Έχουν εκδοθεί τα σχετικά εντάλματα
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες η αρμόδια εισαγγελέας κα Ελένη Ράικου έχει ήδη εκδόσει εντάλματα σύλληψης για δεκάδες στελέχη του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.
Τα εντάλματα αυτά αφορούν υποθέσεις δανείων της περιόδου 2007-2009 που βρίσκονται υπό δικαστική διερεύνηση και είναι σε βάρος γνωστών επιχειρηματιών που έχουν λάβει δάνεια με επισφάλειες από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο αλλά και τραπεζικών που άναψαν το πράσινο φως για τη χορήγηση αυτών των δανείων. Ακόμη στρέφονται και κατά μελών της διοίκησης του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου...
Όσον αφορά το Τ.Τ. η Εισαγγελία Διαφθοράς που ερευνά τις υποθέσεις αυτές έχει ζητήσει και έχει παραλάβει δύο σχετικά πορίσματα από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. Τα πορίσματα αυτά σε καμία περίπτωση δεν δίνουν την έκταση που διερευνά η Εισαγγελία Διαφθοράς. Αρα επί της ουσίας την πολύπλοκη έρευνα την πραγματοποιεί η Εισαγγελία, αφού αφορά σε πάνω από 10 διαφορετικές υποθέσεις δανειοδότησης σε επιχειρηματίες μεγάλου και μεσαίου βεληνεκούς.
Το πόρισμα της Τραπέζης της Ελλάδος αναδεικνύει ποιοι επιχειρηματίες έλαβαν δάνεια χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις. Μια από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις αφορά σε δάνειο περίπου 30.000.000 ευρώ σε γνωστό επιχειρηματία. Το πόρισμα της Αρχής αναφέρεται επίσης σε επιχειρηματία και τη σύζυγό του που έλαβαν δάνεια ύψους 20.000.000 ευρώ.
Το πόρισμα της συγκεκριμένης Αρχής αφορά σε δύο συμβάσεις ομολογιακών δανείων τις οποίες το Τ.Τ. συνήψε στις 23 Μαρτίου και στις 12 Αυγούστου 2009, για ποσά 7.000.000 και 10.000.000 ευρώ αντίστοιχα, με εταιρεία συμφερόντων γνωστού επιχειρηματία και της συζύγου του. Παράλληλα, εκτός από τα δάνεια των 17.000.000 ευρώ, τα οποία -σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο σχετικό πόρισμα- "έχουν καταστεί ανεπίδεκτα εισπράξεως", το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο φέρεται να χρηματοδότησε για δεύτερη φορά τρεις ακόμη εταιρείες των ίδιων επιχειρηματιών, με ποσά συνολικού ύψους 2.385.000 ευρώ. Το συνολικό ύψος της ζημίας του Τ.Τ. μόνο από αυτά τα δάνεια υπολογίζεται σε περίπου 20.000.000 ευρώ.
Το πόρισμα για την υπόθεση της δανειοδότησης των επιχειρηματιών αναφέρει ότι "υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ενοχής των υπευθύνων (διοικήσεων) της τράπεζας για το έγκλημα της απιστίας και των ωφεληθέντων από τις πράξεις αυτές επιχειρηματιών, για άμεση συνέργεια στις πράξεις απιστίας, καθώς και για νομιμοποίηση προϊόντων προερχόμενων από εγκληματικές πράξεις (ξέπλυμα)".
Η έρευνα της Αρχής έφερε στο φως στοιχεία για τον τρόπο χορήγησης των δανείων και τους όρους υπό τους οποίους δόθηκαν, καθώς "τα δύο παραπάνω δάνεια χορηγήθηκαν υπό όρους που καταφανώς δεν πληρούσαν τους συνήθεις όρους τραπεζικού δανεισμού, αφού περιελάμβαναν την εξαρχής εκταμίευση του συνόλου των μακροπρόθεσμων δανείων, δινόταν πολυετής περίοδος χάριτος ως προς το κεφάλαιο και ανεπαρκείς εξασφαλίσεις, παρότι χορηγούντο σε μία νεοσύστατη εταιρεία παροχής υπηρεσιών. Συνεπώς εξαρχής δεν διασφαλίζονταν τα συμφέροντα της δανείστριας τράπεζας".
Σύμφωνα με πληροφορίες, για τη συγκεκριμένη υπόθεση φέρεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της χορήγησης των δανείων, και συγκεκριμένα ποσό 15.000.000 ευρώ, αντί να χρησιμοποιηθεί από την εταιρεία για τον σκοπό για τον οποίο χορηγήθηκε (ως κεφάλαιο κίνησης), αναλήφθηκε ουσιαστικά από τους μετόχους της αφού αυτοί το εισέπραξαν ως αντίτιμο πώλησης στην εταιρεία τους τριών δικών τους κυπριακών εταιρειών, οι οποίες μάλιστα ήταν ζημιογόνες, καθώς, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «είχαν αρνητική καθαρή θέση» (-99.000 ευρώ).
Ευθύνες
Σύμφωνα με δικαστικές πηγές, το πόσο χαριστικά ήταν τα δάνεια φαίνεται από ένα σημείο του πορίσματος, στο οποίο αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «η αγοραπωλησία αυτή έτυχε της προέγκρισης της τράπεζας, τα στελέχη της οποίας δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια διασφάλισης της απαίτησής της».
Και συνεχίζει: "Οι υπεύθυνοι της τράπεζας σαφώς και γνώριζαν ότι με τις παραπάνω εξαγορές και μεταβιβάσεις μετοχών μειωνόταν σημαντικά η διασφάλιση της τράπεζας, αφού η οικονομική κατάσταση της εγγυήτριας εταιρείας θα εξαρτάτο πλέον από τους δύο μετόχους της".
Οι ευθύνες για τη διοίκηση του Τ.Τ. αναλύονται και σε άλλο σημείο, όπου κατά πληροφορίες αναφέρεται: "Αποτέλεσμα των παραπάνω πράξεων και παραλείψεων των υπευθύνων της τράπεζας από τη μία και του επιχειρηματία και της συζύγου του από την άλλη ήταν να καταστεί ανεπίδεκτη εισπράξεως η απαίτηση της τράπεζας, με ζημιά της περιουσίας της η οποία υπολογίζεται στο 100% της απαίτησης, δηλαδή 17 εκατομμύρια ευρώ".
Όσον αφορά το Τ.Τ. η Εισαγγελία Διαφθοράς που ερευνά τις υποθέσεις αυτές έχει ζητήσει και έχει παραλάβει δύο σχετικά πορίσματα από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. Τα πορίσματα αυτά σε καμία περίπτωση δεν δίνουν την έκταση που διερευνά η Εισαγγελία Διαφθοράς. Αρα επί της ουσίας την πολύπλοκη έρευνα την πραγματοποιεί η Εισαγγελία, αφού αφορά σε πάνω από 10 διαφορετικές υποθέσεις δανειοδότησης σε επιχειρηματίες μεγάλου και μεσαίου βεληνεκούς.
Το πόρισμα της Τραπέζης της Ελλάδος αναδεικνύει ποιοι επιχειρηματίες έλαβαν δάνεια χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις. Μια από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις αφορά σε δάνειο περίπου 30.000.000 ευρώ σε γνωστό επιχειρηματία. Το πόρισμα της Αρχής αναφέρεται επίσης σε επιχειρηματία και τη σύζυγό του που έλαβαν δάνεια ύψους 20.000.000 ευρώ.
Το πόρισμα της συγκεκριμένης Αρχής αφορά σε δύο συμβάσεις ομολογιακών δανείων τις οποίες το Τ.Τ. συνήψε στις 23 Μαρτίου και στις 12 Αυγούστου 2009, για ποσά 7.000.000 και 10.000.000 ευρώ αντίστοιχα, με εταιρεία συμφερόντων γνωστού επιχειρηματία και της συζύγου του. Παράλληλα, εκτός από τα δάνεια των 17.000.000 ευρώ, τα οποία -σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο σχετικό πόρισμα- "έχουν καταστεί ανεπίδεκτα εισπράξεως", το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο φέρεται να χρηματοδότησε για δεύτερη φορά τρεις ακόμη εταιρείες των ίδιων επιχειρηματιών, με ποσά συνολικού ύψους 2.385.000 ευρώ. Το συνολικό ύψος της ζημίας του Τ.Τ. μόνο από αυτά τα δάνεια υπολογίζεται σε περίπου 20.000.000 ευρώ.
Το πόρισμα για την υπόθεση της δανειοδότησης των επιχειρηματιών αναφέρει ότι "υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ενοχής των υπευθύνων (διοικήσεων) της τράπεζας για το έγκλημα της απιστίας και των ωφεληθέντων από τις πράξεις αυτές επιχειρηματιών, για άμεση συνέργεια στις πράξεις απιστίας, καθώς και για νομιμοποίηση προϊόντων προερχόμενων από εγκληματικές πράξεις (ξέπλυμα)".
Η έρευνα της Αρχής έφερε στο φως στοιχεία για τον τρόπο χορήγησης των δανείων και τους όρους υπό τους οποίους δόθηκαν, καθώς "τα δύο παραπάνω δάνεια χορηγήθηκαν υπό όρους που καταφανώς δεν πληρούσαν τους συνήθεις όρους τραπεζικού δανεισμού, αφού περιελάμβαναν την εξαρχής εκταμίευση του συνόλου των μακροπρόθεσμων δανείων, δινόταν πολυετής περίοδος χάριτος ως προς το κεφάλαιο και ανεπαρκείς εξασφαλίσεις, παρότι χορηγούντο σε μία νεοσύστατη εταιρεία παροχής υπηρεσιών. Συνεπώς εξαρχής δεν διασφαλίζονταν τα συμφέροντα της δανείστριας τράπεζας".
Σύμφωνα με πληροφορίες, για τη συγκεκριμένη υπόθεση φέρεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της χορήγησης των δανείων, και συγκεκριμένα ποσό 15.000.000 ευρώ, αντί να χρησιμοποιηθεί από την εταιρεία για τον σκοπό για τον οποίο χορηγήθηκε (ως κεφάλαιο κίνησης), αναλήφθηκε ουσιαστικά από τους μετόχους της αφού αυτοί το εισέπραξαν ως αντίτιμο πώλησης στην εταιρεία τους τριών δικών τους κυπριακών εταιρειών, οι οποίες μάλιστα ήταν ζημιογόνες, καθώς, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «είχαν αρνητική καθαρή θέση» (-99.000 ευρώ).
Ευθύνες
Σύμφωνα με δικαστικές πηγές, το πόσο χαριστικά ήταν τα δάνεια φαίνεται από ένα σημείο του πορίσματος, στο οποίο αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «η αγοραπωλησία αυτή έτυχε της προέγκρισης της τράπεζας, τα στελέχη της οποίας δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια διασφάλισης της απαίτησής της».
Και συνεχίζει: "Οι υπεύθυνοι της τράπεζας σαφώς και γνώριζαν ότι με τις παραπάνω εξαγορές και μεταβιβάσεις μετοχών μειωνόταν σημαντικά η διασφάλιση της τράπεζας, αφού η οικονομική κατάσταση της εγγυήτριας εταιρείας θα εξαρτάτο πλέον από τους δύο μετόχους της".
Οι ευθύνες για τη διοίκηση του Τ.Τ. αναλύονται και σε άλλο σημείο, όπου κατά πληροφορίες αναφέρεται: "Αποτέλεσμα των παραπάνω πράξεων και παραλείψεων των υπευθύνων της τράπεζας από τη μία και του επιχειρηματία και της συζύγου του από την άλλη ήταν να καταστεί ανεπίδεκτη εισπράξεως η απαίτηση της τράπεζας, με ζημιά της περιουσίας της η οποία υπολογίζεται στο 100% της απαίτησης, δηλαδή 17 εκατομμύρια ευρώ".
parapolitika.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου