Σύμφωνα με τη Wall Street Journal αυτός θα προβλέπει μαχαίρι στις απολαβές του από την εταιρεία ενοικίασης χώρων γραφείου κατά 500 εκατ. δολάρια και θα ανοίξει τον δρόμο για την δεύτερη προσπάθεια της WeWork να περάσει το κατώφλι του χρηματιστηρίου...
Συγκεκριμένα η SoftBank θα διαθέσει περί το 1,5 δισ. δολάρια για να αγοράσει μετοχές από τους αρχικούς επενδυτές και εργαζόμενους της WeWork με τα 500 εκατ. δολάρια να αφορούν αγορά μετοχών από τον Νόιμαν. Και στις δύο περιπτώσεις τα ποσά είναι στο ήμισυ αυτών που είχαν αρχικά συμφωνηθεί, πριν έρθουν στο φως οι λεπτομέρειες για τις τουλάχιστον αμφιλεγόμενες πρακτικές διοίκησης του Άνταμ Νόιμαν και τον τρόπο με τον οποίο έπειθε επί χρόνια εργαζομένους, αλλά πρωτίστως επενδυτές να τις αποδεχθούν ως «επαναστατικές» και δη επικερδείς. Επικερδείς ήταν σίγουρα για τον ίδιο, αφού πέτυχε να γίνει δισεκατομμυριούχους και να διάγει μία ζωή «βουτηγμένη» στην πολυτέλεια. Όταν τον Αύγουστο του 2019 η εταιρεία κατέθεσε τα χαρτιά της στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) για μία μεγάλη IPO έγινε γνωστό ότι είχε ζημίες δισεκατομμυρίων. Μέσα σε έναν μήνα η εταιρεία είχε ρίξει τον πήχυ για την αποτίμησή της στα 10 δισ. από 47 δισ. δολάρια, είχε απομακρύνει από τη θέση του CEO τον Νόιμαν και είχε αναστείλει επ’ αόριστο την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο. Τον Οκτώβριο εκείνου του έτους πέρασε στον έλεγχο της SoftBank που πρόσφερε “χρυσό αλεξίπτωτο” στον Νόιμαν και έναν μήνα αργότερα θα ανακοίνωνε την απόλυση 2.400 υπαλλήλων.
Πολύ πριν συμβούν όλα αυτά ο Νόιμαν είχε φροντίσει να «πουλήσει» πειστικά την ιστορία του φτωχού αγοριού που μεγάλωσε σε ένα κιμπούτς (κοινότητα) στο Ισραήλ για να εξελιχθεί τελικά σε έναν άκρως επιυχημένο επιχειρηματία με καινοτόμες ιδέες. Η WeWork ήταν όπως έλεγε ένα «καπιταλιστικό κιμπούτς». Στο βιβλίο “Billion Dollar Loser” o αρθογράφος του The New Yorker, Ρις Γουίντμαν, παρουσιάζει αλλιώς την ιστορία του 41χρονου. Την ιδέα για τη WeWork την παρουσίασε το 2010.
Οι χώροι γραφείων στους οποίους μπορούσαν να συνυπάρχουν διαφορετικές εταιρείες ήταν ήδη μία διαδεδομένη ιδέα. Πολλοί επιχειρηματίες νοίκιαζαν ένα κτίριο και στη συνέχεια υπενοικίαζαν ένα μέρος του, δίνοντας έμφαση στο σύγχρονο ντιζάιν, την ευελιξία και τις τακτικές «happy hours» στις οποίες οι εργαζόμενοι μπορούσαν να ενισχύσουν το αίσθημα της ομάδας.
Η πρώτη επένδυση στην εταιρεία ήταν ύψους 1 εκατ. δολαρίων από την πλούσια σύζυγό του Ρεμπέκα Πάλτροου. Έχοντας πολλές επαφές στην υψηλή κοινωνία σύστησε τον σύζυγό της σε αρκετούς υποψήφιους επενδυτές και ο ίδιος έχοντας το χάρισμα να παρουσιάζει ένα ελκυστικό αφήγημα και να γοητεύει πολύ σύντομα συγκέντρωσε χρηματοδότηση 7 εκατ. δολαρίων.
Στην πρώτη περίοδο της WeWork συστηματικά υποστήριζε ότι η εταιρεία είχε αντλήσει έμπνευση από την Καμπάλα. Αργότερα όταν άρχισε να «φλερτάρει» με venture capitals της Σίλικον Βάλεϊ το αφήγημα άλλαξε: Η WeWork ήταν ένα «φυσικό μέσο κοινωνικής δικτύωσης» (physical social network). Άντλησε 16,5 εκατ. δολάρια από την Benchmark.
Με τους επενδυτές να ενθαρρύνουν την ταχεία ανάπτυξη άρχισε να νοικιάζει ο ίδιος εκατοντάδες χώρους ανά τον κόσμο και στηριζόταν για να τους γεμίσει σε “προνόμια” όπως δωρεάν μπίρα και ένα Summer Camp. Την ίδια ώρα οι υπάλληλοί του αναγκάζονταν να εργάζονται πολλές ώρες με χαμηλές αμοιβές. Για αυτούς ήταν υποχρεωτική η παρουσία σε ένα after hours πάρτι με την κωδική ονομασία “Thank God It’s Monday”.
Η μεγάλη επιτυχία ήρθε το 2017, όταν ο Νόιμαν έπεισε τον Μασαγιόσι Σον, τον επικεφαλής του ιαπωνικού κολοσσού SoftBank ότι η εταιρεία του αξίζει μία επένδυση 4,4 δισ. δολαρίων από το Vision Fund.
Συγκεκριμένα η SoftBank θα διαθέσει περί το 1,5 δισ. δολάρια για να αγοράσει μετοχές από τους αρχικούς επενδυτές και εργαζόμενους της WeWork με τα 500 εκατ. δολάρια να αφορούν αγορά μετοχών από τον Νόιμαν. Και στις δύο περιπτώσεις τα ποσά είναι στο ήμισυ αυτών που είχαν αρχικά συμφωνηθεί, πριν έρθουν στο φως οι λεπτομέρειες για τις τουλάχιστον αμφιλεγόμενες πρακτικές διοίκησης του Άνταμ Νόιμαν και τον τρόπο με τον οποίο έπειθε επί χρόνια εργαζομένους, αλλά πρωτίστως επενδυτές να τις αποδεχθούν ως «επαναστατικές» και δη επικερδείς. Επικερδείς ήταν σίγουρα για τον ίδιο, αφού πέτυχε να γίνει δισεκατομμυριούχους και να διάγει μία ζωή «βουτηγμένη» στην πολυτέλεια. Όταν τον Αύγουστο του 2019 η εταιρεία κατέθεσε τα χαρτιά της στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) για μία μεγάλη IPO έγινε γνωστό ότι είχε ζημίες δισεκατομμυρίων. Μέσα σε έναν μήνα η εταιρεία είχε ρίξει τον πήχυ για την αποτίμησή της στα 10 δισ. από 47 δισ. δολάρια, είχε απομακρύνει από τη θέση του CEO τον Νόιμαν και είχε αναστείλει επ’ αόριστο την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο. Τον Οκτώβριο εκείνου του έτους πέρασε στον έλεγχο της SoftBank που πρόσφερε “χρυσό αλεξίπτωτο” στον Νόιμαν και έναν μήνα αργότερα θα ανακοίνωνε την απόλυση 2.400 υπαλλήλων.
Πολύ πριν συμβούν όλα αυτά ο Νόιμαν είχε φροντίσει να «πουλήσει» πειστικά την ιστορία του φτωχού αγοριού που μεγάλωσε σε ένα κιμπούτς (κοινότητα) στο Ισραήλ για να εξελιχθεί τελικά σε έναν άκρως επιυχημένο επιχειρηματία με καινοτόμες ιδέες. Η WeWork ήταν όπως έλεγε ένα «καπιταλιστικό κιμπούτς». Στο βιβλίο “Billion Dollar Loser” o αρθογράφος του The New Yorker, Ρις Γουίντμαν, παρουσιάζει αλλιώς την ιστορία του 41χρονου. Την ιδέα για τη WeWork την παρουσίασε το 2010.
Οι χώροι γραφείων στους οποίους μπορούσαν να συνυπάρχουν διαφορετικές εταιρείες ήταν ήδη μία διαδεδομένη ιδέα. Πολλοί επιχειρηματίες νοίκιαζαν ένα κτίριο και στη συνέχεια υπενοικίαζαν ένα μέρος του, δίνοντας έμφαση στο σύγχρονο ντιζάιν, την ευελιξία και τις τακτικές «happy hours» στις οποίες οι εργαζόμενοι μπορούσαν να ενισχύσουν το αίσθημα της ομάδας.
Η πρώτη επένδυση στην εταιρεία ήταν ύψους 1 εκατ. δολαρίων από την πλούσια σύζυγό του Ρεμπέκα Πάλτροου. Έχοντας πολλές επαφές στην υψηλή κοινωνία σύστησε τον σύζυγό της σε αρκετούς υποψήφιους επενδυτές και ο ίδιος έχοντας το χάρισμα να παρουσιάζει ένα ελκυστικό αφήγημα και να γοητεύει πολύ σύντομα συγκέντρωσε χρηματοδότηση 7 εκατ. δολαρίων.
Στην πρώτη περίοδο της WeWork συστηματικά υποστήριζε ότι η εταιρεία είχε αντλήσει έμπνευση από την Καμπάλα. Αργότερα όταν άρχισε να «φλερτάρει» με venture capitals της Σίλικον Βάλεϊ το αφήγημα άλλαξε: Η WeWork ήταν ένα «φυσικό μέσο κοινωνικής δικτύωσης» (physical social network). Άντλησε 16,5 εκατ. δολάρια από την Benchmark.
Με τους επενδυτές να ενθαρρύνουν την ταχεία ανάπτυξη άρχισε να νοικιάζει ο ίδιος εκατοντάδες χώρους ανά τον κόσμο και στηριζόταν για να τους γεμίσει σε “προνόμια” όπως δωρεάν μπίρα και ένα Summer Camp. Την ίδια ώρα οι υπάλληλοί του αναγκάζονταν να εργάζονται πολλές ώρες με χαμηλές αμοιβές. Για αυτούς ήταν υποχρεωτική η παρουσία σε ένα after hours πάρτι με την κωδική ονομασία “Thank God It’s Monday”.
Η μεγάλη επιτυχία ήρθε το 2017, όταν ο Νόιμαν έπεισε τον Μασαγιόσι Σον, τον επικεφαλής του ιαπωνικού κολοσσού SoftBank ότι η εταιρεία του αξίζει μία επένδυση 4,4 δισ. δολαρίων από το Vision Fund.
Η αποτίμησή της εκτινάχθηκε με την επένδυση αυτή στα 20 δισ. δολάρια και έγινε η τέταρτη πιο πολύτιμη startup στις ΗΠΑ. Οι επόμενοι γύροι χρηματοδότησης με “οδηγό” την Softbank ανέβασαν την αποτίμηση στα 47 δισ. δολάρια στις αρχές του 2019.
Ορισμένοι προσπαθούσαν να προειδοποιήσουν τον Ιάπωνα επιχειρηματία πως η εταιρεία είναι μία “φούσκα”. Ο ίδιος όμως τον έβρισκε “γοητευτικό”.
Σύμφωνα με τον Atlantic πριν λάβει την οριστική απόφαση για την επένδυση ο Μασαγιόσι Σον είχε ρωτήσει τον Άνταμ Νόιμαν: «Ποιος θα κέρδιζε σε μία μάχη, ο έξυπνος τύπος ή ο τρελός;». Και η απάντηση που έπεισε τον Ιάπωνα; «Ο τρελός». Τώρα μάλλον θα το έχει μετανιώσει.
Ν. Στασ.
Ν. Στασ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου