Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
Με αφορμή το άρθρο του Σεραφείμ Φυντανίδη που διάβασα στο «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ» «Ρέκβιεμ για τις εφημερίδες» (εδώ) (23/6/2009), σκέφτηκα ότι ίσως να είχε κάποιο ενδιαφέρον μερικές σκέψεις που είχα διατυπώσει για το θέμα του Τύπου στη χώρα μας σ’ ένα άρθρο μου 13 χρόνια πριν με τον τίτλο «Εισαγωγή στο μεταμοντέρνο :
Η δημοκρατία των κουπονιών…» (εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 27/6/1996). (Ανήκει και το ζήτημα αυτό, στα επαναλαμβανόμενα «ιστορικά προβλήματα» του τόπου…)
Βέβαια, εκεί η αφετηρία των προβληματισμών μου ήταν διαφορετική, ήταν τα «κουπόνια», όμως, η «ουσία», νομίζω είναι κοινή και τότε και σήμερα : και ο κ. Φυντανίδης, εστιάζει επίσης στην «επιχειρηματική» πλευρά της έκδοσης μιας εφημερίδας, πράγμα που έκανα κι εγώ στο παραπάνω άρθρο μου. Έγραφα λοιπόν…
Η προσπάθεια ενός απλού πολίτη να ομφαλοσκοπήσει ένα μείζον θέμα που άπτεται της λειτουργίας του Τύπου (το «Τ» κεφαλαίο), και μάλιστα ενός πολίτη μη «ειδικού» -βάσει του κριτηρίου του τίτλου σπουδών απ’ αυτού- σε θέματα επικοινωνιών, σίγουρα αφαιρεί πολλά από την «επισημοφάνεια» του εγχειρήματος. Υπ’ αυτή την έννοια το άρθρο αυτό συνιστά πρό(σ)κληση άλλων «ειδικών» να επιληφθούν του ζητήματος που θα μας απασχολήσει.
Βέβαια από την άλλη, η ιδιότητά μου ως μέλος του Κυριάρχου -όπως αποκαλούσε ο Ρουσσώ τον λαό-, αναμφίβολα νομιμοποιεί τη προσπάθεια αυτή. Ας ξεκινήσουμε όμως τις σκέψεις μας, κάνοντας δύο σύντομες αναφορές. Η μια έχει σχέση με την έννοια του μεταμοντέρνου. Τι σημαίνει ο όρος αυτός; Πληροφορούμαστε λοιπόν ότι .......
μεταμοντέρνο σημαίνει, μεταξύ άλλων, στον μεν χώρο της τέχνης η χρησιμοποίηση συμβολικών τρόπων έκφρασης με συχνή προσφυγή στην απλοϊκότητα, στο απρόσωπο και ετερογενές, στο δε χώρο της φιλοσοφίας τον προβληματισμό ως προς τη δυνατότητα αρθρώσεως ενός νέου λόγου, ο οποίος θα στηρίζεται στα δεδομένα της τεχνικής, της κοινωνικής πρακτικής και του ανθρώπινου πεπρωμένου (Ν. Μακρής : Εισαγωγικό Λεξικό Πολιτικών Όρων και Φιλοσοφίας, εκδ. Ίρις, σελ. 323). Η άλλη αναφορά μας, αντλείται από το κλασικό πια βιβλίο -που πρωτοκυκλοφόρησε στα 1922- του W. Lippmann «Κοινή Γνώμη» (W. Lippmann : Κοινή Γνώμη, εκδ. Κάλβος). Αναφερόμενος ο Lippmann στο πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνεται η κοινή γνώμη σημειώνει «…ιδιαίτερα ένα κοινό παράγοντα. Είναι η παρεμβολή ενός ψευδοπεριβάλλοντος ανάμεσα στον άνθρωπο και στο πραγματικό περιβάλλον. Η συμπεριφορά του ανθρώπου είναι η ανταπόκρισή του σε αυτό το ψευδοπεριβάλλον. Αλλά επειδή ο άνθρωπος αντιδρά με συμπεριφορά, οι συνέπειες, εάν είναι πράξεις, δεν επενεργούν στο περιβάλλον όπου διεγείρεται η συμπεριφορά, αλλά στο αληθινό περιβάλλον όπου λαμβάνει χώρα η δράση. Εάν η συμπεριφορά δεν είναι πράξη με έργα, αλλά αυτό που χονδρικά ονομάζουμε σκέψη και συναίσθημα, τότε μπορεί να περάσει πολύς καιρός προτού υπάρξει παρατηρήσιμη ρήξη στην υφή του φανταστικού κόσμου. Αλλά όταν η διέγερση του ψευδογεγονότος καταλήγει σε δράση πάνω σε πράγματα ή άλλους ανθρώπους, τότε σύντομα αναπτύσσεται αντίθεση» (W. Lippmann, ό.π., σελ. 21).
Έχοντας λοιπόν θέσει τα παραπάνω αφετηριακά σημεία προβληματισμού, ας συνεχίσουμε με ορισμένες διαπιστώσεις και διευκρινήσεις.
Στο επίπεδο των διαπιστώσεων, στο άρθρο αυτό επισημαίνεται μια εν εξελίξει «πραγματικότητα» -με όλη την αφαίρεση που μπορεί να εμπεριέχει ο όρος αυτός- : Η χώρα μας βρίσκεται -από ιστορική άποψη- σε μια μακρά περίοδο μετάβασης. Για να ακριβολογήσουμε, βρίσκεται σε περίοδο μόνιμης μετάβασης -κι αυτό συνιστά τη χειρότερη απ’ όλες τις εθνικές μας τραγωδίες-, αλλ’ όμως, δεν θα σταθούμε σ’ αυτό, διότι ο χώρος δεν αρκεί για ιστορικές ανασκοπήσεις.
Όσα λοιπόν συμβαίνουν γύρω μας, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά, οριοθετούν αυτό το «γεγονός». Η πολιτική, η οικονομική και κοινωνική σκηνή, ενέχουν έντονα το στοιχείο της αμφισβήτησης του «παλιού», και ακόμα παραπέρα, της ευθείας απόρριψής του. Το τραγικό στην όλη υπόθεση είναι ότι δεν έχει προσδιοριστεί το «νέο».
Το αποτέλεσμα είναι μια συνεχής προσεπίκληση ενός δέκατου τρίτου Θεού, που όμως όσο δεν ανευρίσκεται, καθιστά αναγκαία τη διατήρηση του υφιστάμενου Πανθέου, διότι υπ’ αυτές τις συνθήκες η κατάργησή του, θα ήταν εξαιρετικά ολέθρια. Για την πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία.
Στο επίπεδο των διευκρινήσεων, είναι ανάγκη να αποφύγουμε τις ακρότητες. Δεν «βλέπουμε» ολέθρους, καταποντισμούς, λοιμούς και λιμούς. Ομιλούμε για σοβαρά προβλήματα. Αυτό ναι. Ομιλούμε όμως και για δυνατές λύσεις. Αυτό το αναγνωρίζουμε. Ομιλούμε για ιστορικές αδυναμίες δρομολόγησης βιώσιμων λύσεων. Ομιλούμε από την άλλη για ενυπάρχουσες πολιτικές βουλήσεις που επιθυμούν αυτές τις λύσεις. Ομιλούμε για εμπόδια που παρεμβάλλονται. Αυτά όλα ναι. Όμως όλ’ αυτά, είναι οι υγιείς αντιμετωπίσεις. Που δεν κρύβουν την ασθένεια. Την εντοπίζουν, την αναγνωρίζουν, και από εκεί και πέρα αξιώνονται θεραπείες. Δεν συμπλέουμε μ’ εκείνους, που κάνουν ότι «δεν τρέχει και τίποτα», δεν συμπλέουμε με τον «ωχαδερφισμό», δεν συμπλέουμε με όσους με καισαροπαπική διάθεση τρέμουν μήπως τους ανακαλύψουν κάποιο λάθος, ενώ η αναγνώρισή του συνιστά την πλέον θαρραλέα έκφραση των ψυχικών ιδιοτήτων ενός ανθρώπου που κατανοεί ότι είναι άνθρωπος και όχι Θεός.
Μέσα λοιπόν σε τέτοιες καταστάσεις αναπτύσσεται η Δημοκρατία. Και η λειτουργία του Τύπου. Μέσα λοιπόν σε τέτοιες καταστάσεις μορφώνεται και διαμορφώνεται η κοινή γνώμη. Μορφώνεται και διαμορφώνεται μ’ όλο αυτό το συνονθύλευμα των αντιθέσεων, από τις οποίες όμως τελικά θα προκύψει η όποια σύνθεση. Ή για να το πούμε αλλιώς, δυστυχώς η σύνθεση πάντα έπεται της αντίθεσης. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το πλαίσιο τοποθετούμε και το φαινόμενο των «κουπονιών».
Ο Τύπος, συνιστά αναμφίβολα, μια σύνθετη δραστηριότητα. Μια δραστηριότητα για την οποία ο τελικός «καταναλωτής», ο αναγνώστης, δεν έχει παρά μια περιορισμένη αντίληψη. Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι οι εφημερίδες εκδίδονται από επιχειρήσεις. Και επιχείρηση σημαίνει πολλά πράγματα. Σημαίνει επενδεδυμένα κεφάλαια, σημαίνει ανάγκες για κεφάλαια, σημαίνει πωλήσεις, σημαίνει marketing, σημαίνει μια επίπονη και διαρκή διαχείριση υλικών και ανθρώπινων πόρων, σημαίνει ανάγκη επίτευξης κερδών.
Από την άλλη, οι εφημερίδες ιστορικά είχαν και έχουν έντονες διασυνδέσεις με ό,τι αποκαλείται «εξουσία», είχαν και έχουν κάποια ή κάποιες ιδεολογικοπολιτικές «προτιμήσεις», σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αδιάφορα. Όμως, οι εφημερίδες περισσότερο κατά το παρελθόν, λιγότερο ίσως σήμερα, λόγω και της τηλεόρασης, είχαν και έχουν μια να επιτελέσουν μια εξόχως κοινωνική λειτουργία, που είναι η αντικειμενική πληροφόρηση της κοινής γνώμης.
Αυτή η τελευταία αποστολή, είναι κι εκείνη που διαφοροποιεί τον Τύπο από κάθε άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα, διότι η ανάθεση της ευθύνης του λειτουργήματος αυτού, αποτελεί την πιο σπουδαία ίσως δημοκρατική εκχώρηση που έκανε ποτέ η κρατική εξουσία. «Εκχώρηση» που δεν δόθηκε χωρίς αγώνες, και η δημοσιογραφική οικογένεια, έχει πράγματι να επιδείξει πολλούς εκδότες και δημοσιογράφους, που πράγματι αγωνίστηκαν και τίμησαν το λειτούργημά τους. Άλλωστε, ιστορικά, τίποτα απ’ όλα αυτά που έχουν πλέον θεμελιωθεί σαν συστατικά ενός δημοκρατικού πολιτεύματος δεν έχει παραχωρηθεί, χωρίς να έχουν προηγηθεί σοβαρές, μακροχρόνιες, και πολλές φορές με σημαντικό αντίτιμο σε ανθρώπινες ζωές διεκδικήσεις. Εκδότες και δημοσιογράφους, ακόμα παραπέρα, που δεν αισθάνονταν ούτε την υποχρέωση αλλά και ούτε την ανάγκη να εξυμνήσουν ανύπαρκτα «προτερήματα» της πολιτικής εξουσίας, αλλ’ ούτε και της ίδιας της λαϊκής βάσης, αλλά που από την άλλη, αυτά που πράγματι υπήρχαν, δεν είχαν πρόβλημα να τα αποδώσουν στους «δικαιούχους», άνθρωποι που μέσω της ορθής εκτέλεσης του λειτουργήματός τους, συνέβαλαν και στη διαμόρφωση πράγματι ενήμερου λαού και όχι «ευσυγκίνητης και εύπλαστης μάζας»( Αθ. Κανελλόπουλος : Η Πληροφόρηση στην Πολιτική και στην Οικονομία, εκδ. ΑΒΣΠ, 1979, σελ. 8). Ανθρώπους που τίμησαν την αποστολή της δημοσιογραφίας και το λειτούργημά τους. Και βεβαίως και σήμερα δεν λείπουν παρόμοιες «πένες», παρόμοιες «φωνές» μ’ εκείνες που λίγο Παραπάνω περιγράψαμε. Αυτό που συμβαίνει σήμερα, κι αν θέλετε είναι η προσωπική η αντίληψη, είναι ότι δεν είναι αρκετές. Σε σχέση με τα ελλοχεύοντα προβλήματα, η Δημοκρατία μας έχει ανάγκη πολλών τέτοιων νοοτροπιών. Ο μονοδιάστατος Τύπος, δεν αποτελεί σύγχρονο φαινόμενο, αποτελεί μια διαρκή κατάσταση. Η ανάγκη συνεχούς καταπολέμησης του φαινομένου, δεν εκκινεί εξ απλών λόγων «δεοντολογίας», εκκινεί από την αδήριτη ανάγκη η χώρα να οπλιστεί με όσο το δυνατό περισσότερες εθνικές συνιστώσες στην εν γένει δράση, διότι πράγματι, δεν υπάρχει η πολυτέλεια της θυσίας τους στο όνομα των όποιων σκοπιμοτήτων. Πολλά πράγματα, κρύβουν πίσω τους πολλές ιστορίες.
Στο χώρο του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι, για να φθάσουμε να ομιλούμε για «πρόοδο» -την όποια πρόοδο έχουμε πετύχει-, υπήρξαν προηγούμενα πολλές θυσίες.
Η «πληροφορία», η «είδηση» που κάποτε αποτελούσε προνόμιο των ολίγων, προνόμιο όσων μετείχαν στη νομή της πολιτικής ή/και οικονομικής εξουσίας, αποτελεί παράμετρο με τεράστια οικονομική και πολιτική διάσταση. Μερικοί λίγοι, ήθελαν για προφανείς λόγους, οι «ειδήσεις» να μην ήταν παρά κτήμα ορισμένων, ήθελαν τους πολλούς βυθισμένους στην άγνοια. Σταδιακά, βοηθούσης και της τεχνολογίας, φτάσαμε στην εποχή της «υπερπληροφόρησης». Τούτο το τελευταίο αποτελεί και την ειρωνεία του πράγματος.
Μέσα σ’ αυτή την δυνητική πληρότητα της πληροφόρησης, ελλοχεύει, όταν δεν επικρατεί, η αποπληροφόρηση, η διαστρέβλωση της πληροφόρησης. Ο Τύπος σήμερα, αναμφίβολα, στη γενική του θεώρηση, έχει προοδεύσει. Όμως έχουν να γίνουν πολλά ακόμα. Πολλά θα πρέπει να θεραπευθούν. Πολλά θα πρέπει ν’ αποβληθούν. Τα κουπόνια για παράδειγμα.
Και φυσικά δεν έχει σημασία αν για άλλους ο θόρυβος στην επικοινωνία είναι μεγάλος και για άλλους μικρός. Ο καρκίνος δεν δημιουργείται από το πρώτο τσιγάρο. Δημιουργείται από την επανάληψη μιας νοσηρής συνήθειας. Τα κουπόνια, κάνουν κάτι παραπάνω από του να μοιράζουν κάποια προϊόντα. Τα κουπόνια, σκοτώνουν την κοινωνική ενημέρωση, σκοτώνουν την πληροφόρηση, δημιουργούν στη θέση της κοινής γνώμης, κοινούς καταναλωτές. Δεν πάσχουμε από καταναλωτισμό. Από άλλα πράγματα πάσχουμε. Τα κουπόνια, ακόμα παραπέρα, είναι μια μορφή εμπορίας της ελπίδας. Την ελπίδα δεν την εντοπίζουμε μόνο στο ιδεολογικό επίπεδο, ή στο πολιτικό.
Ο τζόγος, αποτελεί μια άλλη μορφή εμπορίας αυτής της ελπίδας. Όσο περισσότερο πεπεισμένος είναι ο κόσμος ότι τίποτα το καλό δεν θα συμβεί στη ζωή του «με τον σταυρό στο χέρι», τουλάχιστον περιμένει το ανέλπιστο. Αγοράζει λαχεία, ξύνει το ξυστό, παίζει στον ιππόδρομο, αγοράζει εφημερίδες που κληρώνουν ακριβά προϊόντα -λαχεία κι αυτές. Και δεν είναι τυχαίο πως όποιος «ποντάρει» επιχειρηματικά σ’ αυτή την ελπίδα αποκομίζει σημαντικά κέρδη. «Η άγια ελευθερία του Τύπου : τι χρησιμότητα, τι καρπούς, τι πλεονεκτήματα μας προσφέρει; να η βέβαιη απόδειξη : μια βαθιά περιφρόνηση της κοινής γνώμης…» θα πει ο Γκαίτε, για να τον αντικρούσει όμως αμέσως ο Ουγκώ, γράφοντας : «Αυτά τα υποτιμητικά γι’ αυτόν που τα έγραψε λόγια, έχουν την υπογραφή του Γκαίτε… Το μάθημα είναι θλιβερό. Σκοτεινό το θέαμα. Γιατί ο είλωτας είναι ένα πνεύμα» (Β. Ουγκώ : Φιλολογία και Φιλοσοφία, εκδ. Μαρής, σελ. 137). Κι έχει δίκαιο που ο Ουγκώ αντικρούει τον Γκαίτε, διότι, η κριτική, δεν θα πρέπει να οδηγεί σε άρνηση, που με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες ατραπούς. Έτσι για παράδειγμα, είναι άλλο πράγμα να ασκείς κριτική στη Δημοκρατία, επειδή ενδιαφέρεσαι γι’ αυτή, και άλλο επειδή διαπιστώνεις προβλήματα να την αμφισβητείς ως κοινωνικό σύστημα. Όταν στις μέρες μας, όταν στην τηλεόραση δεν διαφημίζεται πλέον μια δημοσιογραφική επιτυχία, αλλά διαφημίζονται τα κουπόνια, τα οποία εξαργυρώνει κάποιος με ορισμένα προϊόντα, εμένα, τον απλό πολίτη, κάπου με προκαλεί κάποια ερωτήματα.
Τι μου λένε λοιπόν; Φαινομενικά μου λένε : «δεν σου λέμε να αγοράσεις την εφημερίδα μας για να ενημερωθείς στα εξής σημαντικά, σου λέμε να αγοράσεις την εφημερίδα μας για να μπορέσεις να αποκτήσεις δωρεάν ή με σημαντική έκπτωση, τούτο ή τούτα τα προϊόντα».
Ουσιαστικά όμως μου λένε : «Μην αναζητάς πλέον πληροφόρηση. Δεν τη χρειάζεσαι. Άσε να είναι πληροφορημένοι κάποιοι άλλοι για σένα. Όπως λέει και ένα τραγουδάκι «μικρόφωνα -από εδώ και πέρα- θα έχουν μόνο οι γνωρίζοντες». Ποιοι είναι αυτοί; Ήδη τους βλέπεις καθημερινά στα ΜΜΕ. Οι ίδιοι και οι ίδιοι να λέγουν τα ίδια πράγματα. «Ειδικοί» να αλληλοαναιρούνται και να αλληλοαπορρίπτονται, στα πλαίσια «επιχειρημάτων» σκοπιμότητας, ή για να ακριβολογούμε, θυσιάζοντας, όταν δεν το βιάζουν, το επιχείρημα. Πολιτικοί εναγωνίως να αποστασιοποιούνται από ένα καθομολογούμενο χάλι -καθομολογούμενο από τους ίδιους. Δημοσιογράφοι να προσπαθούν να πουν κάτι. Και πάει λέγοντας. Μην εμπλέκεσαι σε μικροαστικές ευαισθησίες μιλώντας για «δικαίωμα» στο να γνωρίζεις. Μην αναζητάς «λειτουργήματα». Οι «λειτουργοί» αντικαταστάθηκαν από τεχνοκράτες «μάνατζερ». Κοίτα γύρω σου. Πολύ αχλή. Κοίταξε να αδράξεις την ευκαιρία, να πάρεις τούτο το φανταστικό προϊόν, που μέχρι σήμερα αδυνατούσες να έχεις, αν και το ήθελες. Τίποτα άλλο δεν μετρά, πέρα από τη προσωπική απόκτηση».
Έχω την αίσθηση, ότι αυτά είναι τα πολύ εμφανή «κρυφά» μηνύματα που λαμβάνω. Και δεν ξέρω γιατί, κάτι μου θυμίζουν από το πιο μουντό ίσως λογοτεχνικό έργο που έχω διαβάσει, το «1984» του Όργουελ. Το φαινόμενο βέβαια, δεν είναι ελληνικό -εννοώ του γενικότερου θέματος της πληροφόρησης. Δεν είχα σκοπό να κάνω αυτή τη διευκρίνιση. Την κάνω όμως για να διατυπώσω τη δική μου άποψη σ’ αυτό το στερεότυπο, στο οποίο πολλοί, σε πολλά θέματα, νομίζουν ότι βρίσκουν ασφαλές απάγκιο. Λέγω λοιπόν, πως όταν μου λένε ότι το κάπνισμα θα με σκοτώσει κι εγώ τους απαντώ δεν πειράζει, κι άλλοι καπνίζουν, αν δεν το λέγω επειδή έχω βαρεθεί τη ζωή μου, τότε φυσικά η παραπομπή μου στους άλλους είναι τουλάχιστον ανόητη.
Τα κουπόνια λοιπόν των εφημερίδων, δεν είναι «απλώς» κάτι το μεμπτό, όπως ακούω σε διάφορες εκπομπές στην τηλεόραση. Δεν σημαίνουν «απλά», ότι οι εφημερίδες ενδεχομένως να έγιναν αναξιόπιστες και αφού δεν μπορούν να «πουλήσουν» πληροφορία, πουλάνε απορρυπαντικά. Αν «απλώς» κάτι τέτοιο σήμαιναν, σίγουρα, υπάρχουν εξαιρετικά έμπειροι εκδότες και δημοσιογράφοι, ικανοί να προσδώσουν αυτά τα χαρακτηριστικά.
Τολμώ να υποστηρίξω, και το υποστηρίζω αυτό ως απλός πολίτης, ότι αυτό που βλέπουμε με τα κουπόνια, αποτελεί τη κορυφή του παγόβουνου. Η ουσία βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Και αυτό που δεν φαίνεται ακούει στο όνομα «γενικευμένη έκπτωση αξιοπιστίας θεσμών και λειτουργιών». Όλα είναι αλληλένδετα.
Ο Τύπος, που δεν ασκεί πάντα το λειτούργημά του αντικειμενικά και με αίσθηση καταγραφής των γεγονότων ως έχουν και όχι επιλεκτικά, ο Τύπος που σιωπά και ολοφύρεται ομοίως επιλεκτικά, δημιουργεί ένα σκηνικό όπου η κοινωνική και πολιτική «πραγματικότητα» παρουσιάζεται στο μόρφωμά της και όχι «ως έχει». Από την άλλη, υπάρχουν συντελεστές αυτής της δράσης, που ίσως να επιθυμούν αυτά τα μορφώματα, διότι το μόρφωμα δεν τολμά να εξέλθει στο φως της πραγματικότητας ακριβώς διότι το σκοτάδι ή το ημίφως, κρύβει πολλές ατέλειες.
Τα παραπάνω, με μια σειρά άλλων «διαπλεκομένων στρεβλώσεων», που δεν είναι του παρόντος να διερευνήσουμε εξονυχιστικά, δημιουργούν τη συνολική πραγματικότητα που ασμένως όλοι μας «απολαμβάνουμε» και που κινείται μεταξύ των ορίων μιας εναγώνιας προσπάθειας από τη μια ορισμένων να διατηρήσουν ζωντανή τη «διαδικασία» του οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού σε επίπεδα μη ελπιδοκτόνα, και μιας απάθειας από την άλλη, που τα γκάλοπ εμφανίζουν μονολεκτικά ως «δυσαρεστημένους», «αδιάφορους» και με άλλα παρόμοια ουδέτερα επίθετα.
Τελειώνοντας έχω να σημειώσω τούτο : η τελική ζημία από την «μπακαλοποίηση» μέσω του θεσμού των κουπονιών των εφημερίδων, θα είναι πολύ μεγαλύτερη από τα όποια προσωρινά νομιζόμενα οφέλη. Ας το σκεφτούν λίγο. Αλήθεια, είναι σύννομη αυτή η διακίνηση αγαθών;… Διότι πρόκειται και περί αυτού…
πηγή
Με αφορμή το άρθρο του Σεραφείμ Φυντανίδη που διάβασα στο «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ» «Ρέκβιεμ για τις εφημερίδες» (εδώ) (23/6/2009), σκέφτηκα ότι ίσως να είχε κάποιο ενδιαφέρον μερικές σκέψεις που είχα διατυπώσει για το θέμα του Τύπου στη χώρα μας σ’ ένα άρθρο μου 13 χρόνια πριν με τον τίτλο «Εισαγωγή στο μεταμοντέρνο :
Η δημοκρατία των κουπονιών…» (εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 27/6/1996). (Ανήκει και το ζήτημα αυτό, στα επαναλαμβανόμενα «ιστορικά προβλήματα» του τόπου…)
Βέβαια, εκεί η αφετηρία των προβληματισμών μου ήταν διαφορετική, ήταν τα «κουπόνια», όμως, η «ουσία», νομίζω είναι κοινή και τότε και σήμερα : και ο κ. Φυντανίδης, εστιάζει επίσης στην «επιχειρηματική» πλευρά της έκδοσης μιας εφημερίδας, πράγμα που έκανα κι εγώ στο παραπάνω άρθρο μου. Έγραφα λοιπόν…
Η προσπάθεια ενός απλού πολίτη να ομφαλοσκοπήσει ένα μείζον θέμα που άπτεται της λειτουργίας του Τύπου (το «Τ» κεφαλαίο), και μάλιστα ενός πολίτη μη «ειδικού» -βάσει του κριτηρίου του τίτλου σπουδών απ’ αυτού- σε θέματα επικοινωνιών, σίγουρα αφαιρεί πολλά από την «επισημοφάνεια» του εγχειρήματος. Υπ’ αυτή την έννοια το άρθρο αυτό συνιστά πρό(σ)κληση άλλων «ειδικών» να επιληφθούν του ζητήματος που θα μας απασχολήσει.
Βέβαια από την άλλη, η ιδιότητά μου ως μέλος του Κυριάρχου -όπως αποκαλούσε ο Ρουσσώ τον λαό-, αναμφίβολα νομιμοποιεί τη προσπάθεια αυτή. Ας ξεκινήσουμε όμως τις σκέψεις μας, κάνοντας δύο σύντομες αναφορές. Η μια έχει σχέση με την έννοια του μεταμοντέρνου. Τι σημαίνει ο όρος αυτός; Πληροφορούμαστε λοιπόν ότι .......
μεταμοντέρνο σημαίνει, μεταξύ άλλων, στον μεν χώρο της τέχνης η χρησιμοποίηση συμβολικών τρόπων έκφρασης με συχνή προσφυγή στην απλοϊκότητα, στο απρόσωπο και ετερογενές, στο δε χώρο της φιλοσοφίας τον προβληματισμό ως προς τη δυνατότητα αρθρώσεως ενός νέου λόγου, ο οποίος θα στηρίζεται στα δεδομένα της τεχνικής, της κοινωνικής πρακτικής και του ανθρώπινου πεπρωμένου (Ν. Μακρής : Εισαγωγικό Λεξικό Πολιτικών Όρων και Φιλοσοφίας, εκδ. Ίρις, σελ. 323). Η άλλη αναφορά μας, αντλείται από το κλασικό πια βιβλίο -που πρωτοκυκλοφόρησε στα 1922- του W. Lippmann «Κοινή Γνώμη» (W. Lippmann : Κοινή Γνώμη, εκδ. Κάλβος). Αναφερόμενος ο Lippmann στο πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνεται η κοινή γνώμη σημειώνει «…ιδιαίτερα ένα κοινό παράγοντα. Είναι η παρεμβολή ενός ψευδοπεριβάλλοντος ανάμεσα στον άνθρωπο και στο πραγματικό περιβάλλον. Η συμπεριφορά του ανθρώπου είναι η ανταπόκρισή του σε αυτό το ψευδοπεριβάλλον. Αλλά επειδή ο άνθρωπος αντιδρά με συμπεριφορά, οι συνέπειες, εάν είναι πράξεις, δεν επενεργούν στο περιβάλλον όπου διεγείρεται η συμπεριφορά, αλλά στο αληθινό περιβάλλον όπου λαμβάνει χώρα η δράση. Εάν η συμπεριφορά δεν είναι πράξη με έργα, αλλά αυτό που χονδρικά ονομάζουμε σκέψη και συναίσθημα, τότε μπορεί να περάσει πολύς καιρός προτού υπάρξει παρατηρήσιμη ρήξη στην υφή του φανταστικού κόσμου. Αλλά όταν η διέγερση του ψευδογεγονότος καταλήγει σε δράση πάνω σε πράγματα ή άλλους ανθρώπους, τότε σύντομα αναπτύσσεται αντίθεση» (W. Lippmann, ό.π., σελ. 21).
Έχοντας λοιπόν θέσει τα παραπάνω αφετηριακά σημεία προβληματισμού, ας συνεχίσουμε με ορισμένες διαπιστώσεις και διευκρινήσεις.
Στο επίπεδο των διαπιστώσεων, στο άρθρο αυτό επισημαίνεται μια εν εξελίξει «πραγματικότητα» -με όλη την αφαίρεση που μπορεί να εμπεριέχει ο όρος αυτός- : Η χώρα μας βρίσκεται -από ιστορική άποψη- σε μια μακρά περίοδο μετάβασης. Για να ακριβολογήσουμε, βρίσκεται σε περίοδο μόνιμης μετάβασης -κι αυτό συνιστά τη χειρότερη απ’ όλες τις εθνικές μας τραγωδίες-, αλλ’ όμως, δεν θα σταθούμε σ’ αυτό, διότι ο χώρος δεν αρκεί για ιστορικές ανασκοπήσεις.
Όσα λοιπόν συμβαίνουν γύρω μας, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά, οριοθετούν αυτό το «γεγονός». Η πολιτική, η οικονομική και κοινωνική σκηνή, ενέχουν έντονα το στοιχείο της αμφισβήτησης του «παλιού», και ακόμα παραπέρα, της ευθείας απόρριψής του. Το τραγικό στην όλη υπόθεση είναι ότι δεν έχει προσδιοριστεί το «νέο».
Το αποτέλεσμα είναι μια συνεχής προσεπίκληση ενός δέκατου τρίτου Θεού, που όμως όσο δεν ανευρίσκεται, καθιστά αναγκαία τη διατήρηση του υφιστάμενου Πανθέου, διότι υπ’ αυτές τις συνθήκες η κατάργησή του, θα ήταν εξαιρετικά ολέθρια. Για την πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία.
Στο επίπεδο των διευκρινήσεων, είναι ανάγκη να αποφύγουμε τις ακρότητες. Δεν «βλέπουμε» ολέθρους, καταποντισμούς, λοιμούς και λιμούς. Ομιλούμε για σοβαρά προβλήματα. Αυτό ναι. Ομιλούμε όμως και για δυνατές λύσεις. Αυτό το αναγνωρίζουμε. Ομιλούμε για ιστορικές αδυναμίες δρομολόγησης βιώσιμων λύσεων. Ομιλούμε από την άλλη για ενυπάρχουσες πολιτικές βουλήσεις που επιθυμούν αυτές τις λύσεις. Ομιλούμε για εμπόδια που παρεμβάλλονται. Αυτά όλα ναι. Όμως όλ’ αυτά, είναι οι υγιείς αντιμετωπίσεις. Που δεν κρύβουν την ασθένεια. Την εντοπίζουν, την αναγνωρίζουν, και από εκεί και πέρα αξιώνονται θεραπείες. Δεν συμπλέουμε μ’ εκείνους, που κάνουν ότι «δεν τρέχει και τίποτα», δεν συμπλέουμε με τον «ωχαδερφισμό», δεν συμπλέουμε με όσους με καισαροπαπική διάθεση τρέμουν μήπως τους ανακαλύψουν κάποιο λάθος, ενώ η αναγνώρισή του συνιστά την πλέον θαρραλέα έκφραση των ψυχικών ιδιοτήτων ενός ανθρώπου που κατανοεί ότι είναι άνθρωπος και όχι Θεός.
Μέσα λοιπόν σε τέτοιες καταστάσεις αναπτύσσεται η Δημοκρατία. Και η λειτουργία του Τύπου. Μέσα λοιπόν σε τέτοιες καταστάσεις μορφώνεται και διαμορφώνεται η κοινή γνώμη. Μορφώνεται και διαμορφώνεται μ’ όλο αυτό το συνονθύλευμα των αντιθέσεων, από τις οποίες όμως τελικά θα προκύψει η όποια σύνθεση. Ή για να το πούμε αλλιώς, δυστυχώς η σύνθεση πάντα έπεται της αντίθεσης. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το πλαίσιο τοποθετούμε και το φαινόμενο των «κουπονιών».
Ο Τύπος, συνιστά αναμφίβολα, μια σύνθετη δραστηριότητα. Μια δραστηριότητα για την οποία ο τελικός «καταναλωτής», ο αναγνώστης, δεν έχει παρά μια περιορισμένη αντίληψη. Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι οι εφημερίδες εκδίδονται από επιχειρήσεις. Και επιχείρηση σημαίνει πολλά πράγματα. Σημαίνει επενδεδυμένα κεφάλαια, σημαίνει ανάγκες για κεφάλαια, σημαίνει πωλήσεις, σημαίνει marketing, σημαίνει μια επίπονη και διαρκή διαχείριση υλικών και ανθρώπινων πόρων, σημαίνει ανάγκη επίτευξης κερδών.
Από την άλλη, οι εφημερίδες ιστορικά είχαν και έχουν έντονες διασυνδέσεις με ό,τι αποκαλείται «εξουσία», είχαν και έχουν κάποια ή κάποιες ιδεολογικοπολιτικές «προτιμήσεις», σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αδιάφορα. Όμως, οι εφημερίδες περισσότερο κατά το παρελθόν, λιγότερο ίσως σήμερα, λόγω και της τηλεόρασης, είχαν και έχουν μια να επιτελέσουν μια εξόχως κοινωνική λειτουργία, που είναι η αντικειμενική πληροφόρηση της κοινής γνώμης.
Αυτή η τελευταία αποστολή, είναι κι εκείνη που διαφοροποιεί τον Τύπο από κάθε άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα, διότι η ανάθεση της ευθύνης του λειτουργήματος αυτού, αποτελεί την πιο σπουδαία ίσως δημοκρατική εκχώρηση που έκανε ποτέ η κρατική εξουσία. «Εκχώρηση» που δεν δόθηκε χωρίς αγώνες, και η δημοσιογραφική οικογένεια, έχει πράγματι να επιδείξει πολλούς εκδότες και δημοσιογράφους, που πράγματι αγωνίστηκαν και τίμησαν το λειτούργημά τους. Άλλωστε, ιστορικά, τίποτα απ’ όλα αυτά που έχουν πλέον θεμελιωθεί σαν συστατικά ενός δημοκρατικού πολιτεύματος δεν έχει παραχωρηθεί, χωρίς να έχουν προηγηθεί σοβαρές, μακροχρόνιες, και πολλές φορές με σημαντικό αντίτιμο σε ανθρώπινες ζωές διεκδικήσεις. Εκδότες και δημοσιογράφους, ακόμα παραπέρα, που δεν αισθάνονταν ούτε την υποχρέωση αλλά και ούτε την ανάγκη να εξυμνήσουν ανύπαρκτα «προτερήματα» της πολιτικής εξουσίας, αλλ’ ούτε και της ίδιας της λαϊκής βάσης, αλλά που από την άλλη, αυτά που πράγματι υπήρχαν, δεν είχαν πρόβλημα να τα αποδώσουν στους «δικαιούχους», άνθρωποι που μέσω της ορθής εκτέλεσης του λειτουργήματός τους, συνέβαλαν και στη διαμόρφωση πράγματι ενήμερου λαού και όχι «ευσυγκίνητης και εύπλαστης μάζας»( Αθ. Κανελλόπουλος : Η Πληροφόρηση στην Πολιτική και στην Οικονομία, εκδ. ΑΒΣΠ, 1979, σελ. 8). Ανθρώπους που τίμησαν την αποστολή της δημοσιογραφίας και το λειτούργημά τους. Και βεβαίως και σήμερα δεν λείπουν παρόμοιες «πένες», παρόμοιες «φωνές» μ’ εκείνες που λίγο Παραπάνω περιγράψαμε. Αυτό που συμβαίνει σήμερα, κι αν θέλετε είναι η προσωπική η αντίληψη, είναι ότι δεν είναι αρκετές. Σε σχέση με τα ελλοχεύοντα προβλήματα, η Δημοκρατία μας έχει ανάγκη πολλών τέτοιων νοοτροπιών. Ο μονοδιάστατος Τύπος, δεν αποτελεί σύγχρονο φαινόμενο, αποτελεί μια διαρκή κατάσταση. Η ανάγκη συνεχούς καταπολέμησης του φαινομένου, δεν εκκινεί εξ απλών λόγων «δεοντολογίας», εκκινεί από την αδήριτη ανάγκη η χώρα να οπλιστεί με όσο το δυνατό περισσότερες εθνικές συνιστώσες στην εν γένει δράση, διότι πράγματι, δεν υπάρχει η πολυτέλεια της θυσίας τους στο όνομα των όποιων σκοπιμοτήτων. Πολλά πράγματα, κρύβουν πίσω τους πολλές ιστορίες.
Στο χώρο του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι, για να φθάσουμε να ομιλούμε για «πρόοδο» -την όποια πρόοδο έχουμε πετύχει-, υπήρξαν προηγούμενα πολλές θυσίες.
Η «πληροφορία», η «είδηση» που κάποτε αποτελούσε προνόμιο των ολίγων, προνόμιο όσων μετείχαν στη νομή της πολιτικής ή/και οικονομικής εξουσίας, αποτελεί παράμετρο με τεράστια οικονομική και πολιτική διάσταση. Μερικοί λίγοι, ήθελαν για προφανείς λόγους, οι «ειδήσεις» να μην ήταν παρά κτήμα ορισμένων, ήθελαν τους πολλούς βυθισμένους στην άγνοια. Σταδιακά, βοηθούσης και της τεχνολογίας, φτάσαμε στην εποχή της «υπερπληροφόρησης». Τούτο το τελευταίο αποτελεί και την ειρωνεία του πράγματος.
Μέσα σ’ αυτή την δυνητική πληρότητα της πληροφόρησης, ελλοχεύει, όταν δεν επικρατεί, η αποπληροφόρηση, η διαστρέβλωση της πληροφόρησης. Ο Τύπος σήμερα, αναμφίβολα, στη γενική του θεώρηση, έχει προοδεύσει. Όμως έχουν να γίνουν πολλά ακόμα. Πολλά θα πρέπει να θεραπευθούν. Πολλά θα πρέπει ν’ αποβληθούν. Τα κουπόνια για παράδειγμα.
Και φυσικά δεν έχει σημασία αν για άλλους ο θόρυβος στην επικοινωνία είναι μεγάλος και για άλλους μικρός. Ο καρκίνος δεν δημιουργείται από το πρώτο τσιγάρο. Δημιουργείται από την επανάληψη μιας νοσηρής συνήθειας. Τα κουπόνια, κάνουν κάτι παραπάνω από του να μοιράζουν κάποια προϊόντα. Τα κουπόνια, σκοτώνουν την κοινωνική ενημέρωση, σκοτώνουν την πληροφόρηση, δημιουργούν στη θέση της κοινής γνώμης, κοινούς καταναλωτές. Δεν πάσχουμε από καταναλωτισμό. Από άλλα πράγματα πάσχουμε. Τα κουπόνια, ακόμα παραπέρα, είναι μια μορφή εμπορίας της ελπίδας. Την ελπίδα δεν την εντοπίζουμε μόνο στο ιδεολογικό επίπεδο, ή στο πολιτικό.
Ο τζόγος, αποτελεί μια άλλη μορφή εμπορίας αυτής της ελπίδας. Όσο περισσότερο πεπεισμένος είναι ο κόσμος ότι τίποτα το καλό δεν θα συμβεί στη ζωή του «με τον σταυρό στο χέρι», τουλάχιστον περιμένει το ανέλπιστο. Αγοράζει λαχεία, ξύνει το ξυστό, παίζει στον ιππόδρομο, αγοράζει εφημερίδες που κληρώνουν ακριβά προϊόντα -λαχεία κι αυτές. Και δεν είναι τυχαίο πως όποιος «ποντάρει» επιχειρηματικά σ’ αυτή την ελπίδα αποκομίζει σημαντικά κέρδη. «Η άγια ελευθερία του Τύπου : τι χρησιμότητα, τι καρπούς, τι πλεονεκτήματα μας προσφέρει; να η βέβαιη απόδειξη : μια βαθιά περιφρόνηση της κοινής γνώμης…» θα πει ο Γκαίτε, για να τον αντικρούσει όμως αμέσως ο Ουγκώ, γράφοντας : «Αυτά τα υποτιμητικά γι’ αυτόν που τα έγραψε λόγια, έχουν την υπογραφή του Γκαίτε… Το μάθημα είναι θλιβερό. Σκοτεινό το θέαμα. Γιατί ο είλωτας είναι ένα πνεύμα» (Β. Ουγκώ : Φιλολογία και Φιλοσοφία, εκδ. Μαρής, σελ. 137). Κι έχει δίκαιο που ο Ουγκώ αντικρούει τον Γκαίτε, διότι, η κριτική, δεν θα πρέπει να οδηγεί σε άρνηση, που με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες ατραπούς. Έτσι για παράδειγμα, είναι άλλο πράγμα να ασκείς κριτική στη Δημοκρατία, επειδή ενδιαφέρεσαι γι’ αυτή, και άλλο επειδή διαπιστώνεις προβλήματα να την αμφισβητείς ως κοινωνικό σύστημα. Όταν στις μέρες μας, όταν στην τηλεόραση δεν διαφημίζεται πλέον μια δημοσιογραφική επιτυχία, αλλά διαφημίζονται τα κουπόνια, τα οποία εξαργυρώνει κάποιος με ορισμένα προϊόντα, εμένα, τον απλό πολίτη, κάπου με προκαλεί κάποια ερωτήματα.
Τι μου λένε λοιπόν; Φαινομενικά μου λένε : «δεν σου λέμε να αγοράσεις την εφημερίδα μας για να ενημερωθείς στα εξής σημαντικά, σου λέμε να αγοράσεις την εφημερίδα μας για να μπορέσεις να αποκτήσεις δωρεάν ή με σημαντική έκπτωση, τούτο ή τούτα τα προϊόντα».
Ουσιαστικά όμως μου λένε : «Μην αναζητάς πλέον πληροφόρηση. Δεν τη χρειάζεσαι. Άσε να είναι πληροφορημένοι κάποιοι άλλοι για σένα. Όπως λέει και ένα τραγουδάκι «μικρόφωνα -από εδώ και πέρα- θα έχουν μόνο οι γνωρίζοντες». Ποιοι είναι αυτοί; Ήδη τους βλέπεις καθημερινά στα ΜΜΕ. Οι ίδιοι και οι ίδιοι να λέγουν τα ίδια πράγματα. «Ειδικοί» να αλληλοαναιρούνται και να αλληλοαπορρίπτονται, στα πλαίσια «επιχειρημάτων» σκοπιμότητας, ή για να ακριβολογούμε, θυσιάζοντας, όταν δεν το βιάζουν, το επιχείρημα. Πολιτικοί εναγωνίως να αποστασιοποιούνται από ένα καθομολογούμενο χάλι -καθομολογούμενο από τους ίδιους. Δημοσιογράφοι να προσπαθούν να πουν κάτι. Και πάει λέγοντας. Μην εμπλέκεσαι σε μικροαστικές ευαισθησίες μιλώντας για «δικαίωμα» στο να γνωρίζεις. Μην αναζητάς «λειτουργήματα». Οι «λειτουργοί» αντικαταστάθηκαν από τεχνοκράτες «μάνατζερ». Κοίτα γύρω σου. Πολύ αχλή. Κοίταξε να αδράξεις την ευκαιρία, να πάρεις τούτο το φανταστικό προϊόν, που μέχρι σήμερα αδυνατούσες να έχεις, αν και το ήθελες. Τίποτα άλλο δεν μετρά, πέρα από τη προσωπική απόκτηση».
Έχω την αίσθηση, ότι αυτά είναι τα πολύ εμφανή «κρυφά» μηνύματα που λαμβάνω. Και δεν ξέρω γιατί, κάτι μου θυμίζουν από το πιο μουντό ίσως λογοτεχνικό έργο που έχω διαβάσει, το «1984» του Όργουελ. Το φαινόμενο βέβαια, δεν είναι ελληνικό -εννοώ του γενικότερου θέματος της πληροφόρησης. Δεν είχα σκοπό να κάνω αυτή τη διευκρίνιση. Την κάνω όμως για να διατυπώσω τη δική μου άποψη σ’ αυτό το στερεότυπο, στο οποίο πολλοί, σε πολλά θέματα, νομίζουν ότι βρίσκουν ασφαλές απάγκιο. Λέγω λοιπόν, πως όταν μου λένε ότι το κάπνισμα θα με σκοτώσει κι εγώ τους απαντώ δεν πειράζει, κι άλλοι καπνίζουν, αν δεν το λέγω επειδή έχω βαρεθεί τη ζωή μου, τότε φυσικά η παραπομπή μου στους άλλους είναι τουλάχιστον ανόητη.
Τα κουπόνια λοιπόν των εφημερίδων, δεν είναι «απλώς» κάτι το μεμπτό, όπως ακούω σε διάφορες εκπομπές στην τηλεόραση. Δεν σημαίνουν «απλά», ότι οι εφημερίδες ενδεχομένως να έγιναν αναξιόπιστες και αφού δεν μπορούν να «πουλήσουν» πληροφορία, πουλάνε απορρυπαντικά. Αν «απλώς» κάτι τέτοιο σήμαιναν, σίγουρα, υπάρχουν εξαιρετικά έμπειροι εκδότες και δημοσιογράφοι, ικανοί να προσδώσουν αυτά τα χαρακτηριστικά.
Τολμώ να υποστηρίξω, και το υποστηρίζω αυτό ως απλός πολίτης, ότι αυτό που βλέπουμε με τα κουπόνια, αποτελεί τη κορυφή του παγόβουνου. Η ουσία βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Και αυτό που δεν φαίνεται ακούει στο όνομα «γενικευμένη έκπτωση αξιοπιστίας θεσμών και λειτουργιών». Όλα είναι αλληλένδετα.
Ο Τύπος, που δεν ασκεί πάντα το λειτούργημά του αντικειμενικά και με αίσθηση καταγραφής των γεγονότων ως έχουν και όχι επιλεκτικά, ο Τύπος που σιωπά και ολοφύρεται ομοίως επιλεκτικά, δημιουργεί ένα σκηνικό όπου η κοινωνική και πολιτική «πραγματικότητα» παρουσιάζεται στο μόρφωμά της και όχι «ως έχει». Από την άλλη, υπάρχουν συντελεστές αυτής της δράσης, που ίσως να επιθυμούν αυτά τα μορφώματα, διότι το μόρφωμα δεν τολμά να εξέλθει στο φως της πραγματικότητας ακριβώς διότι το σκοτάδι ή το ημίφως, κρύβει πολλές ατέλειες.
Τα παραπάνω, με μια σειρά άλλων «διαπλεκομένων στρεβλώσεων», που δεν είναι του παρόντος να διερευνήσουμε εξονυχιστικά, δημιουργούν τη συνολική πραγματικότητα που ασμένως όλοι μας «απολαμβάνουμε» και που κινείται μεταξύ των ορίων μιας εναγώνιας προσπάθειας από τη μια ορισμένων να διατηρήσουν ζωντανή τη «διαδικασία» του οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού σε επίπεδα μη ελπιδοκτόνα, και μιας απάθειας από την άλλη, που τα γκάλοπ εμφανίζουν μονολεκτικά ως «δυσαρεστημένους», «αδιάφορους» και με άλλα παρόμοια ουδέτερα επίθετα.
Τελειώνοντας έχω να σημειώσω τούτο : η τελική ζημία από την «μπακαλοποίηση» μέσω του θεσμού των κουπονιών των εφημερίδων, θα είναι πολύ μεγαλύτερη από τα όποια προσωρινά νομιζόμενα οφέλη. Ας το σκεφτούν λίγο. Αλήθεια, είναι σύννομη αυτή η διακίνηση αγαθών;… Διότι πρόκειται και περί αυτού…
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου