Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Οι τρεις εκδοχές του αντιμνημονιακού λόγου

Εδώ και δυόμισι χρόνια, η χώρα ζει στον διπλό αστερισμό του Μνημονίου και του αντιμνημονιακού λόγου. 

Οσο το Μνημόνιο έχει επιδράσει πάνω στην οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική, άλλο τόσο ο αντιμνημονιακός λόγος έχει απλωθεί σε κάθε γωνία της εθνικού μας φαντασιακού. Εξετάζοντάς τον, μπορείς να διακρίνεις τρεις εκδοχές.
Η πρώτη εκδοχή του λόγου αυτού, η πιο διαδεδομένη και ηχηρή, είναι η λαϊκίστικη. 
Διατίθεται σε αριστερές και δεξιές μορφές, που όμως, πέρα από το λεκτικό επίπεδο, δεν έχουν και τεράστιες διαφορές μεταξύ τους. 
Προσπερνάω τις υστερικές, συνωμοσιολογικές και ξενοφοβικές κραυγές περί προδοτών κ. λπ., για να εστιάσω στις τρεις κεντρικές ιδέες του λαϊκίστικου αντιμνημονίου...

Πρώτον, διαστρέφει το νόημα της ίδιας της λέξης: το «Μνημόνιο» είναι η δανειακή σύμβαση που επέτρεψε στη χώρα να χρηματοδοτήσει την οικονομία της όταν έπαψαν να το κάνουν οι αγορές. Για να το πω διαφορετικά, ο λόγος που πληρώνονται εδώ και σχεδόν τρία χρόνια τώρα μισθοί, συντάξεις, φάρμακα και υπηρεσίες οφείλεται στο Μνημόνιο και μόνο. Υπάρχει ένας πανεύκολος τρόπος για να διαπιστωθεί του λόγου το αληθές, και αυτός δεν είναι άλλος από την καταγγελία του. Δυστυχώς, όμως, κάτι τέτοιο είναι σαν να αυτοκτονεί κανείς για να διαπιστώσει αν υπάρχει θάνατος.
Δεύτερον, το Μνημόνιο δεν μας επιβλήθηκε με το ζόρι, όπως λέγεται συχνά. Το επέλεξε η χώρα με τον μόνο τρόπο που επιλέγουν οι δημοκρατίες, δηλαδή με απόφαση της εκλεγμένης κυβέρνησής της. Ισως να ήταν τότε επιθυμητό ένα δημοψήφισμα, όμως το ότι δεν έγινε, καθόλου δεν ακυρώνει τη δημοκρατική νομιμοποίηση αυτής της απόφασης.
Τρίτον, η πιο διαβλητή ιδέα είναι πως η κρίση που περνάει η χώρα προκλήθηκε από το Μνημόνιο, τη στιγμή που ισχύει ακριβώς το αντίθετο: το Μνημόνιο ήταν το αποτέλεσμα της κρίσης. 
Η πτώση των εισοδημάτων και η ανεργία που μαστίζουν την Ελλάδα αυτήν τη στιγμή είναι αναπόφευκτα αποτελέσματα της κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας της χώρας. 
Η επιλογή δεν ήταν ποτέ ανάμεσα στη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου του 2007 ή στην πτώση του, αλλά στο αν η πτώση αυτή θα γινόταν με εσωτερική ή με νομισματική υποτίμηση και στο αν θα συνοδευόταν ή όχι από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, καθιστώντας την έξοδο από την κρίση ένα ουσιαστικό βήμα ανάπτυξης και αλλαγής.
 
Η δεύτερη εκδοχή του αντιμνημονιακού λόγου θα μπορούσε να περιγραφεί ως μαζοχιστική.  
Ο λόγος αυτός ξεκινάει από μια ορθή επισήμανση: την εξόφθαλμη αντίφαση που χαρακτηρίζει την εφαρμογή του Μνημονίου, δηλαδή από τους ίδιους τους πολιτικούς που πτώχευσαν τη χώρα και που, ακόμη και μπροστά στο χείλος του γκρεμού, συμπεριφέρονται με τον πιο στενόμυαλο και αντιδραστικό τρόπο, προστατεύοντας απατεώνες και συντεχνίες που απομύζησαν τον (δανεικό) πλούτο της χώρας, οι οποίοι άλλωστε τους έχουν ήδη ξεγράψει. 
Η δικαιολογημένη και κατανοητή απόρριψη του πολιτικού προσωπικού γίνεται, όμως, αυτοκαταστροφική όταν οδηγεί στην απόρριψη του Μνημονίου στο όνομα μιας φαντασίωσης, που θεωρεί πως από το χάος της καταστροφής θα αναγεννηθεί η Ελλάδα σαν τον φοίνικα μέσα από τις στάχτες του, από τις οποίες θα ξεπηδήσουν, ως εκ θαύματος, νέες, καλοπροαίρετες, προοδευτικές, άφθαρτες πολιτικές δυνάμεις. 
Οσοι αποστρέφονται το πολιτικό προσωπικό του δικομματισμού που συνέβαλε στην καταστροφή της χώρας, δεν έχουν παρά να δουν ποιοι παραμονεύουν για να το αντικαταστήσουν για να διαπιστώσουν το μέγεθος του μαζοχισμού τους.
Η τρίτη, τέλος, εκδοχή είναι ο ορθολογικός αντιμνημονιακός λόγος. 
Αυτός υπογραμμίζει τις αδυναμίες και αστοχίες του οικονομικού σχεδιασμού, εστιάζοντας στις αρνητικές συνέπειες των μέτρων λιτότητας, της βιωσιμότητας του χρέους ή της απουσίας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. 
Πολλοί οδηγούνται μέσω της οδού αυτής στην καταγγελία ολόκληρου του Μνημονίου. 
Ανεξάρτητα από το αν οι επισημάνσεις αυτές είναι βάσιμες ή όχι (κάποιες είναι και άλλες όχι, π. χ. το μέγεθος της ευρωπαϊκής ύφεσης δεν ήταν εύκολα προβλέψιμο, ούτε ήταν ευρύτερα γνωστή η έκταση της σήψης της ελληνικής κρατικής μηχανής), η αντίληψη αυτή χαρακτηρίζεται από έλλειψη ρεαλισμού. 
Το θέμα δεν είναι αν τα μέτρα είναι τα καλύτερα δυνατά, αλλά αν υπήρχαν πολιτικά και οικονομικά περιθώρια για να επιτευχθεί κάτι καλύτερο στο παρελθόν ή αν υπάρχουν περιθώρια βελτιώσεων στο μέλλον. 
Αν, όπως είναι ρεαλιστικό, δώσει κανείς αρνητική απάντηση στο πρώτο ζήτημα και θετική στο δεύτερο, μπορεί να αποδεχθεί τις αστοχίες χωρίς να οδηγηθεί στον δρόμο της καταγγελίας.
Οπως ακριβώς οι τραγικές αποφάσεις του χθες οδήγησαν στο αδιέξοδο του σήμερα, έτσι και οι αποφάσεις του σήμερα θα καθορίσουν με τον ίδιο απόλυτο και απαρέγκλιτο τρόπο το σχήμα που θα πάρει το αύριο. 
Η Ελλάδα δεν έχει να αντιμετωπίσει μιαν απλή οικονομική κρίση, αλλά μια κρίση μετάβασης σε ένα εντελώς διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο. 
Αν τα καταφέρει, θα μπορέσει να διεκδικήσει μια πραγματική ευημερία. 
Αν αποτύχει, θα γίνει μια χώρα τρίτης κατηγορίας, καταδικασμένη στο τέλμα της μιζέριας. 
Ο ευρωπαϊκός δρόμος (το «μνημόνιο») δεν εξασφαλίζει καθόλου πως θα πετύχουμε τη μετάβαση αυτή, ούτε όμως εγγυάται και ότι θα αποτύχουμε. Η έκβαση εξαρτάται από τους δικούς μας χειρισμούς.  
Εκείνο που είναι το σίγουρο, είναι η καταστροφή στην οποία θα οδηγήσει η απόρριψή του.

  Στάθης Ν. Καλύβας  (καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale)
  Πηγή: kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: