Η Παγκρήτια Τράπεζα και η Τράπεζα Αττικής, ενωμένες, θα έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν καλύτερα επιτόκια και προϊόντα στους πελάτες τους, γεγονός που θα ωθήσει και τις υπόλοιπες τράπεζες να βελτιώσουν τις προσφορές τους. Η νέα, ενωμένη τράπεζα θα διαθέτει αυξημένα κεφάλαια, τα οποία θα της επιτρέψουν να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις προκλήσεις της αγοράς.
Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορεί να επενδύσει σε νέες τεχνολογίες και να προσφέρει καινοτόμα τραπεζικά προϊόντα. Η συγχώνευση αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση του λειτουργικού κόστους μέσω της ενοποίησης των υποδομών και των υπηρεσιών. Αυτό σημαίνει ότι η νέα τράπεζα θα μπορεί να λειτουργεί πιο αποδοτικά και να προσφέρει καλύτερες τιμές στους πελάτες της.
Η Παγκρήτια Τράπεζα, με την έντονη παρουσία της στην Κρήτη, και η Τράπεζα Αττικής, με την παρουσία της στην Αττική, θα μπορέσουν να συνδυάσουν τα πλεονεκτήματα των δύο περιοχών και να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη τόσο στην περιφέρεια όσο και στο κέντρο. Σημαντική θα είναι και η συνεισφορά του νέου τραπεζικού πόλου για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ).
Παραδοσιακά, οι δύο Τράπεζες που συγχωνεύονται έχουν πολλές συναλλαγές με μικρομεσαίες επιχειρήσεις, επαγγελματίες και αγρότες. Η νέα, ενωμένη τράπεζα θα διαθέτει αυξημένα κεφάλαια και θα μπορεί να προσφέρει περισσότερα και καλύτερα χρηματοδοτικά προϊόντα στις ΜΜΕ. Αυτό θα διευκολύνει την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε κεφάλαια για ανάπτυξη και επενδύσεις. Η συγχώνευση μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη νέων, προσαρμοσμένων προϊόντων και υπηρεσιών για τις ΜΜΕ, όπως εξειδικευμένα δάνεια, υπηρεσίες συμβουλευτικής και εργαλεία διαχείρισης ρευστότητας. Οι ΜΜΕ θα επωφεληθούν μειώνοντας το κόστος δανεισμού και θα βελτιώνοντας τη ρευστότητά τους.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η διαδικασία συγχώνευσης δεν είναι χωρίς κόστος. Το δημόσιο θα πρέπει να επενδύσει εκατοντάδες εκατομμύρια για την εξυγίανση των δύο τραπεζών. Αυτό είναι αναγκαίο. Γιατί σε διαφορετική περίπτωση η συμμετοχή του ιδιώτη επενδυτή στην ΑΜΚ θα ήταν αμφίβολη και άρα η διάσωση της τράπεζας θα ήταν αδύνατο να προχωρήσει, µε δεδομένο ότι απαίτηση της Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ε.Ε., για τη συμμετοχή του ΤΧΣ στην αύξηση είναι η συμμετοχή ιδιώτη επενδυτή.
*Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου