Στο οδοιπορικό του αμερικανικού Μέσου, αναφέρεται πως το χωριό στις αρχές του 20ου αιώνα δεν είχε καμία σχέση με την στοιχειωμένη εικόνα του σήμερα καθώς σε αυτό έμεναν πάνω από 10.000 Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι. Η ιστορία του χωριού είναι γεμάτη θλίψη και απώλεια, αντικατοπτρίζοντας τις σκοτεινές περιόδους που πέρασε η περιοχή κατά την ανατολή του προηγούμενου αιώνα...
Δείτε βίντεο, περιήγηση στο Καγιάκιοϊ
Το Καγιάκιοϊ, γνωστό παλιότερα ως Λεβίσι, ήταν ένα ακμάζον χωριό όπου ζούσαν Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι Τούρκοι. Οι Έλληνες κάτοικοι, πολλοί από τους οποίους ήταν τεχνίτες, είχαν αναπτύξει μια πολιτισμικά πλούσια κοινότητα, ενώ οι Μουσουλμάνοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία. Οι δύο κοινότητες ζούσαν πλάι πλάι μέχρι που ξέσπασε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος που κατέληξε στην Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό εκατομμυρίων Ελλήνων από την πατρίδα τους που έμεναν αυτοί και οι πρόγονοί τους επί 3.000 χρόνια συνεχόμενα.
Η καταστροφή του χωριού ήρθε το 1923, με την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία και της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης. Οι Έλληνες κάτοικοι του Καγιάκιοϊ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μεταφερθούν στην Ελλάδα, ενώ στην θέση τους ήρθαν Μουσουλμάνοι από την περιοχή της Καβάλας στην Ελλάδα. Ωστόσο, οι νέοι κάτοικοι δεν βρήκαν το νέο τους σπίτι φιλόξενο, καθώς το χωριό είχε ήδη υποστεί πολλές καταστροφές και τα σπίτια ζωγραφισμένα με μπλε χρώμα, το οποίο, σύμφωνα με τις δοξασίες, προστάτευε από τα σκορπιούς και τα φίδια.
Η Αϊσούν Εκίζ, της οποίας οι παππούδες ήταν από τους λίγους που επέλεξαν να παραμείνουν στο χωριό, αφηγείται την ιστορία του χωριού και τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Οι παππούδες της διηγούνταν πώς οι Έλληνες κάτοικοι έφευγαν με δάκρυα στα μάτια, μη θέλοντας να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Μερικοί μάλιστα άφησαν πίσω τα παιδιά τους, πιστεύοντας ότι θα επιστρέψουν. Ωστόσο, δεν το έκαναν ποτέ.
Σήμερα, το Καγιάκιοϊ αποτελεί ένα ζωντανό μνημείο των τραγικών γεγονότων που συνέβησαν πριν από έναν αιώνα. Τα σπίτια του, πλέον ερειπωμένα και καλυμμένα από βλάστηση, στέκουν σιωπηλά, μαρτυρώντας τις ζωές που κάποτε υπήρχε εκεί. Παρά την εγκατάλειψη, οι κτιριακές δομές παραμένουν αξιοσημείωτες. Οι τοίχοι πολλών σπιτιών, αν και καταρρέουν, διατηρούν ακόμη ίχνη του μπλε χρώματος, ενώ οι δεξαμενές νερού παραμένουν άθικτες.
Η Εκίζ, η οποία σήμερα εργάζεται σε ένα μικρό εστιατόριο κοντά στην κεντρική είσοδο του χωριού, αφηγείται πώς οι κάτοικοι έπρεπε να μεταφέρουν το πόσιμο νερό με γαϊδούρια. Επίσης, αναφέρει την έλλειψη βασικών υποδομών υγιεινής, με τους κατοίκους να χρησιμοποιούν κομμένα παλιά ρούχα αντί για χαρτί υγείας, τα οποία στη συνέχεια καίγονταν ή διασκορπίζονταν στους κήπους ως λίπασμα.
Παρά τη φτώχεια και τις δυσκολίες, το Καγιάκιοϊ ήταν κάποτε ένα ακμάζον εμπορικό κέντρο, πιο σημαντικό ακόμη και από το γειτονικό λιμάνι της Φετιγιέ (Μάκρη ή Τελμησσός στα ελληνικά), που σήμερα είναι μια ακμάζουσα αστική περιοχή και δημοφιλής τουριστικός προορισμός. Η Εκίζ επισημαίνει ότι, παρά την πυκνή δόμηση, κάθε σπίτι στο Καγιάκιοϊ ήταν κατασκευασμένο έτσι ώστε να μην εμποδίζει το φως του ήλιου από τα γειτονικά σπίτια, δείγμα της προσοχής και της φροντίδας που υπήρχε στην κοινότητα.
Ανάμεσα στα πιο εντυπωσιακά κτίρια του χωριού είναι η Άνω Εκκλησία, ένα μεγάλο κτίριο με ροζ τοίχους και καμπυλωτές οροφές. Δυστυχώς, το κτίριο είναι σφραγισμένο λόγω της επικίνδυνης κατάστασής του, ωστόσο οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν κάποιες όψεις του από διάφορες γωνίες του χωριού. Στο υψηλότερο σημείο του χωριού, τα ερείπια του παλιού σχολείου προσφέρουν θέα στην κεντρική εκκλησία και τα σπίτια που την περιβάλλουν. Σήμερα, μια τουρκική σημαία κυματίζει πάνω από το κτίριο, σύμβολο της νέας εποχής που διαδέχθηκε την καταστροφή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων.
Ο Τζαν Ουλάς Οζτιμούρ, ένας επισκέπτης από την Άγκυρα, περιγράφει το Καγιάκιοϊ ως «έναν σκοτεινό καθρέφτη του παρελθόντος μας». Ο Οζτιμούρ σημειώνει πως, αν και οι περισσότεροι από τους κατοίκους έχουν φύγει εδώ και καιρό, η αίσθηση του τι συνέβη στο χωριό παραμένει ζωντανή μέσα από τα ερείπια.
Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, οι εναπομείναντες κάτοικοι του Καγιάκιοϊ κατάφεραν να διατηρήσουν κάποιες από τις παραδόσεις τους. Οι πεζοπορικές διαδρομές που περνούν μέσα από το χωριό και οδηγούν σε γειτονικές πόλεις είναι δημοφιλείς στους τουρίστες, προσφέροντας μια εμπειρία γεμάτη από το παρελθόν. Οι στενοί δρόμοι και τα σοκάκια του χωριού μπορεί να μπερδέψουν τους επισκέπτες, καθώς συχνά καταλήγουν σε αδιέξοδα, ενώ τα ανοιχτά πορτοπαράθυρα και οι σκάλες προσκαλούν σε εξερεύνηση, αν και οι αρχές ζητούν από τους επισκέπτες να αποφεύγουν να εισέρχονται σε επικίνδυνα κτίρια.
Αξίζει να περπατήσει κανείς μέχρι την μικρότερη εκκλησία του χωριού, η οποία βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου. Η ανάβαση είναι δύσκολη, αλλά η θέα από την κορυφή είναι εκπληκτική. Η εκκλησία, μικρή και λιτή, θυμίζει τα παραδοσιακά εκκλησάκια που συναντάμε στα ελληνικά νησιά, με τον χαρακτηριστικό τρούλο και τα μικρά, παράθυρα. Στο εσωτερικό της εκκλησίας, που είναι πλέον άδειο, ο επισκέπτης μπορεί να φανταστεί πώς ήταν η ζωή στο χωριό πριν από έναν αιώνα.
Κάτω από την εκκλησία, οι λόφοι καλυμμένοι με πυκνά δάση καταλήγουν στα γαλανά νερά του Αιγαίου, μια θέα που παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη από τις μέρες που το Καγιάκιοϊ ήταν ζωντανό. Το χωριό, αν και εγκαταλελειμμένο, συνεχίζει να μαγνητίζει τους επισκέπτες με την ιστορία και την ομορφιά του, προσφέροντας μια μοναδική ευκαιρία για προβληματισμό πάνω στο παρελθόν και την κληρονομιά που άφησαν πίσω τους οι παλιοί του κάτοικοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου