Ή αλλιώς: Γιατί πρέπει να είμαστε επιεικείς με τους Έλληνες αρχηγούς κομμάτων.
Ο Τσίπρας λέει έκανε αυτό.
Πώς θα απαντήσει ο Σαμαράς λέει αναρωτιέται άλλος;
Και ποιες θα είναι οι κινήσεις Βενιζέλου;
Και ο Θεοδωράκης πώς τοποθετείται;
Πώς θα παίξει τα χαρτιά του ο ΓΑΠ;
Είναι λογικό.
Εθνικές εκλογές έχουμε, πρωθυπουργό πάμε να βγάλουμε, μιλάμε με τα ονόματα των αρχηγών πιο συχνά ίσως από τα ονόματα των κομμάτων.
Είναι λογικό και για άλλο ένα λόγο: Το πολιτικό σύστημα είναι πρωθυπουργοκεντρικό σε καταθλιπτικό βαθμό...
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο εκάστοτε πρωθυπουργός, ιδίως όταν το κόμμα του έχει την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή είναι περισσότερο ένας δικτάτορας που εκλέγεται επί θητεία παρά ένας από τους πυλώνες της πολιτειακής εξουσίας.
Τα μέσα λοιπόν είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του στόχου...
Και είναι ακόμα πιο λογικό αν σκεφτεί κανείς την κουλτούρα του Νεο-ΕΛ-ληνος. Που πέρασε εν μία νυχτί, καλά καλά ούτε ενάμισι αιώνα πριν, από καθεστώτα απολυταρχίας που βάσταξαν επί χιλιετίες σε καθεστώς δημοκρατίας δυτικού τύπου.
Είναι χαρακτηριστική η (αληθινή) ιστορία από ένα χωριό των Σερρών σε κάποιο βουνό που όταν κλήθηκαν να ψηφίσουν πρώτη φορά (το 1918) έστειλαν έναν απ’ αυτούς “στα Σέρρας” να ενημερωθεί και να ενημερώσει τί στο καλό θα έκαναν.
Η ετυμηγορία του όταν γύρισε: “Άιντε μωρέ, πάμε να ψηφίσουμε αυτόν τον πασιά απ’ την Κρήτ’” – τον Βενιζέλο, τον ορίτζιναλ, αν δεν το κατάλαβε κάποιος.
Οι πολιτικοί μας αρχηγοί λοιπόν. Οι πασάδες της σύγχρονης εποχής που θέλουν να γίνουν Σουλτάνοι. Ή κάπως έτσι.
Κι όταν κερδΑν είναι όλα καλά. Κι όταν χάνουν, στην πυρά. Στη λήθη.
Ή ακόμα χειρότερα, βορά στο γενικό γέλωτα…
Δεν είναι βέβαια άξιοι λύπησης.
Όχι επειδή είναι οι κακοί καταπιεστές-που-θέλουν-το-κακό-μας και τα σχετικά. Ακόμα κι αν είναι, δημοκρατία έχουμε, εμείς τους στέλνουμε εκεί.
Στο 95% των περιπτώσεων, το ομολογώ, είναι ιδιαιτέρως απολαυστικό να τους βλέπεις να γκρεμίζονται και να εξαφανίζονται.
Είτε ήταν θρασείς, είτε ανεπαρκείς, είτε απλώς δεν τους γουστάραμε, η πτώση τους δίνει χαρά στα σωθικά. Τα οποία αντανακλούν τα ένστικτά μας για τα οποία παγίως υποστηρίζω ότι τους οφείλουμε το δέοντα σεβασμό - ανεξαρτήτως πόσο χαμερπή είναι καμιά φορά.
Ωστόσο πρέπει να είμαστε δίκαιοι παιδιά: Δεν είναι δυνατόν να κρίνεις σωστά το στρατηγό χωρίς να λαμβάνεις υπόψη το στρατό του.
Και εδώ αρχίσουν οι δεύτερες σκέψεις, μην πω και το γέλιο (πάντα ακροβατώντας στη λεπτή γραμμή που πάντα στην ημιεξωτική χώρας μας μετά βίας το διαχωρίζει απ’ το κλάμα).
Μήπως τελικά πρέπει να είμαστε λιγάκι, τόσο δα επιεικείς μαζί τους;
Ανεξαρτήτως της δικής τους προσωπικότητας;
Να, ας πάρουμε το Σαμαρά ας πούμε.
Ο δικός του στρατός τον εξέλεξε στρατηγό επειδή δεν είχε άλλον που να αντιπαθεί λιγότερο.
Διότι ο πολυαγαπημένος του στρατηγός (ο Καραμανλής ο λεγόμενος “μικρός”) αποδείχτηκε μάπα το καρπούζι.
Κι αυτό δεν είναι το χειρότερο – το χειρότερο είναι ότι αυτό το κατάλαβαν οι πάντες, εκτός από τους Νεοδημοκράτες. Πολιτικό κριτήριο, όχι αστεία…
Αν δούμε λίγο παραπάνω αυτόν το στρατό, που εκφράζει την κεντροδεξιά παράταξη στην Ελλάδα, τί ακριβώς αντικρίζουμε;
Μια μάζωξη στελεχών όπου το 1/3 είναι γόνοι παλιών μαυρογιαλούρων, το άλλο 1/3 σελέμπριτοειδή γενικώς και το τελευταίο 1/3 φυτευτοί του εκάστοτε αρχηγού. Παραδοσιακά, αν και το λιγότερο “δημοκρατικό” και “αξιοκρατικό” κομμάτι το τελευταίο τρίτο είναι το λιγότερο κακό – φαντάσου δηλαδή.
Ο στρατηγός Βενιζέλος απ’ την άλλη είχε παρόμοια τύχη εν μέρει με το Σαμαρά. Εκλέχτηκε κι αυτός από έναν στρατό που δεν τον γούσταρε, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή.
Και μετά – κι αυτή είναι μια πολύ ουσιαστική διαφορά – ο στρατός σταδιακά τον εγκατέλειψε.
Τώρα μπορεί να καυχιέται ότι ποιοτικά ως μ.ο. στρατιωτών (βασικά όλοι είναι από υπαξιωματικοί και πάνω ελλείψει απλών φαντάρων) έχει το καλύτερο επίπεδο που είχε ποτέ, συγκριτικά τουλάχιστον.
Τί να το κάνεις όμως, στις εκλογές τελικά μετράνε οι αριθμοί.
Ο “γνήσιος” πασοκικός στρατός είναι αναμφίβολα ότι πιο γκροτέσκο έχουμε δει σε κομματικό στρατό στην Ελλάδα.
Και ότι πιο γνήσια εκφραστικό της λεγόμενης περιόδου της μεταπολίτευσης. Κυριαρχεί η κλασική φιγούρα του γνήσιου “λαϊκού” παιδιού που ζει απ’ το κράτος και το διοικεί είτε άμεσα, είτε συνήθως έμμεσα (π.χ. διά του “συνδικαλισμού”).
Το “δώστα όλα” και το “λεφτά υπάρχουν” είναι σκαλισμένο στα χρωμοσώμματά του, τίποτα στο σύμπαν δεν μπορεί να τον πείσει ότι αυτά δεν είναι μια παγκόσμια αλήθεια επαληθεύσιμη ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Αυτά τα παλικάρια λοιπόν, τα περισσότερα έστω, πήγαν και ενώθηκαν με το στρατό του ΣΥΡΙΖΑ κάνοντας ένα ρεμπέτ ασκέρ, άλλο πράγμα.
Βρήκαν εκεί τους μετα-κομμουνιστές (με επίκεντρο τον άνθρωπο, να τα λέμε κι αυτά) αντάμα με τους πάσης φύσεως μονίμως αγανακτισμένους με το “σύστημα” – ανάθεμα κι αν οποιοσδήποτε στην Ελλάδα μπόρεσε να ορίσει με κάποια σαφήνεια τί διάολο είναι αυτό το “σύστημα”.
Έτοιμοι για ανατροπές και χαβαλέ γενικώς. Κι όποιον πάρει ο χάρος.
Είναι τόσο βέβαιοι, οι φτωχοί, ότι δεν υπάρχουν χειρότερα, όσο βέβαιοι είναι ότι μπορεί να υπάρξει θρησκεία χωρίς θεό.
Αυτό το πράγμα, κακά τα ψέματα, δεν κουμαντάρεται. Συγκρατείται απλώς ενόψει εξουσίας – έχει και μπόλικη δίψα, είτε εξαιτίας ανίατου εθισμού είτε εξαιτίας ακραίας του στέρησης.
Κι αν ακόμα ο Τσίπρας αποδειχτεί το απαύγασμα της τακτικής και της διπλωματίας, είναι φανερό ότι αρκεί μισή εκλογική αποτυχία για να αρχίσουνε τα όργανα.
Πραγματικά ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Και για τους προαναφερόμενους και για τους υπόλοιπους.
Τί να πρωτοθυμηθεί κανένας; Τους ΠΣαικασμούς των οπαδών του Καμμένου; Τους ποδηλάτες (ως πολιτική άποψη) του Ποταμιού;
Τους μεταρρυθμιστές χωρίς μεταρρυθμίσεις του Κουβέλη;
Ή μήπως τους πανευτυχείς σταλινικούς του ΚΚΕ μέσα στην άγνοιά τους και εντός του “γαλατικού χωριού” τους;
(Άφησα τους οπαδούς της ΧΑ έξω διότι αναμένω την οριστική τοποθέτηση της επιστήμης για το αν ανήκουν όντως στο είδος του homo sapiens. Με την ευχή να αποδειχτούν τελικά τίποτα Ορκ, έτσι για να έχουμε και μια πινελιά αλά Τόλκιν στην όλη φάση).
Γι’ αυτό λοιπόν συνέλληνες: Δεν ξέρω αν έχουμε τους πολιτικούς αρχηγούς που μας αξίζουν ή ισχύει το αντίστροφο.
Ξέρω όμως ότι οι άνθρωποι περνάνε δύσκολα. Όχι με τους αντιπάλους τους, με τους δικούς τους.
Ξέροντας πόσο άπειρα ψυχοφθόρο είναι αυτό, τολμώ να πω ότι σχεδόν τους συμπονώ. Και να δικαιολογήσω σχεδόν κάθε ανοησία τους.
...αλλά μετά ξαναθυμάμαι ότι κανείς δεν τους έβαλε εκεί με το ζόρι και έρχομαι στα ίσια μου!
Ο Παραβάτης
Είναι λογικό.
Εθνικές εκλογές έχουμε, πρωθυπουργό πάμε να βγάλουμε, μιλάμε με τα ονόματα των αρχηγών πιο συχνά ίσως από τα ονόματα των κομμάτων.
Είναι λογικό και για άλλο ένα λόγο: Το πολιτικό σύστημα είναι πρωθυπουργοκεντρικό σε καταθλιπτικό βαθμό...
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο εκάστοτε πρωθυπουργός, ιδίως όταν το κόμμα του έχει την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή είναι περισσότερο ένας δικτάτορας που εκλέγεται επί θητεία παρά ένας από τους πυλώνες της πολιτειακής εξουσίας.
Τα μέσα λοιπόν είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του στόχου...
Και είναι ακόμα πιο λογικό αν σκεφτεί κανείς την κουλτούρα του Νεο-ΕΛ-ληνος. Που πέρασε εν μία νυχτί, καλά καλά ούτε ενάμισι αιώνα πριν, από καθεστώτα απολυταρχίας που βάσταξαν επί χιλιετίες σε καθεστώς δημοκρατίας δυτικού τύπου.
Είναι χαρακτηριστική η (αληθινή) ιστορία από ένα χωριό των Σερρών σε κάποιο βουνό που όταν κλήθηκαν να ψηφίσουν πρώτη φορά (το 1918) έστειλαν έναν απ’ αυτούς “στα Σέρρας” να ενημερωθεί και να ενημερώσει τί στο καλό θα έκαναν.
Η ετυμηγορία του όταν γύρισε: “Άιντε μωρέ, πάμε να ψηφίσουμε αυτόν τον πασιά απ’ την Κρήτ’” – τον Βενιζέλο, τον ορίτζιναλ, αν δεν το κατάλαβε κάποιος.
Οι πολιτικοί μας αρχηγοί λοιπόν. Οι πασάδες της σύγχρονης εποχής που θέλουν να γίνουν Σουλτάνοι. Ή κάπως έτσι.
Κι όταν κερδΑν είναι όλα καλά. Κι όταν χάνουν, στην πυρά. Στη λήθη.
Ή ακόμα χειρότερα, βορά στο γενικό γέλωτα…
Δεν είναι βέβαια άξιοι λύπησης.
Όχι επειδή είναι οι κακοί καταπιεστές-που-θέλουν-το-κακό-μας και τα σχετικά. Ακόμα κι αν είναι, δημοκρατία έχουμε, εμείς τους στέλνουμε εκεί.
Στο 95% των περιπτώσεων, το ομολογώ, είναι ιδιαιτέρως απολαυστικό να τους βλέπεις να γκρεμίζονται και να εξαφανίζονται.
Είτε ήταν θρασείς, είτε ανεπαρκείς, είτε απλώς δεν τους γουστάραμε, η πτώση τους δίνει χαρά στα σωθικά. Τα οποία αντανακλούν τα ένστικτά μας για τα οποία παγίως υποστηρίζω ότι τους οφείλουμε το δέοντα σεβασμό - ανεξαρτήτως πόσο χαμερπή είναι καμιά φορά.
Ωστόσο πρέπει να είμαστε δίκαιοι παιδιά: Δεν είναι δυνατόν να κρίνεις σωστά το στρατηγό χωρίς να λαμβάνεις υπόψη το στρατό του.
Και εδώ αρχίσουν οι δεύτερες σκέψεις, μην πω και το γέλιο (πάντα ακροβατώντας στη λεπτή γραμμή που πάντα στην ημιεξωτική χώρας μας μετά βίας το διαχωρίζει απ’ το κλάμα).
Μήπως τελικά πρέπει να είμαστε λιγάκι, τόσο δα επιεικείς μαζί τους;
Ανεξαρτήτως της δικής τους προσωπικότητας;
Να, ας πάρουμε το Σαμαρά ας πούμε.
Ο δικός του στρατός τον εξέλεξε στρατηγό επειδή δεν είχε άλλον που να αντιπαθεί λιγότερο.
Διότι ο πολυαγαπημένος του στρατηγός (ο Καραμανλής ο λεγόμενος “μικρός”) αποδείχτηκε μάπα το καρπούζι.
Κι αυτό δεν είναι το χειρότερο – το χειρότερο είναι ότι αυτό το κατάλαβαν οι πάντες, εκτός από τους Νεοδημοκράτες. Πολιτικό κριτήριο, όχι αστεία…
Αν δούμε λίγο παραπάνω αυτόν το στρατό, που εκφράζει την κεντροδεξιά παράταξη στην Ελλάδα, τί ακριβώς αντικρίζουμε;
Μια μάζωξη στελεχών όπου το 1/3 είναι γόνοι παλιών μαυρογιαλούρων, το άλλο 1/3 σελέμπριτοειδή γενικώς και το τελευταίο 1/3 φυτευτοί του εκάστοτε αρχηγού. Παραδοσιακά, αν και το λιγότερο “δημοκρατικό” και “αξιοκρατικό” κομμάτι το τελευταίο τρίτο είναι το λιγότερο κακό – φαντάσου δηλαδή.
Ο στρατηγός Βενιζέλος απ’ την άλλη είχε παρόμοια τύχη εν μέρει με το Σαμαρά. Εκλέχτηκε κι αυτός από έναν στρατό που δεν τον γούσταρε, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή.
Και μετά – κι αυτή είναι μια πολύ ουσιαστική διαφορά – ο στρατός σταδιακά τον εγκατέλειψε.
Τώρα μπορεί να καυχιέται ότι ποιοτικά ως μ.ο. στρατιωτών (βασικά όλοι είναι από υπαξιωματικοί και πάνω ελλείψει απλών φαντάρων) έχει το καλύτερο επίπεδο που είχε ποτέ, συγκριτικά τουλάχιστον.
Τί να το κάνεις όμως, στις εκλογές τελικά μετράνε οι αριθμοί.
Ο “γνήσιος” πασοκικός στρατός είναι αναμφίβολα ότι πιο γκροτέσκο έχουμε δει σε κομματικό στρατό στην Ελλάδα.
Και ότι πιο γνήσια εκφραστικό της λεγόμενης περιόδου της μεταπολίτευσης. Κυριαρχεί η κλασική φιγούρα του γνήσιου “λαϊκού” παιδιού που ζει απ’ το κράτος και το διοικεί είτε άμεσα, είτε συνήθως έμμεσα (π.χ. διά του “συνδικαλισμού”).
Το “δώστα όλα” και το “λεφτά υπάρχουν” είναι σκαλισμένο στα χρωμοσώμματά του, τίποτα στο σύμπαν δεν μπορεί να τον πείσει ότι αυτά δεν είναι μια παγκόσμια αλήθεια επαληθεύσιμη ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Αυτά τα παλικάρια λοιπόν, τα περισσότερα έστω, πήγαν και ενώθηκαν με το στρατό του ΣΥΡΙΖΑ κάνοντας ένα ρεμπέτ ασκέρ, άλλο πράγμα.
Βρήκαν εκεί τους μετα-κομμουνιστές (με επίκεντρο τον άνθρωπο, να τα λέμε κι αυτά) αντάμα με τους πάσης φύσεως μονίμως αγανακτισμένους με το “σύστημα” – ανάθεμα κι αν οποιοσδήποτε στην Ελλάδα μπόρεσε να ορίσει με κάποια σαφήνεια τί διάολο είναι αυτό το “σύστημα”.
Έτοιμοι για ανατροπές και χαβαλέ γενικώς. Κι όποιον πάρει ο χάρος.
Είναι τόσο βέβαιοι, οι φτωχοί, ότι δεν υπάρχουν χειρότερα, όσο βέβαιοι είναι ότι μπορεί να υπάρξει θρησκεία χωρίς θεό.
Αυτό το πράγμα, κακά τα ψέματα, δεν κουμαντάρεται. Συγκρατείται απλώς ενόψει εξουσίας – έχει και μπόλικη δίψα, είτε εξαιτίας ανίατου εθισμού είτε εξαιτίας ακραίας του στέρησης.
Κι αν ακόμα ο Τσίπρας αποδειχτεί το απαύγασμα της τακτικής και της διπλωματίας, είναι φανερό ότι αρκεί μισή εκλογική αποτυχία για να αρχίσουνε τα όργανα.
Πραγματικά ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Και για τους προαναφερόμενους και για τους υπόλοιπους.
Τί να πρωτοθυμηθεί κανένας; Τους ΠΣαικασμούς των οπαδών του Καμμένου; Τους ποδηλάτες (ως πολιτική άποψη) του Ποταμιού;
Τους μεταρρυθμιστές χωρίς μεταρρυθμίσεις του Κουβέλη;
Ή μήπως τους πανευτυχείς σταλινικούς του ΚΚΕ μέσα στην άγνοιά τους και εντός του “γαλατικού χωριού” τους;
(Άφησα τους οπαδούς της ΧΑ έξω διότι αναμένω την οριστική τοποθέτηση της επιστήμης για το αν ανήκουν όντως στο είδος του homo sapiens. Με την ευχή να αποδειχτούν τελικά τίποτα Ορκ, έτσι για να έχουμε και μια πινελιά αλά Τόλκιν στην όλη φάση).
Γι’ αυτό λοιπόν συνέλληνες: Δεν ξέρω αν έχουμε τους πολιτικούς αρχηγούς που μας αξίζουν ή ισχύει το αντίστροφο.
Ξέρω όμως ότι οι άνθρωποι περνάνε δύσκολα. Όχι με τους αντιπάλους τους, με τους δικούς τους.
Ξέροντας πόσο άπειρα ψυχοφθόρο είναι αυτό, τολμώ να πω ότι σχεδόν τους συμπονώ. Και να δικαιολογήσω σχεδόν κάθε ανοησία τους.
...αλλά μετά ξαναθυμάμαι ότι κανείς δεν τους έβαλε εκεί με το ζόρι και έρχομαι στα ίσια μου!
Ο Παραβάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου