Πολλές αποφάσεις της δημόσιας πολιτικής στηρίζονται σε έμμεσες εικασίες σχετικά με την «ανθρώπινη φύση».
Αυτή
την εποχή είναι πολύ της μόδας οι εικασίες για το βαθμό στον οποίο η
εξέλιξη έχει διαμορφώσει τη συμπεριφορά και την ψυχολογία του ανθρώπου.
Αυτό, όμως, εγείρει ορισμένα σημαντικά ερωτήματα:
Ο άνθρωπος εξακολουθεί
να εξελίσσεται –και εάν ναι, αλλάζει η βασική βιολογική του δομή– ή,
μήπως, η σύγχρονη κουλτούρα έχει «παγώσει» την εξελικτική του
διαδικασία;
Για ορισμένα χαρακτηριστικά, δεν
χρειάζεται να...
εικάζουμε –μπορούμε να κάνουμε υπολογισμούς και συγκρίσεις
με βάση τις έρευνες που καλύπτουν χιλιάδες ανθρώπους πολλών γενεών.
Μπορεί για τα περισσότερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά να μην έχουν γίνει
ανάλογες έρευνες –είναι τα χαρακτηριστικά που τροφοδοτούν τις εικασίες–
αλλά για κάποια χαρακτηριστικά ιατρικού ενδιαφέροντος υπάρχουν ανάλογες
έρευνες.
Τι μας δείχνουν, λοιπόν, αυτές οι
έρευνες;
Οι επιστήμονες υιοθετούν δύο προσεγγίσεις: Στη μία προσέγγιση,
προσδιορίζουν την αλληλουχία του DNA συγκεκριμένων γονιδίων σε διάφορα
άτομα ––των οποίων η κατάσταση της υγείας τους είτε έχει προσδιοριστεί
είτε όχι– και αναζητούν τις διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες. Αυτή η
γενετική προσέγγιση αξιολογεί τις επιδράσεις που έχουν συσσωρευτεί με το
πέρασμα εκατοντάδων ή χιλιάδων γενιών και το συμπέρασμα είναι σαφές: οι
άνθρωποι -είτε προς τη μία κατεύθυνση είτε προς την άλλη- έχουν
εξελιχθεί όσον αφορά αυτά τα χαρακτηριστικά και μάλιστα μέχρι σχετικά
πρόσφατα, σύμφωνα με το περιβάλλον και άλλους παράγοντες που τους
επηρέασαν.
Για
παράδειγμα, αυτή η προσέγγιση δείχνει ότι η ικανότητα της χώνεψης του
γάλακτος στους ενήλικες είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης των τελευταίων
10.000 ετών και συναντάται –συνήθως– στους πολιτισμούς που εξέτρεφαν
πρόβατα, γίδες ή βοειδή. Ανάλογες έρευνες έχουν δείξει ότι η ευαισθησία
στην κατανάλωση αλκοόλ και η ανθεκτικότητα στις ασθένειες όπως η
ελονοσία και η λέπρα έχουν , επίσης, εξελιχθεί μέσα στις τελευταίες
χιλιάδες χρόνια.
Ορισμένοι επιστήμονες –μεταξύ των οποίων
και εγώ– υιοθέτησαν μια διαφορετική προσέγγιση. Αντί να ψάχνουν για
μεταβολές γονιδίων που χρειάζονται πολλές γενιές για να συσσωρευτούν και
να είναι ανιχνεύσιμες, επιλέξαμε να αξιολογήσουμε απευθείας τη φυσική
επιλογή. Με αυτή τη μέθοδο μπορεί να μελετηθεί η διαδικασία της επιλογής
εν εξελίξει –εξετάζοντας χρονικά διαστήματα που δεν υπερβαίνουν τη μία
γενιά –ώστε να μπορεί να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα εάν η σύγχρονη
κουλτούρα έχει τελικά «παγώσει» τη διαδικασία της εξέλιξης.
Το συμπέρασμα αυτής της προσέγγισης είναι
επίσης σαφές: η φυσική επιλογή εξακολουθεί να δρα στους σύγχρονους
πολιτισμούς. Το ερώτημα εάν δρα αρκετά σταθερά για μεγάλο χρονικό
διάστημα ώστε να επιφέρει σημαντικές γενετικές αλλαγές θα απαντηθεί από
τις επόμενες γενιές. Παρʼ όλα αυτά, είναι ενδιαφέρον να δει κανείς προς
ποια κατεύθυνση έχει αρχίσει να μας επηρεάζει η φυσική επιλογή.
Ορισμένες από τις διαπιστώσεις είναι εντυπωσιακές.
Μελετήσαμε
την επίδραση της φυσικής επιλογής στις γυναίκες που ζουν στο Φράμιγχαμ
της Μασαχουσέτης. Τα στοιχεία που χρησιμοποιήσαμε προέρχονται από μια
μακροχρόνια ιατρική μελέτη για τις καρδιοπάθειες. Οι γυναίκες που
μελετήθηκαν έχουν γεννηθεί μεταξύ 1892 και 1956. Διαπιστώσαμε ότι
υπάρχει σημαντική δράση της φυσικής επιλογής και υπολογίσαμε ότι εάν
αυτή συνεχιζόταν για δέκα γενιές, οι γυναίκες θα κατάληγαν να είναι
–λόγω της εξέλιξης– δύο εκατοστά κοντύτερες και θα γεννούσαν το πρώτο
τους παιδί περίπου πέντε μήνες νωρίτερα.
Τα ευρήματα αυτά προκαλούν από μόνα τους
έκπληξη, καθώς οι γυναίκες στις αναπτυσσόμενες χώρες ψηλώνουν
περισσότερο χάρη στην καλύτερη διατροφή, ενώ γεννούν τα παιδιά τους σε
μεγαλύτερη ηλικία για πολλούς λόγους –μεταξύ των οποίων και λόγοι
κουλτούρας. Τι πήγε λάθος στη συγκεκριμένη πόλη;
Τρία πράγματα έχουν παίξει ρόλο:
Πρώτον, γνωρίζουμε ότι η
γέννηση ενός παιδιού σε μικρότερη ηλικία συνεπάγεται αυξημένες
πιθανότητες παιδικής θνησιμότητας, ωστόσο, η σύγχρονη ιατρική και η
υγιεινή έχουν μειώσει δραστικά τα ποσοστά της παιδικής θνησιμότητας, με
αποτέλεσμα να περιορίζεται ο κίνδυνος όταν το πρώτο παιδί γεννιέται σε
μικρότερη ηλικία. Ως εκ τούτου, περιμένουμε ότι θα υπάρξει μια τάση για
αναπαραγωγή σε μικρότερη ηλικία εφόσον ο κίνδυνος που εμπεριείχε μέχρι
πρότινος έχει εξαλειφθεί –αυτό ακριβώς είναι που διαπιστώσαμε στο
Φράμιγχαμ.
Περιμένουμε, επίσης, ότι αυτές οι
γυναίκες θα είναι κοντύτερες απλούστατα επειδή είχαν μικρότερα χρονικά
περιθώρια για να μεγαλώσουν. Σε πέντε άλλες περιπτώσεις, οι επιστήμονες
διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες στις αναπτυσσόμενες χώρες ωριμάζουν νωρίτερα
, ενώ σε δύο από αυτές διαπιστώθηκε ότι είχαν μικρότερο ύψος (στις
υπόλοιπες τρεις περιπτώσεις, δεν μετρήθηκε το μέγεθος). Παρότι είναι
πολύ νωρίς ακόμη για να πούμε ότι πρόκειται για μια γενετική τάση, όλα
τα στοιχεία δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Δεύτερον,
διαπιστώσαμε τις επιδράσεις της φυσικής επιλογής διαπιστώνοντας ότι οι
γυναίκες που ήταν πιο κοντές και έκαναν νωρίτερα παιδί έκαναν
περισσότερα παιδιά. Τα γονίδια, όμως, είναι ένας μόνο από τους
παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος και την ηλικία στην οποία γίνεται
μητέρα μια γυναίκα. Οι προσωπικές αποφάσεις, η διατροφή, το εισοδηματικό
επίπεδο, το μορφωτικό επίπεδο και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις παίζουν
όλα το ρόλο τους.
Όταν θελήσαμε να υπολογίσουμε τον βαθμό
στον οποίο μπορεί η διαφοροποίηση των ατόμων να αποδοθεί σε βιολογικούς
παράγοντες, η απάντηση ήταν ότι αυτός δεν ξεπερνά το 5%. Το υπόλοιπο 95%
πρέπει να εξηγηθεί με βάση τις επιδράσεις της κουλτούρας και των
προσωπικών αποφάσεων. Ωστόσο, παρότι η επίδραση των βιολογικών
παραγόντων στα χαρακτηριστικά που εξετάσαμε είναι σχετικά περιορισμένη
σε όσους που ζουν σε σύνθετους σύγχρονους πολιτισμούς, οι μικρές
επιδράσεις –όταν επαναλαμβάνονται σταθερά– συσσωρεύονται.
Τρίτον, αυτά τα
χαρακτηριστικά είναι πάντοτε αποτέλεσμα αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα
γονίδια και το περιβάλλον. Μπορεί τα γονίδια μιας γυναίκας να
προδιαθέτουν ότι θα γίνει πιο ψηλή από τον μέσο όρο, αλλά τελικά μπορεί
να γίνει πιο κοντή από τον μέσο όρο εάν δεν τραφεί σωστά στην παιδική
της ηλικία.
Εάν η εξέλιξη μπορέσει να δράσει
«ανενόχλητη» μεταβάλλοντας τη γενετική προδιάθεση του ύψους και της
ηλικίας της πρώτης γέννας, ίσως μετά από δέκα γενιές οι γυναίκες να μην
είναι κοντύτερες και να μην ωριμάζουν νωρίτερα λόγω του ότι η διατροφή
και η κουλτούρα θα έχουν ενδεχομένως αντισταθμίσει τη γενετική αλλαγή.
Όπως λέει και ένας συνάδελφός μου, ένα καλό γεύμα στο σχολείο είναι
αρκετό για να εξουδετερώσει τις βιολογικές επιδράσεις.
Ακόμη και όταν επικεντρωνόμαστε σε ένα
απλό φυσικό χαρακτηριστικό όπως είναι το ύψος, διαπιστώνουμε ότι η
φυσική επιλογή στους ανθρώπους είναι μια πολυδιάστατη διαδικασία με
λεπτές αποχρώσεις. Αντίστοιχες μελέτες της συμπεριφοράς και της
ψυχολογίας του ανθρώπου –όπου η αιτιότητα είναι πολύ πιο σύνθετη–
ξεπερνούν τις δυνατότητές μας να αντιληφθούμε τι συμβαίνει. Σε αυτές τις
περιπτώσεις, είναι σοφότερο να σιωπούμε παρά να κάνουμε εικασίες.
Του Στίβεν Στιρνς, καθηγητή Οικολογίας και Εξελικτικής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ.
Copyright: Project Syndicate, 2010.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου