Από την αρχή της κρίσης, το 2009, και την είσοδο στο μνημόνιο, ο ελληνικός λαός και η Ελλάδα αντιμετωπίζουν μια μετωπική και καθολική επίθεση από τις δυνάμεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και τους ηγεμόνες μιας Ευρώπης των αγορών, με στόχο να προσαρμοστεί βίαια στο νεοφιλελεύθερο κοινωνικό μοντέλο που συρρικνώνει το κοινωνικό κράτος και διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες, έτσι ώστε η Ελλάδα –και η Ευρώπη– να γίνουν «ανταγωνιστικές», σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία.
Γι’ αυτό, χώρες όπως η δική μας, που θεωρούντο εξαίρεση σε αυτό το μοντέλο, θα έπρεπε να υποταχθούν και να προσαρμοστούν βίαια...
Είναι προφανές πως μια τέτοια επίθεση σε ολόκληρη την κοινωνική και οικονομική δομή της χώρας, που την οδηγεί στην εκπτώχευση και τη μεταβολή της σε γεωπολιτικό και τουριστικό αποικιακό εξάρτημα της γερμανικής Ευρώπης, μπορούσε να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά μόνο με μια μεγάλη λαϊκή κοινωνική και εθνική κινητοποίηση, απαραίτητο όρο για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη κοινωνική αντίσταση.
Ωστόσο, αυτό το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο δεν κατέστη δυνατό να συγκροτηθεί, εξαιτίας του γεγονότος ότι συνεργοί σε αυτή τη μετωπική επίθεση στον λαό μας ήταν και εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, κατ’ εξοχήν το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ, και ένα μεγάλο μέρος των επιχειρηματιών, των τραπεζών, των ΜΜΕ που συντάσσονταν με αυτό το σχέδιο.
Εξάλλου, ήδη από πολύ παλαιότερα οι λεγόμενες εκσυγχρονιστικές δυνάμεις της κεντροαριστεράς γύρω από τον Σημίτη, και της κεντροδεξιάς γύρω από τον Μητσοτάκη, προωθούσαν μια ανάλογη στρατηγική.
Οι ίδιες αυτές δυνάμεις, μέσω του δολίου βλακός, θεώρησαν πως ήρθε η ώρα, στα πλαίσια μιας παγκόσμιας κρίσης, να εξαλείψουν την ελληνική «ιδιαιτερότητα» που οι ίδιοι είχαν εκθρέψει στα 35 χρόνια της μεταπολίτευσης. Χωρίς βέβαια να μπορούν φανταστούν πως η σφοδρότητα της κρίσης θα σάρωνε εν πολλοίς και τα δικά τους προνόμια και κέρδη.
Έτσι, ενώ στις πλατείες και στους δρόμους των πόλεων συγκροτήθηκε, για πρώτη φορά και τόσο μαζικά, ένα τεράστιο κοινωνικό μέτωπο, αυτό δεν κατόρθωσε ποτέ να μεταβληθεί και σε ένα αντίστοιχο πολιτικό μέτωπο.
Μέχρι τον Νοέμβριο του 2011, όσο η Ν.Δ. του Σαμαρά αρνούνταν να συμπαραταχθεί με τις μνημονιακές δυνάμεις –που περιορίζονταν στο ταχέως συρρικνούμενο ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ–, υπήρχε η δυνατότητα και για ένα έστω άτυποπλειοψηφικό πολιτικό μέτωπο.
Ωστόσο, η προσχώρηση, τον Νοέμβριο του 2011, του Σαμαρά και της Ν.Δ. στον μνημονιακό χώρο κατέστρεψε τη δυνατότητα ενός ευρέως κοινωνικού και πολιτικού μετώπου.
Οι Έλληνες, παρότι αντιμνημονιακοί στην πλειοψηφία τους, διαιρέθηκαν με βάση την πολιτική τους καταγωγή και, όπως φάνηκε στις εκλογές του 2012, μοιράστηκαν περίπου στη μέση, σε δύο αντιμαχόμενα και αλληλομισούμενα στρατόπεδα.
Η διαλεκτική της αντιπαράθεσης έσπρωχνε τους μνημονιακούς σε όλο και μεγαλύτερη υποταγή στους ξένους και εμάς, τους αντιμνημονιακούς, σε μια φυγή προς ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα χωρίς στρατηγική και σχέδιο.
Έτσι, για μια ακόμα φορά, επαναλαμβανόταν το σενάριο που τόσες φορές έχουμε ζήσει στη νεότερη ιστορία μας και μας έχει οδηγήσει σε αναρίθμητες καταστροφές. Η εξωτερική επίθεση και πανουργία πυροδοτεί και τρέφει τον εσωτερικό εμφύλιο.
Έτσι έγινε με τους Εγγλέζους στην Επανάσταση του’21, με τους Γερμανούς και τους Εγγλέζους στον διχασμό Βενιζελικών-Λαϊκών, το 1915-1922, και πάλι με τους Εγγλέζους και τους Αμερικανούς στον πρόσφατο εμφύλιο.
Η διαίρεση των εσωτερικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων αποτελεί τον όρο και την προϋπόθεση για τις εθνικές καταστροφές που έχουμε εισπράξει σε όλη την ιστορική διαδρομή μας.
Οι αντιμνημονιακοί στην εξουσία...
Εν τέλει, με τις εκλογές του 2015, το μεγάλο κοινωνικό κύμα της αντιμνημονιακής διαμαρτυρίας κατόρθωσε να εκφραστεί και στο πολιτικό πεδίο και μια νέα αντιμνημονιακή κυβέρνηση, με κορμό την αριστερά και ένα μέρος της αντιμνημονιακής δεξιάς, ανήλθε στην εξουσία.
Τώρα πια, οι «αντίπαλοι» των δανειστών και όχι οι «υποτακτικοί» τους ήλθαν να διαχειριστούν την κρίση.
Ωστόσο, αυτό το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο δεν κατέστη δυνατό να συγκροτηθεί, εξαιτίας του γεγονότος ότι συνεργοί σε αυτή τη μετωπική επίθεση στον λαό μας ήταν και εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, κατ’ εξοχήν το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ, και ένα μεγάλο μέρος των επιχειρηματιών, των τραπεζών, των ΜΜΕ που συντάσσονταν με αυτό το σχέδιο.
Εξάλλου, ήδη από πολύ παλαιότερα οι λεγόμενες εκσυγχρονιστικές δυνάμεις της κεντροαριστεράς γύρω από τον Σημίτη, και της κεντροδεξιάς γύρω από τον Μητσοτάκη, προωθούσαν μια ανάλογη στρατηγική.
Οι ίδιες αυτές δυνάμεις, μέσω του δολίου βλακός, θεώρησαν πως ήρθε η ώρα, στα πλαίσια μιας παγκόσμιας κρίσης, να εξαλείψουν την ελληνική «ιδιαιτερότητα» που οι ίδιοι είχαν εκθρέψει στα 35 χρόνια της μεταπολίτευσης. Χωρίς βέβαια να μπορούν φανταστούν πως η σφοδρότητα της κρίσης θα σάρωνε εν πολλοίς και τα δικά τους προνόμια και κέρδη.
Έτσι, ενώ στις πλατείες και στους δρόμους των πόλεων συγκροτήθηκε, για πρώτη φορά και τόσο μαζικά, ένα τεράστιο κοινωνικό μέτωπο, αυτό δεν κατόρθωσε ποτέ να μεταβληθεί και σε ένα αντίστοιχο πολιτικό μέτωπο.
Μέχρι τον Νοέμβριο του 2011, όσο η Ν.Δ. του Σαμαρά αρνούνταν να συμπαραταχθεί με τις μνημονιακές δυνάμεις –που περιορίζονταν στο ταχέως συρρικνούμενο ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ–, υπήρχε η δυνατότητα και για ένα έστω άτυποπλειοψηφικό πολιτικό μέτωπο.
Ωστόσο, η προσχώρηση, τον Νοέμβριο του 2011, του Σαμαρά και της Ν.Δ. στον μνημονιακό χώρο κατέστρεψε τη δυνατότητα ενός ευρέως κοινωνικού και πολιτικού μετώπου.
Οι Έλληνες, παρότι αντιμνημονιακοί στην πλειοψηφία τους, διαιρέθηκαν με βάση την πολιτική τους καταγωγή και, όπως φάνηκε στις εκλογές του 2012, μοιράστηκαν περίπου στη μέση, σε δύο αντιμαχόμενα και αλληλομισούμενα στρατόπεδα.
Η διαλεκτική της αντιπαράθεσης έσπρωχνε τους μνημονιακούς σε όλο και μεγαλύτερη υποταγή στους ξένους και εμάς, τους αντιμνημονιακούς, σε μια φυγή προς ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα χωρίς στρατηγική και σχέδιο.
Έτσι, για μια ακόμα φορά, επαναλαμβανόταν το σενάριο που τόσες φορές έχουμε ζήσει στη νεότερη ιστορία μας και μας έχει οδηγήσει σε αναρίθμητες καταστροφές. Η εξωτερική επίθεση και πανουργία πυροδοτεί και τρέφει τον εσωτερικό εμφύλιο.
Έτσι έγινε με τους Εγγλέζους στην Επανάσταση του’21, με τους Γερμανούς και τους Εγγλέζους στον διχασμό Βενιζελικών-Λαϊκών, το 1915-1922, και πάλι με τους Εγγλέζους και τους Αμερικανούς στον πρόσφατο εμφύλιο.
Η διαίρεση των εσωτερικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων αποτελεί τον όρο και την προϋπόθεση για τις εθνικές καταστροφές που έχουμε εισπράξει σε όλη την ιστορική διαδρομή μας.
Οι αντιμνημονιακοί στην εξουσία...
Εν τέλει, με τις εκλογές του 2015, το μεγάλο κοινωνικό κύμα της αντιμνημονιακής διαμαρτυρίας κατόρθωσε να εκφραστεί και στο πολιτικό πεδίο και μια νέα αντιμνημονιακή κυβέρνηση, με κορμό την αριστερά και ένα μέρος της αντιμνημονιακής δεξιάς, ανήλθε στην εξουσία.
Τώρα πια, οι «αντίπαλοι» των δανειστών και όχι οι «υποτακτικοί» τους ήλθαν να διαχειριστούν την κρίση.
Αναρίθμητες φορές ως σήμερα, έχουμε τονίσει πως η επιλογή των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου –επειδή εξαρτιόνταν, λόγω της προεδρικής εκλογής, από τις αντιμνημονιακές δυνάμεις– ήταν από άποψη τακτικής μια καταστροφική επιλογή, διότι γινόταν τη χειρότερη δυνατή στιγμή και με τις πιο αντίξοες προϋποθέσεις.
Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, εμείς τουλάχιστον, αρνηθήκαμε να συμπράξουμε σε αυτή.
Οι τεσσεράμισι μήνες που πέρασαν κατέδειξαν αδιαμφισβήτητα πως αυτή η εκτίμηση ήταν, δυστυχώς, απολύτως ρεαλιστική: η αντιμνημονιακή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υποχρεώθηκε να συρθεί, μέσα από αλλεπάλληλες ταπεινωτικές υποχωρήσεις, σε αναίρεση κατά το μεγαλύτερο μέρος των στόχων και των «κόκκινων» γραμμών της – και όχι μόνο των δικών της αλλά ολόκληρου του αντιμνημονιακού κινήματος.
Η κυβέρνηση βρίσκεται σήμερα σε ηγεμονική θέση και ταυτόχρονα σε αδιέξοδο! Σε ηγεμονική θέση, διότι η αντιπολίτευση έχει αποσυντεθεί όχι μόνο πολιτικά αλλά και κοινωνικά, διότι πλέον η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν μπορεί να αντέξει την περαιτέρω συρρίκνωση των εισοδημάτων και την επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης, ενώ ακόμα και οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες διαλύονται. Ταυτόχρονα, βιώνει ένα προφανές πολιτικό αδιέξοδο. Είτε να επιμείνει στην αντιμνημονιακή ρητορική της και να οδηγηθεί σε μία ανεξέλεγκτη ρήξη με την ευρωζώνη –με καταστρεπτικές συνέπειες για τη χώρα, τις οποίες δεν μπορεί να επωμισθεί– είτε να υποταχθεί στις εξωπραγματικές και τιμωρητικές διαθέσεις και προτάσεις των δανειστών.
Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο, πολλοί συνιστούν μια προσφυγή στις κάλπες ή σεδημοψήφισμα, για να ξεφύγουν με αυτόν τον τρόπο από τα αδήριτα διλήμματατα οποία αντιμετωπίζουν. Όμως και αυτή η επιλογή δεν έχει νόημα διότι το μεγάλο πρόβλημα που έχει η κυβέρνηση είναι πως δεν μπορεί να κυβερνήσει.
Είναι αδύνατο εξάλλου να καλέσει τους Έλληνες πολίτες να πληρώσουν υποχρεώσεις και να υποβληθούν και σε νέες θυσίες, όταν η ίδια έχει εκλεγεί με το σύνθημα «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω».
Ακόμα και στην υποθετική περίπτωση που θα υπογράψει μία συμφωνία με τους δανειστές, δεν θα μπορέσει να διαχειριστεί αυτή τη συμφωνία και θα υποχρεωθεί είτε να εγκαταλείψει την εξουσία (πράγμα δύσκολο λόγω εξουσιολαγνείας) είτε να προχωρήσει σε νέες κυβερνητικές συνθέσεις, ακόμα και με τους μεχρι χθές αντιπάλους του (το Ποτάμι είναι εδώ, ενώ ετοιμάζεται και το μεταβενιζελικό ΠΑΣΟΚ).
Εκλογές αυτή τη στιγμή δεν θα έλυναν τίποτε. Όχι μόνο διότι θα αναπαρήγαν ένα παρόμοιο –λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω– με το σημερινό πολιτικό σκηνικό, αλλά και διότι θα αναπαρήγαν το ίδιο πολιτικό αδιέξοδο.
Αν γίνουν εκλογές πριν από τη «συμφωνία», δεν θα μπορεί να πραγματοποιηθεί κάποια μείζων ρήξη στο εσωτερικό της κυβέρνησης μεταξύ των «συναινετικών» και των «απορριπτικών» και ο Τσίπρας δεν θα μπορεί να εκκαθαρίσει την κοινοβουλευτική ομάδα από τους αντιφρονούντες!
Για να κάνει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε πρώτα να φέρει τη συμφωνία, να την καταψηφίσουν οι αντιφρονούντες και έτσι να μπορεί να τους αποκλείσει από τις εκλογικές λίστες.
Επομένως, εκλογές πριν από συμφωνία είναι αδιανόητες, διότι δεν οδηγούν πουθενά. Εάν πραγματοποιηθούν μετά από συμφωνία και ρήξη στο εσωτερικό του κυβερνητικού σχήματος, τότε ο Τσίπρας και οι συναινετικοί θα χαρακτηρισθούν ως προδότες και μνημονιακοί και θα υποχρεωθούν σε συγκυβέρνηση με ανοικτά μνημονιακό πρόσημο. Όπερ άτοπο, διότι δεν θέλουν να αναλάβουν το ρίσκο μιας τέτοιας επιλογής.
Υπάρχει βέβαια και μια «λύση Λαφαζάνη–Νταβανέλου», δηλαδή μια επιλογή εκλογών που θα επέτρεπε στον ΣΥΡΙΖΑ «να χάσει», προβάλλοντας μαξιμαλιστικές προτάσεις ρήξης, έτσι ώστε να αποφύγει να πληρώσει για τις καταστροφές που προκάλεσε επί πέντε μήνες στη χώρα και να περάσει και πάλι τον λογαριασμό του νέου μνημονίου που έφερε η πολιτική του στα παλιά «μνημονιακά κόμματα»!
Θα ήταν μια κάποια λύση για τον Νταβανέλο, όχι όμως και για τον Τσίπρα, διότι στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ θα συρρικνωνόταν.
Κατά συνέπεια, η μόνη εφικτή λύση για τον Τσίπρα είναι μια τρίτη επιλογή, η λύση μιας κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» εδώ και τώρα, ίσως και με εξωκομματικούς υπουργούς, μετά από πρωτοβουλία του προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να αντιτάξει ένα ενιαίο μέτωπο απέναντι στους δανειστές, γεγονός που θα πολλαπλασίαζε την διαπραγματευτική ισχύ του – μια και κατηγορείται διαρκώς ότι, αντί να αντιμετωπίζει από κοινού την κρίση, ασχολείται συνέχεια με τις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες.
Μια τέτοια λύση θα του επέτρεπε ταυτόχρονα να ξεπεράσει την ομολογημένη αδυναμία διακυβέρνησης που έχει το κόμμα του. Έτσι θα μπορεί ο Τσίπρας να εμφανιστεί ως ο «εθνικός» πολιτικός ηγέτης ο οποίος, αντί να κατηγορηθεί ότι οδηγεί τη χώρα σε μία νέα πολιτική αντιπαράθεση, με προσφυγή στις κάλπες, χωρίς δυνατότητα ουσιαστικού αποτελέσματος, θα δοκιμάσει να μεταφράσει την κοινωνική πλειοψηφία σε πολιτική (τουλάχιστον για όσο διάστημα την διαθέτει, μια και η επιβολή των μνημονιακών μέτρων αύριο θα την ρηγματώσει). Δηλαδή, να καλέσει για μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας (ή «εθνικού σκοπού»), με κορμό βεβαίως τα ίδια τα κυβερνητικά κόμματα που διαθέτουν την πλειοψηφία, αλλά και με τη συμμετοχή του μεγαλύτερου μέρους των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων, είτε με τον ίδιον ή άλλον υπερκομματικό πρωθυπουργό.
Με έναν και μοναδικό ομολογημένο στόχο, την ενιαία αντιμετώπιση της πίεσης που ασκείται πάνω στη χώρα.
Είναι βέβαιο πως μια τέτοια κίνηση, στρεβλής εστω, συμπαράταξης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, μέσω των κομμάτων που –καλώς ή κακώς– τον εκφράζουν, θα του έδινε μεγαλύτερες δυνατότητες απέναντι στους εταίρους/αντιπάλους μας.
Και προφανώς κάτι τέτοιο μπορεί να το κάνει μόνο η σημερινή κυβέρνηση, διότι στο παρελθόν οι εκκλήσεις για ενότητα, είτε του ΓΑΠ είτε του Σαμαρά, δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές μια και απευθύνονταν από τους «μνημονιακούς» προς τους αντιπάλους του μνημονίου. Και άρα οποιαδήποτε συναίνεση θα καταγραφόταν ως προδοσία.
Σήμερα συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο. Είναι οι αντιμνημονιακές δυνάμεις που θα καλούν σε ένα ενιαίο μέτωπο «εθνικής σωτηρίας» τα ηττημένα μνημονιακά κόμματα, σε μια συναίνεση πάνω στη γραμμή των μικρότερων δυνατών υποχωρήσεων.
Ήδη, η κίνηση του Τσίπρα να προκαλέσει την προ ημερησίας διάταξης συζήτησηστη Βουλή, την Παρασκευή 5 Ιουνίου, ενείχε έναν τέτοιο χαρακτήρα: Ο Τσίπρας κάλεσε τα κόμματα της αντιπολίτευσης να τοποθετηθούν υπέρ του σχεδίου της ελληνικής κυβέρνησης και να απορρίψουν εκείνο των δανειστών.
Το πρώτο αυτό βήμα πιθανότατα θα το ακολουθήσουν και άλλα.
Χρησιμοποιώντας και τη δυνατότητα που προσφέρει ένας πρόεδρος της Δημοκρατίας ο οποίος προέρχεται από αντιπολιτευόμενο μνημονιακό κόμμα αλλά έχει εκλεγεί (άραγε κατά τύχη;) από την αντιμνημονιακή πλειοψηφία (!) να προχωρήσει στη συγκρότηση μιας κυβέρνησης “εθνικής σωτηρίας”.
Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία την οποία διαθέτει το πολιτικό σύστημα πριν εκδηλωθούν νέα ακραία διαλυτικά φαινόμενα.
Το ίδιο έκαναν οι αντιμαχόμενες μερίδες το 1826 όταν, μπροστά στην επαπειλούμενη οριστική καταστροφή της Επανάστασης, αποφάσισαν, οπαδοί και αντίπαλοί του, να επιλέξουν τη λύση Καποδίστρια ως τη μόνη λύση για να αποφευχθεί η καταστροφή (και αφού αυτή αποφεύχθηκε, ξανάρχισαν να σφάζονται και φορτώθηκαν τον Όθωνα!). Ή, όταν το ΚΚΕ και ο Ζαχαριάδης, κάτω από άλλες συνθήκες, κάλεσε σε συστράτευση πίσω από τον Μεταξά.
Σήμερα, ο Παυλόπουλος, μέσα από τον θεσμικό του ρόλο, ο Καραμανλής, μέσα από τον ρόλο γέφυρας που διαδραματίζει μεταξύ Ν.Δ. και ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, και προπαντός ο ίδιος ο Τσίπρας είναι πολύ κοντά σε μια τέτοια επιλογή, στην πραγματικότητα τη μόνη που διαθέτουν.
Ο Βενιζέλος και ΓΑΠ, που ήταν εμπόδιο σε μια τέτοια εξέλιξη, έφυγαν από το κάδρο, άραγε θα χρειαστεί να φύγει και ο Σαμαράς;
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι εμείς οι υπόλοιποι, ο ελληνικός λαός καθώς και όσοι βρεθήκαμε και συνεχίζουμε να είμαστε έξω από τους μηχανισμούς της εξουσίας, θα εγκαταλείψουμε τη δική μας διακριτή θέση και την συστημική αντιπολίτευσή μας.
Απλώς γνωρίζουμε πως το ζήτημα της ανασυγκρότησης της χώρας και της εξόδου από την παρακμή είναι ένα ζήτημα μακράς πνοής και δυστυχώς στην παρούσα φάση δεν εξαρτάται από εμάς [Ο ελληνικός λαός έχει τα κόμματα τα οποία έχει εκλέξει, και τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν ελάχιστη σχέση με τα μεγάλα προβλήματα της χώρας, αλλά αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο].
Έτσι λοιπόν, εάν το παλαιό πολιτικό σύστημα (μέρος του οποίου είναι και ο ΣΥΡΙΖΑ) εγκαταλείψει το προσκήνιο έχοντας προκαλέσει τη μικρότερη δυνατή ζημιά, τόσο ευνοϊκότεροι θα είναι οι όροι γι’ αυτές τις δυνατότητες ανασυγκρότησης.
Τα πολιτικά κόμματα, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός και οιπολιτικοί αρχηγοί, υπό τη θεσμική τους ιδιότητα, είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν, προς μια οποιαδήποτε κατεύθυνση και να εγκαταλείψουν την θανάσιμη ακινησία που τους χαρακτηρίζει.
Αν προσπαθήσουν, με τα γνωστά τερτίπια του πολιτικαντισμού, απλώς να σώσουν το τομάρι τους, το κόμμα τους, την υστεροφημία τους, αδιαφορώντας για τις τύχες του λαού και της χώρας, ας είναι βέβαιοι πως ούτε το τομάρι τους θα σώσουν εν τέλει, προπαντός δε το όνομά τους θα συνδεθεί εσαεί με αρές και κατάρες, όπως έχει συνδεθεί εκείνο του Γεωργίου Ανδρέα Παπανδρέου.
Δυστυχώς, οι αντιμνημονιακοί του ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με τις εκλογές της 25ηςΙανουαρίου, επέλεξαν να «μπλέξουν» με τη διαχείριση του μνημονίου και δεν μπορούν να ξεμπλέξουν χωρίς κανένα κόστος.
Εμείς, ως ελληνικός λαός, τους ζητάμε απλώς να μας παραδώσουν μια χώρα με τις λιγότερες δυνατές καταστροφές και όχι ένα απολύτως «διαλυμένο μαγαζί».
Γιώργος Καραμπελιάς
Άρδην/Ρήξη
orthografos
Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, εμείς τουλάχιστον, αρνηθήκαμε να συμπράξουμε σε αυτή.
Οι τεσσεράμισι μήνες που πέρασαν κατέδειξαν αδιαμφισβήτητα πως αυτή η εκτίμηση ήταν, δυστυχώς, απολύτως ρεαλιστική: η αντιμνημονιακή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υποχρεώθηκε να συρθεί, μέσα από αλλεπάλληλες ταπεινωτικές υποχωρήσεις, σε αναίρεση κατά το μεγαλύτερο μέρος των στόχων και των «κόκκινων» γραμμών της – και όχι μόνο των δικών της αλλά ολόκληρου του αντιμνημονιακού κινήματος.
Η κυβέρνηση βρίσκεται σήμερα σε ηγεμονική θέση και ταυτόχρονα σε αδιέξοδο! Σε ηγεμονική θέση, διότι η αντιπολίτευση έχει αποσυντεθεί όχι μόνο πολιτικά αλλά και κοινωνικά, διότι πλέον η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν μπορεί να αντέξει την περαιτέρω συρρίκνωση των εισοδημάτων και την επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης, ενώ ακόμα και οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες διαλύονται. Ταυτόχρονα, βιώνει ένα προφανές πολιτικό αδιέξοδο. Είτε να επιμείνει στην αντιμνημονιακή ρητορική της και να οδηγηθεί σε μία ανεξέλεγκτη ρήξη με την ευρωζώνη –με καταστρεπτικές συνέπειες για τη χώρα, τις οποίες δεν μπορεί να επωμισθεί– είτε να υποταχθεί στις εξωπραγματικές και τιμωρητικές διαθέσεις και προτάσεις των δανειστών.
Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο, πολλοί συνιστούν μια προσφυγή στις κάλπες ή σεδημοψήφισμα, για να ξεφύγουν με αυτόν τον τρόπο από τα αδήριτα διλήμματατα οποία αντιμετωπίζουν. Όμως και αυτή η επιλογή δεν έχει νόημα διότι το μεγάλο πρόβλημα που έχει η κυβέρνηση είναι πως δεν μπορεί να κυβερνήσει.
Είναι αδύνατο εξάλλου να καλέσει τους Έλληνες πολίτες να πληρώσουν υποχρεώσεις και να υποβληθούν και σε νέες θυσίες, όταν η ίδια έχει εκλεγεί με το σύνθημα «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω».
Ακόμα και στην υποθετική περίπτωση που θα υπογράψει μία συμφωνία με τους δανειστές, δεν θα μπορέσει να διαχειριστεί αυτή τη συμφωνία και θα υποχρεωθεί είτε να εγκαταλείψει την εξουσία (πράγμα δύσκολο λόγω εξουσιολαγνείας) είτε να προχωρήσει σε νέες κυβερνητικές συνθέσεις, ακόμα και με τους μεχρι χθές αντιπάλους του (το Ποτάμι είναι εδώ, ενώ ετοιμάζεται και το μεταβενιζελικό ΠΑΣΟΚ).
Εκλογές αυτή τη στιγμή δεν θα έλυναν τίποτε. Όχι μόνο διότι θα αναπαρήγαν ένα παρόμοιο –λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω– με το σημερινό πολιτικό σκηνικό, αλλά και διότι θα αναπαρήγαν το ίδιο πολιτικό αδιέξοδο.
Αν γίνουν εκλογές πριν από τη «συμφωνία», δεν θα μπορεί να πραγματοποιηθεί κάποια μείζων ρήξη στο εσωτερικό της κυβέρνησης μεταξύ των «συναινετικών» και των «απορριπτικών» και ο Τσίπρας δεν θα μπορεί να εκκαθαρίσει την κοινοβουλευτική ομάδα από τους αντιφρονούντες!
Για να κάνει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε πρώτα να φέρει τη συμφωνία, να την καταψηφίσουν οι αντιφρονούντες και έτσι να μπορεί να τους αποκλείσει από τις εκλογικές λίστες.
Επομένως, εκλογές πριν από συμφωνία είναι αδιανόητες, διότι δεν οδηγούν πουθενά. Εάν πραγματοποιηθούν μετά από συμφωνία και ρήξη στο εσωτερικό του κυβερνητικού σχήματος, τότε ο Τσίπρας και οι συναινετικοί θα χαρακτηρισθούν ως προδότες και μνημονιακοί και θα υποχρεωθούν σε συγκυβέρνηση με ανοικτά μνημονιακό πρόσημο. Όπερ άτοπο, διότι δεν θέλουν να αναλάβουν το ρίσκο μιας τέτοιας επιλογής.
Υπάρχει βέβαια και μια «λύση Λαφαζάνη–Νταβανέλου», δηλαδή μια επιλογή εκλογών που θα επέτρεπε στον ΣΥΡΙΖΑ «να χάσει», προβάλλοντας μαξιμαλιστικές προτάσεις ρήξης, έτσι ώστε να αποφύγει να πληρώσει για τις καταστροφές που προκάλεσε επί πέντε μήνες στη χώρα και να περάσει και πάλι τον λογαριασμό του νέου μνημονίου που έφερε η πολιτική του στα παλιά «μνημονιακά κόμματα»!
Θα ήταν μια κάποια λύση για τον Νταβανέλο, όχι όμως και για τον Τσίπρα, διότι στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ θα συρρικνωνόταν.
Κατά συνέπεια, η μόνη εφικτή λύση για τον Τσίπρα είναι μια τρίτη επιλογή, η λύση μιας κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» εδώ και τώρα, ίσως και με εξωκομματικούς υπουργούς, μετά από πρωτοβουλία του προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να αντιτάξει ένα ενιαίο μέτωπο απέναντι στους δανειστές, γεγονός που θα πολλαπλασίαζε την διαπραγματευτική ισχύ του – μια και κατηγορείται διαρκώς ότι, αντί να αντιμετωπίζει από κοινού την κρίση, ασχολείται συνέχεια με τις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες.
Μια τέτοια λύση θα του επέτρεπε ταυτόχρονα να ξεπεράσει την ομολογημένη αδυναμία διακυβέρνησης που έχει το κόμμα του. Έτσι θα μπορεί ο Τσίπρας να εμφανιστεί ως ο «εθνικός» πολιτικός ηγέτης ο οποίος, αντί να κατηγορηθεί ότι οδηγεί τη χώρα σε μία νέα πολιτική αντιπαράθεση, με προσφυγή στις κάλπες, χωρίς δυνατότητα ουσιαστικού αποτελέσματος, θα δοκιμάσει να μεταφράσει την κοινωνική πλειοψηφία σε πολιτική (τουλάχιστον για όσο διάστημα την διαθέτει, μια και η επιβολή των μνημονιακών μέτρων αύριο θα την ρηγματώσει). Δηλαδή, να καλέσει για μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας (ή «εθνικού σκοπού»), με κορμό βεβαίως τα ίδια τα κυβερνητικά κόμματα που διαθέτουν την πλειοψηφία, αλλά και με τη συμμετοχή του μεγαλύτερου μέρους των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων, είτε με τον ίδιον ή άλλον υπερκομματικό πρωθυπουργό.
Με έναν και μοναδικό ομολογημένο στόχο, την ενιαία αντιμετώπιση της πίεσης που ασκείται πάνω στη χώρα.
Είναι βέβαιο πως μια τέτοια κίνηση, στρεβλής εστω, συμπαράταξης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, μέσω των κομμάτων που –καλώς ή κακώς– τον εκφράζουν, θα του έδινε μεγαλύτερες δυνατότητες απέναντι στους εταίρους/αντιπάλους μας.
Και προφανώς κάτι τέτοιο μπορεί να το κάνει μόνο η σημερινή κυβέρνηση, διότι στο παρελθόν οι εκκλήσεις για ενότητα, είτε του ΓΑΠ είτε του Σαμαρά, δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές μια και απευθύνονταν από τους «μνημονιακούς» προς τους αντιπάλους του μνημονίου. Και άρα οποιαδήποτε συναίνεση θα καταγραφόταν ως προδοσία.
Σήμερα συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο. Είναι οι αντιμνημονιακές δυνάμεις που θα καλούν σε ένα ενιαίο μέτωπο «εθνικής σωτηρίας» τα ηττημένα μνημονιακά κόμματα, σε μια συναίνεση πάνω στη γραμμή των μικρότερων δυνατών υποχωρήσεων.
Ήδη, η κίνηση του Τσίπρα να προκαλέσει την προ ημερησίας διάταξης συζήτησηστη Βουλή, την Παρασκευή 5 Ιουνίου, ενείχε έναν τέτοιο χαρακτήρα: Ο Τσίπρας κάλεσε τα κόμματα της αντιπολίτευσης να τοποθετηθούν υπέρ του σχεδίου της ελληνικής κυβέρνησης και να απορρίψουν εκείνο των δανειστών.
Το πρώτο αυτό βήμα πιθανότατα θα το ακολουθήσουν και άλλα.
Χρησιμοποιώντας και τη δυνατότητα που προσφέρει ένας πρόεδρος της Δημοκρατίας ο οποίος προέρχεται από αντιπολιτευόμενο μνημονιακό κόμμα αλλά έχει εκλεγεί (άραγε κατά τύχη;) από την αντιμνημονιακή πλειοψηφία (!) να προχωρήσει στη συγκρότηση μιας κυβέρνησης “εθνικής σωτηρίας”.
Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία την οποία διαθέτει το πολιτικό σύστημα πριν εκδηλωθούν νέα ακραία διαλυτικά φαινόμενα.
Το ίδιο έκαναν οι αντιμαχόμενες μερίδες το 1826 όταν, μπροστά στην επαπειλούμενη οριστική καταστροφή της Επανάστασης, αποφάσισαν, οπαδοί και αντίπαλοί του, να επιλέξουν τη λύση Καποδίστρια ως τη μόνη λύση για να αποφευχθεί η καταστροφή (και αφού αυτή αποφεύχθηκε, ξανάρχισαν να σφάζονται και φορτώθηκαν τον Όθωνα!). Ή, όταν το ΚΚΕ και ο Ζαχαριάδης, κάτω από άλλες συνθήκες, κάλεσε σε συστράτευση πίσω από τον Μεταξά.
Σήμερα, ο Παυλόπουλος, μέσα από τον θεσμικό του ρόλο, ο Καραμανλής, μέσα από τον ρόλο γέφυρας που διαδραματίζει μεταξύ Ν.Δ. και ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, και προπαντός ο ίδιος ο Τσίπρας είναι πολύ κοντά σε μια τέτοια επιλογή, στην πραγματικότητα τη μόνη που διαθέτουν.
Ο Βενιζέλος και ΓΑΠ, που ήταν εμπόδιο σε μια τέτοια εξέλιξη, έφυγαν από το κάδρο, άραγε θα χρειαστεί να φύγει και ο Σαμαράς;
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι εμείς οι υπόλοιποι, ο ελληνικός λαός καθώς και όσοι βρεθήκαμε και συνεχίζουμε να είμαστε έξω από τους μηχανισμούς της εξουσίας, θα εγκαταλείψουμε τη δική μας διακριτή θέση και την συστημική αντιπολίτευσή μας.
Απλώς γνωρίζουμε πως το ζήτημα της ανασυγκρότησης της χώρας και της εξόδου από την παρακμή είναι ένα ζήτημα μακράς πνοής και δυστυχώς στην παρούσα φάση δεν εξαρτάται από εμάς [Ο ελληνικός λαός έχει τα κόμματα τα οποία έχει εκλέξει, και τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν ελάχιστη σχέση με τα μεγάλα προβλήματα της χώρας, αλλά αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο].
Έτσι λοιπόν, εάν το παλαιό πολιτικό σύστημα (μέρος του οποίου είναι και ο ΣΥΡΙΖΑ) εγκαταλείψει το προσκήνιο έχοντας προκαλέσει τη μικρότερη δυνατή ζημιά, τόσο ευνοϊκότεροι θα είναι οι όροι γι’ αυτές τις δυνατότητες ανασυγκρότησης.
Τα πολιτικά κόμματα, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός και οιπολιτικοί αρχηγοί, υπό τη θεσμική τους ιδιότητα, είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν, προς μια οποιαδήποτε κατεύθυνση και να εγκαταλείψουν την θανάσιμη ακινησία που τους χαρακτηρίζει.
Αν προσπαθήσουν, με τα γνωστά τερτίπια του πολιτικαντισμού, απλώς να σώσουν το τομάρι τους, το κόμμα τους, την υστεροφημία τους, αδιαφορώντας για τις τύχες του λαού και της χώρας, ας είναι βέβαιοι πως ούτε το τομάρι τους θα σώσουν εν τέλει, προπαντός δε το όνομά τους θα συνδεθεί εσαεί με αρές και κατάρες, όπως έχει συνδεθεί εκείνο του Γεωργίου Ανδρέα Παπανδρέου.
Δυστυχώς, οι αντιμνημονιακοί του ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με τις εκλογές της 25ηςΙανουαρίου, επέλεξαν να «μπλέξουν» με τη διαχείριση του μνημονίου και δεν μπορούν να ξεμπλέξουν χωρίς κανένα κόστος.
Εμείς, ως ελληνικός λαός, τους ζητάμε απλώς να μας παραδώσουν μια χώρα με τις λιγότερες δυνατές καταστροφές και όχι ένα απολύτως «διαλυμένο μαγαζί».
Γιώργος Καραμπελιάς
Άρδην/Ρήξη
orthografos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου