύσει της ποιότητας τότε είναι αναπόφευκτή η δημιουργία του φαινομένου της «Ταϊβανοποίησης» των κατεχομένων.
Ένα σημαντικό λάθος τακτικής της Ελληνικής πλευράς υπήρξε η μη υποβολή βέτο στην έναρξη ενταξιακού διαλόγου Τουρκίας – ΕΕ. Το βέτο ήταν μία μοναδική ευκαιρία που είχε η Ελληνική πλευρά να συναρτήσει την διεκδίκηση ποιοτικών στοιχείων στη λύση με τον παράγοντα χρόνο αφού, θα μεγιστοποιούσε το χρονικό κόστος για την Τουρκία σε σχέση με το χρονικό κόστος που προκαλεί η Άγκυρα σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις προσπάθειες λύσης. Έκτοτε, η Τουρκία κατάφερε να εξαγοράσει χρόνο ενώ η Ελληνική πλευρά, αν δεν υποχώρησε ήδη, έχει παραμένει στάσιμη σε ό,τι αφορά την διεκδίκηση ποιοτικών στοιχείων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου