Οι δραματικές εξελίξεις στη Συρία, τα αλλεπάλληλα τρομοκρατικά χτυπήματα του Ισλαμικού Κράτους και οι μαζικές προσφυγικές ροές συνθέτουν ένα ψηφιδωτό κρίσης, στο οποίο η Ευρώπη καλείται να αποτυπώσει εσπευσμένα τις πολιτικές προτεραιότητες και οργανωτικές της λειτουργίες αναφορικά με το κρίσιμο θέμα της ασφάλειας.
Η ανταπόκρισή της περιορίζεται στις τυπικές και συμβολικές διαστάσεις ενός στρατοπέδου.
'Εχοντας για άλλη μια φορά χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, αρκούντως συνεπείς...με τον διαχειριστικό και θεμελιωδώς ανεπαρκείς με τον πολιτικό τους ρόλο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες καταφεύγουν σε παλιές και αποτυχημένες συνταγές που αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα και όχι τα αίτια των προβλημάτων, είτε αυτά αφορούν στις σχέσεις με τη Ρωσία, είτε στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, είτε στην υποδοχή και ένταξη των αιτούντων άσυλο.
Η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) -αναπόσπαστο στοιχείο και επιχειρησιακός άξονας της εξωτερικής της πολιτικής- επανέρχεται στην ατζέντα υπό το φως των εξελίξεων καταρχάς στις σχέσεις με τη Ρωσία και στο προσφυγικό, αλλά και γενικότερα σ” αυτό που το ΔΝΤ και άλλοι διεθνείς οργανισμοί στις εκθέσεις τους αναφέρουν ως αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους, οι οποίοι δύνανται να εκτροχιάσουν την υποτιθέμενη παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη.
Για την Ελλάδα, το ψηφιδωτό της κρίσης ασφαλείας εξελίσσεται σαν μια παραλλαγή ή/και μεγέθυνση της οικονομικής κρίσης, όπως αυτή περιγράφηκε με όρους συλλογικής ταυτότητας, διοικητικής ικανότητας, πολιτικής βούλησης και διεθνούς επιρροής.
Τα εσωτερικά ακροατήρια στα εξωτερικά σύνορα
Το προειδοποιητικό καμπανάκι είχε ακουστεί στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν ο Βίκτορ Όρμπαν ζητούσε την αποστολή ευρωπαϊκών δυνάμεων στα ελληνοτουρκικά σύνορα για τη φύλαξη των λεγόμενων «εξωτερικών συνόρων» της Ευρώπης. Όπως έγινε γρήγορα αντιληπτό, τα λόγια του Ούγγρου πρωθυπουργού απηχούσαν απόψεις που δεν ήταν περιθωριακές στον ευρωπαϊκό περίγυρο.
Οι γενικότερες προοπτικές που κρύβονταν πίσω από τα λόγια του Όρμπαν -και όχι καθαυτές οι δηλώσεις ενός ούτως ή άλλως αναξιόπιστου ρολίστα των ευρωπαϊκών σχέσεων- δεν έτυχαν σοβαρής συζήτησης στον προεκλογικό αγώνα. Αν υπήρξαν σχετικές συζητήσεις, αυτές δεν ξέφυγαν από το πλαίσιο των φθηνών πολιτικών αφορισμών και των εργαλειακών στερεοτυπικών αναγνώσεων από κομματικά στελέχη, αρθρογράφους και δημοσιολογούντες, που είδαν το ζήτημα κάτω από τον γενικό τίτλο «κυρία Τασία» και τέλος.
Αντίστοιχα, στην υπόλοιπη Ευρώπη οι πολιτικές αναφορές στην ασφάλεια -οι πολιτικές δηλώσεις επί παντός επιστητού αναφορικά με την ασφάλεια- εν τέλει αποκάλυψαν περισσότερα για τη φύση και θέση των πολιτικών ακροατηρίων στα οποία απευθύνονταν, παρά για τις σχεδιαζόμενες πολιτικές.
Πριν από τα χτυπήματα στο Παρίσι, οι Ευρωπαίοι είχαν συναντηθεί επανειλημμένα για να συζητήσουν με θέμα το προσφυγικό τα περί προσφύγων και μεταναστών. Όταν ο Αλέξης Τσίπρας προκήρυξε το δημοψήφισμα, είχε προηγουμένως την ίδια ημέρα συμμετάσχει στη διήμερη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες (25-26/6/2015), όπου, εκτός από το να ενημερωθούν από τον Γερούν Ντάισελμπλουμ για την πορεία των διαπραγματεύσεων και το σχετικό deadline για συμφωνία εντός ημερών, οι Ευρωπαίοι ηγέτες εκτός ελέγχου έβγαλαν τα μαχαίρια για το προσφυγικό.
Έκτοτε, συναντήθηκαν και σε άλλες περιστάσεις, πάντα με θέμα συζήτησης το προσφυγικό: στην άτυπη σύνοδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στις 23 Σεπτεμβρίου στις Βρυξέλλες, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 15ης Οκτωβρίου στις Βρυξέλλες, στη συνάντηση έντεκα ευρωπαϊκών χωρών που σχετίζονται με το λεγόμενο «βαλκανικό διάδρομο» (και οι οποίες συμφώνησαν για τη δημιουργία hotspots και προσωρινή εγκατάσταση 100.000 προσφύγων σε χώρες των Βαλκανίων), στην άτυπη σύνοδο στις 12 Νοεμβρίου στη Βαλέτα, που διοργανώθηκε εκ παραλλήλου με τη διήμερη Διάσκεψη Ε.Ε.-Αφρικής για τη μετανάστευση, ενώ κάποιοι εξ αυτών είχαν την ευκαιρία να τα πουν και με την τουρκική ηγεσία στη σύνοδο κορυφής των G20 που διοργανώθηκε στην Αττάλεια της Τουρκίας στις 15-16 Νοεμβρίου, στον απόηχο των τρομοκρατικών χτυπημάτων του Ισλαμικού Κράτους στο Παρίσι (13/11). Τελευταίο επεισόδιο ήταν η σύνοδος κορυφής Ε.Ε.-Τουρκίας στις Βρυξέλλες (29/11), όπου φάνηκε ένα μεγάλο κομμάτι από το ευρωπαϊκό σχέδιο λύσης του προσφυγικού.
Μία ημέρα πριν από το Μπατακλάν, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ ήταν σαφής: «Δεν χωρά αμφιβολία, το μέλλον του Σένγκεν διακυβεύεται και δεν διαθέτουμε πολύ χρόνο. Στην Ευρώπη λαμβάνονται κάθε εβδομάδα αποφάσεις που μαρτυρούν πόσο η κατάσταση είναι σοβαρή: επαναφορά των ελέγχων στα σύνορα ή «τεχνικά εμπόδια» στα σύνορα. Αυτό καταδεικνύει σαφώς ότι πρέπει να ανακτήσουμε τον έλεγχο των εξωτερικών μας συνόρων. Σαφώς όχι ως τη μόνη, αλλά ως την πρώτη και σημαντικότερη ενέργεια· ως προϋπόθεση για μια ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης (…) Η διασφάλιση των συνόρων μας επιτάσσει επίσης να εφαρμόζονται οι κανόνες και η νομοθεσία μας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα τηρήσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις όσον αφορά τα δικαιώματα ασύλου, αλλά πρέπει να καταστεί σαφές ότι χωρίς καταγραφή δεν υπάρχουν δικαιώματα. Εάν ο μετανάστης δεν συνεργάζεται, πρέπει να υπάρχουν συνέπειες. Είναι επίσης σαφές ότι οι αιτούντες άσυλο δεν μπορούν να αποφασίζουν πού θα τους χορηγηθεί άσυλο στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (…) Το κύριο θέμα της συζήτησής μας, ωστόσο, ήταν για την Τουρκία (…) Είμαστε έτοιμοι να πραγματοποιήσουμε ειδική συνάντηση κορυφής των 28 κρατών μελών με την Τουρκία το συντομότερο δυνατό. Δεν έχω ακόμα ημερομηνία, αλλά θα μπορούσε να διεξαχθεί εντός του τρέχοντος έτους, μετά το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Είναι πολύ πιθανό να γίνει στα τέλη Νοεμβρίου. (σ.σ.: Στις 29/11). Συμπερασματικά, ας μου επιτραπεί να επαναλάβω: Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Είμαστε υπό πίεση. Πρέπει να δράσουμε γρήγορα. Ως Ένωση. Και σε συνεργασία με τους εταίρους μας, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, η οποία θα πρέπει επίσης να κινηθεί γρήγορα. Αλλά η Τουρκία δεν μπορεί να είναι ο μόνος μας εταίρος. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε την Ιορδανία και τον Λίβανο, ούτε τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων. Είναι κι αυτοί σύμμαχοί μας. Σας ευχαριστώ».
Το κοινό συμπέρασμα από όλες αυτές τις προγραμματισμένες και επίσημες ή άτυπες συνόδους κορυφής ήταν ότι οι μεταναστευτικές ροές απειλούν την ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου, κλονίζοντας τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία κινδυνεύει όσο ποτέ άλλοτε να διαλυθεί από τους Σύρους που εμφανίστηκαν ante portas με τα κινητά στα χέρια – όπως αναιδώς με αυτόν τον τρόπο πουλούσαν την ανθρωπιστική κρίση τα ευρωπαϊκά ταμπλόιντ πριν η συγκλονιστική φωτογραφία του τρίχρονου Αϊλάν Κουρντί τα αναγκάσει να αλλάξουν (πρόσκαιρα) αφήγηση.
Ο μηχανισμός της ολοκλήρωσης: trial and (t)error
Σε κάθε περίπτωση, η προσφυγική κρίση επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για άλλη μία ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αυτή τη φορά στο πεδίο της ασφάλειας. Μετά την οικονομική ολοκλήρωση, όπως έχει δρομολογηθεί μέσα από το πλήθος των ακρωνυμίων που συνοδεύουν κάθε διάσωση υπερχρεωμένων τραπεζών και κυβερνήσεων, οι Ευρωπαίοι ηγέτες φάνηκε τα τελευταία χρόνια να αναζητούν στην ασφάλεια έναν ακόμα καταλύτη που θα επιταχύνει την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, προκαλώντας την σφοδρή αντίδραση άλλων ηγετών, όπως ο Ντέιβιντ Κάμερον. Υποτίθεται πως ο Βρετανός πρωθυπουργός είναι αυτός που θέλει λιγότερη Ευρώπη για λογαριασμό του συντηρητικού ακροατηρίου της χώρας του.
Διαπιστώνει κανείς, όμως, ότι τελικά δεν είναι μόνο η Μ. Βρετανία που θέλει «λιγότερη Ευρώπη». Ουσιαστικά, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, που συνεδρίασε στις Βρυξέλλες στις 20 Νοεμβρίου 2015, συνιστούν λιγότερη Ευρώπη. Πρόκειται για αποφάσεις που αποτελούν εξειδίκευση των γραφειοκρατικών μέτρων, όπως είχαν περιγραφεί στην Ευρωπαϊκή Ατζέντα για την Ασφάλεια που είχε υιοθετηθεί από τον περασμένο Απρίλιο.
Με αυτόν τον τρόπο, μια υπουργική σύνοδος που ξεκινούσε να μιλά για τους τρόπους αντιμετώπισης της τρομοκρατίας κατέληγε να καταγράφει τρόπους αντιμετώπισης της μετανάστευσης, αυστηροποιώντας το πλαίσιο για την ελεύθερη μετακίνηση στην Ευρώπη. Μήπως, τελικά, αυτό δεν είναι «λιγότερη Ευρώπη», αλλά η «επιθυμητή Ευρώπη» μέσα από διαδικασίες trial and (t)error, όπου το θεσμικό πλαίσιο απλώς προσαρμόζεται καλύτερα στις βασικές επιδιώξεις της Ένωσης με βάση τα νέα δεδομένα;
Υποτίθεται ότι γύρω από κάθε ζήτημα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συγκρούονται δύο πολιτικές αντιλήψεις: η βρετανική και η γερμανική. Η πρώτη είναι συνεπέστερη με την ατλαντική φύση της Ε.Ε., η δεύτερη εδράζεται στην καταστατική λειτουργία του γαλλογερμανικού άξονα με το Παρίσι να λειτουργεί ως το πολιτικό αντίβαρο (και άλλοθι) στην οικονομική πρωτοκαθεδρία του Βερολίνου.
Η βρετανική άποψη για το μέλλον της Ε.Ε., όπως διατυπώθηκε από τον Κάμερον τον Ιανουάριο του 2013 στο Bloomberg και επαναλήφθηκε φέτος στις 10 Νοεμβρίου στο think tank Chatham House, συνιστά με όρους συντηρητικού ακροατηρίου ένα εξίσου ικανοποιητικό για τα μέτρα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου μοντέλο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης -σε σχέση με τα μοντέλα που προτείνουν η γερμανική χριστιανοδημοκρατία ή η γαλλική σοσιαλδημοκρατία. Ιδίως, μάλιστα, από τη στιγμή που οι 3+1 όροι του Λονδίνου για να παραμείνει η Βρετανία στην Ε.Ε. (αλλαγή αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, δημοκρατική λογοδοσία εντός Ε.Ε. και περιορισμός μετανάστευσης) βρίσκονται ούτως ή άλλως στην ατζέντα Βερολίνου-Παρισίων.
Εν τέλει, η άρση των περιορισμών για την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων στην Ευρώπη θεσμοθετήθηκε ώστε να διευκολύνει πρωτίστως αυτούς που μεταφέρουν τόνους ή gigabytes εμπορευμάτων ή διατίθενται να καταναλώσουν και να επενδύσουν εκτός συνόρων, όχι για να ικανοποιηθούν οι flâneur των ατομικών δικαιωμάτων· όπως τον 19ο αιώνα καταργήθηκε η δουλεία, πρωτίστως γιατί το κόστος διατήρησής της ήταν ασύμφορο.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα υποστηρίξουν είναι έτοιμοι να επιχειρηματολογήσουν ότι μερικές υποχωρήσεις που θα επιτρέψουν τη διαχείριση της έκτακτης κατάστασης δεν συνιστούν γενικευμένη υποχώρηση από το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τις ευρωπαϊκές ιδρυτικές αξίες. Έχοντας λιγότερη Schengen, αλλά περισσότερη Frontex και Europol, έχοντας λιγότερη προστασία PNRs (Personal name records), αλλά περισσότερα hotspots, έχοντας λιγότερη «ελευθερία», αλλά περισσότερη «ασφάλεια», δεν είναι υποχώρηση. Eίναι το «κατάλληλο μίγμα πολιτικής», ώστε κάποια στιγμή να μιλάμε για «freecurity» στα ζητήματα ασφαλείας, όπως μιλάμε για «flexicurity» στα εργασιακά και «growsterity» στα δημοσιονομικά ζητήματα.
Ο παράγοντας Όρμπαν στην Ευρώπη
Μιλώντας για το προσφυγικό σε δημοσιογράφους στη Βουδαπέστη στις 11 Σεπτεμβρίου, ο Βίκτορ Όρμπαν είχε πει ότι «εάν η Ελλάδα δεν είναι ικανή να προστατέψει τα σύνορά της, τότε καθίσταται αναγκαίο να κινητοποιήσουμε ευρωπαϊκές δυνάμεις στα ελληνικά σύνορα, ώστε αυτές να επιτύχουν τους σκοπούς της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, στη θέση των ελληνικών αρχών», γιατί σε διαφορετική περίπτωση «το πρόβλημα μετατοπίζεται» στις χώρες τις Κεντρικής Ευρώπης.
Οι δηλώσεις εκείνες είχαν γίνει έγιναν μετά συνάντηση του Ούγγρου πρωθυπουργού με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Μάνφρεντ Βέμπερ. Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν σέβεται τις κοινές δεσμεύσεις για την προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων «δεν επιτρέπει στη χώρα του να εγκαταλείψει κι αυτή τους κανόνες του Σένγκεν», ισχυρίστηκε ο Όρμπαν. Συμφωνώντας με τον ομοϊδεάτη του, ο Βέμπερ τόνιζε ότι η Ουγγαρία καταβάλλει προσπάθειες να σεβαστεί την ευρωπαϊκή νομοθεσία, υποστηρίζοντας ότι ο πρωθυπουργός της «έχει δίκιο να υπογραμμίζει πως η Ελλάδα είναι αυτή που οφείλει κατά πρώτο λόγο να εξασφαλίσει τα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε.».
Δεν μπορεί κανείς παρά να υπογραμμίσει στις παραπάνω δηλώσεις την πιστή μεταγραφή των τυπικών στερεοτύπων περί ελληνικής ανευθυνότητας, αυτή τη φορά όχι στο οικονομικό, αλλά στο πεδίο της ασφάλειας. Όπως δεν υπερασπίστηκε την οικονομικά σύνορα της Ευρώπης με τις αγορές, ξοδεύοντας αλόγιστα τα κεφάλαια που δανείστηκε, έτσι και τώρα η Ελλάδα δεν καταφέρνει να υπερασπιστεί τα γεωγραφικά συνορα της Ευρώπης, ωσάν η τελευταία να της είχε προσφέρει κάποιου είδους γεωπολιτικό κεφάλαιο με ευνοϊκούς όρους, το οποίο χάθηκε στην κακοδιαχείριση των βραχονησίδων του Αιγαίου.
Αν και είναι καταγεγραμμένη η ανεπάρκεια των μηχανισμών του ελληνικού κράτους ως προς την απορρόφηση κονδυλίων που σχετίζονται με την υποδοχή και ένταξη προσφύγων και μεταναστών στην ελληνική επικράτεια (βλ. UNFOLLOW τ. 13, Ιανουάριος 2013), η όψιμη ευαισθησία των Ευρωπαίων εταίρων περί ασφάλειας στα ελληνικά σύνορα που αποτελούν σύνορα της Ευρώπης μοιάζει εκ πρώτης όψεως αντιφατική με την ως τώρα στάση των Ευρωπαίων εταίρων στα ζητήματα υψηλής πολιτικής που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο Αιγαίο.
Ακόμα και μετά τη στροφή στην ελληνική εξωτερική πολιτική που επισημοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1999 με τη συμφωνία του Ελσίνκι, όπου η Τουρκία αναγνωρίστηκε ως υποψήφια προς ένταξη χώρα, η Ε.Ε. διατήρησε ουδέτερη στάση στα ελληνοτουρκικά, αρκούμενη στο να διασφαλίζει ότι ανεξαρτήτως των διμερών τους διαφορών οι δύο χώρες θα παρέμεναν σε κάθε περίπτωση αγκιστρωμένες στη Δύση. Εν προκειμένω, αυτό είναι που ο δυτικός κανόνας ορίζει ως ασφάλεια στα συγκεκριμένα σύνορα και όχι η εθνική κυριαρχία του καθενός.
Ο παράγοντας Γιούνκερ στην Ευρώπη
Την έννοια αυτής της κυριαρχίας, με βάση την αντίστιξη εσωτερικών-εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης, περιέγραψε γλαφυρά Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στις 5 Νοεμβρίου. Μιλώντας στο επιχειρηματικό φόρουμ των γερμανικών συνεταιριστικών τραπεζών στη Φρανκφούρτη διερωτήθηκε χαρακτηριστικά: «θα τσακωνόμαστε για 10 χιλιόμετρα θαλάσσιου πλάτους, ποιος είναι πού και για ποιο πράγμα αρμόδιος ή να σώσουμε ανθρώπινες ζωές»;
Προηγουμένως, βεβαίως, είχε επαναλάβει την πάγια θέση πως «τα εσωτερικά σύνορα πρέπει να μείνουν ανοιχτά. Και αν θέλουμε να εξασφαλίσουμε ότι τα εσωτερικά σύνορα θα παραμείνουν ανοιχτά – και αυτό ήταν πολύ μεγάλο επίτευγμα για την Ευρώπη – πρέπει να φυλάξουμε καλύτερα τα εξωτερικά σύνορα».
Δηλαδή, επειδή το Λουξεμβούργο μπορεί να δέχεται χιλιάδες επιχειρήσεις που θέλουν να αποφύγουν να πληρώσουν φόρους στις χώρες τους, αλλά δεν μπορεί να δεχτεί πάνω από μερικές δεκάδες Σύρους πρόσφυγες, είναι δευτερεύουσας σημασίας αν ο εναέριος χώρος της Ελλάδας εκτείνεται σε 10 ή 6 -όπως απαιτεί η Τουρκία- ναυτικά μίλια.
Αλλά, δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας στην περίπτωση που χώρα την οποία η Ε.Ε. στηρίζει, καταρρίπτει ρωσικό αεροσκάφος επειδή παραβίασε τον δικό της εναέριο χώρο για μερικά δευτερόλεπτα στα σύνορα της Συρίας – απ” όπου φεύγουν μαζικά οι κάτοικοι, επειδή, στο τέλος, δεν έχει καμία σημασία αν είναι πιο εύκολο για την Άγκυρα να ρίξει ένα ρωσικό αεροσκάφος που βομβαρδίζει τζιχαντιστές από το να χτυπήσει το λαθρεμπόριο στα σύνορά της, με το οποίο χρηματοδοτείται ο αγώνα τους.
Σε αντίθεση με τις τουρκικές αιτιάσεις περί γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο αλλά και το κυπριακό, η ευρωπαϊκή διπλωματία ενεργοποιήθηκε σε υπερθετικό βαθμό στην Ουκρανία, αποδεικνύοντας ότι η Ρωσία ως φόβητρο εξακολουθεί να αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο για την οικοδόμηση μιας κοινής (δυτικο)ευρωπαϊκής ταυτότητας. Το ζητούμενο προς διερεύνηση εδώ δεν είναι, βεβαίως, γιατί οι εταίροι της Ελλάδας κάνουν με τη Μόσχα αυτό που δεν κάνουν με την Άγκυρα, αλλά γιατί θα πρέπει η οποιαδήποτε πολιτική εμβάθυνσης να λειτουργεί με φόβητρα και όχι με βάση τις λεγόμενες κοινές ευρωπαϊκές αξίες. Αν κρίνουμε από την περιπέτεια της νομισματικής ενοποίησης, όπου το φόβητρο έχει καθιερωθεί ως αξία, η απάντηση φαντάζει προφανής.
Εν τέλει, η επίκληση των ελληνοτουρκικών συνόρων ως σημείου επαφής της Ε.Ε. με το πεπρωμένο της δεν είναι και τόσο αντιφατική. Ανέκαθεν, οι Βρυξέλλες εκμεταλλεύονταν την ενταξιακή διαδικασία μιας χώρας για να επιβάλλουν ανταλλάγματα (compulsory impact). Κι αυτό προετοιμάζουν από τις ημέρες του Μπατακλάν ως σήμερα, κι αυτό ήταν τα 3 δισ. ευρώ προς τον Ερντογάν, τα οποία υποτίθεται ότι θα χρησιμοποιηθούν σε πρώτη φάση για τα 2.181.293 Σύρους πρόσφυγες που έχουν εκτοπιστεί στην Τουρκία (UNHCR, 3/11/2015). Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι έχει ως σήμερα δαπανήσει για τους ανθρώπους αυτούς 8 δισ. δολάρια. Τα 1.400 περίπου ευρώ που αναλογούν σε κάθε πρόσφυγα από την ευρωπαϊκή βοήθεια δημιουργούν τη βεβαιότητα ότι για άλλη μια φορά η Ευρώπη βρήκε μια εξαιρετική λύση στα προβλήματά της. Ένας κακοπροαίρετος θα συνέκρινε αυτό το νούμερο με τα 2.000-3.000 που πληρώνουν οι Σύροι στα δίκτυα των λαθρεμπόρων για να κάνουν το ταξίδι, συμπεραίνοντας ότι είναι ένα καλό bailout για την απώλεια εσόδων στη σκιώδη οικονομία των διακινητών τώρα που κλείνουν οριστικά τα σύνορα και μπαίνουν ανθρωποφύλακες κατά μήκος του finis Europae.
Γκρίζες προσφυγικές ζώνες
Μιλώντας για σύνορα, η επιλεκτική ευαισθησία των Ευρωπαίων στο τι συνιστά γεωπολιτικό κίνδυνο καθιστά ευκολότερο τον ορισμό των προσφύγων ως φόβητρο, μετατρέποντας σε παράπλευρη απώλεια την πρωταρχική υποχρέωση των κρατών να τους προστατεύουν όπως έχει κατοχυρωθεί διεθνώς.
Τα ίδια σύνορα για τα οποία η Ε.Ε. καινοτομεί, αναζητώντας διαφορετικές προσεγγισεις επίλυσης των διαφορών (ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών, επαναχάραξη των αφηγήσεων περί ταυτότητας, καταπολέμηση των στερεοτύπων, δημιουργία κινήτρων για κοινές οικονομικές δραστηριότητες), στην περίπτωση των προσφύγων στρατιωτικοποιούνται, επιβεβαιώνοντας πως η θεσμοποίηση της ασφαλειοποίησης (securitization) της μετανάστευσης, όπως εκλαϊκεύεται επικριτικά με τη φράση «Ευρώπη-φρούριο», παραμένει βασική επιδίωξη της Ε.Ε.
Όπως συμβαίνει με τις φτωχοποιημένες τάξεις εντός συνόρων, οι πρόσφυγες, που η Δύση δημιουργεί με τις καταστροφικές στρατιωτικές της επεμβάσεις στις χώρες τους, αποκλείονται από το ευρωπαϊκό κεκτημένο και μετατρέπονται σε γκρίζα ζώνη ενός finis Europae, όπου επιχειρείται οι μηχανισμοί ασφαλείας να αναδιοργανωθούν προς το στρατιωτικότερο αλλά ουδόλως ασφαλέστερο, πάντα με το άλλοθι της τυπικότητας των γραφειοκρατικών διαδικασιών made in the EU. Μοιάζει σαν κάθε προσπάθεια πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης -είτε αφορά την οικονομία, είτε την ασφάλεια- να προϋποθέτει τις διακρίσεις εις βάρος των πιο αδύναμων στοιχείων που τη συνθέτουν.
Ευρωπαζάρια
Για την Ελλάδα, η ευρωπαϊκή προσέγγιση στο προσφυγικό φάνηκε να παίρνει τη μορφή άλλου ενός μαστιγίου με το προβλεπόμενο καρότο. Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times της 21ης Σεπτεμβρίου που συνυπέγραφε ο ανταποκριτής της εφημερίδας στις Βρυξέλλες, Πίτερ Σπίγκελ (βασικός κομιστής των διαρροών από πλευράς δανειστών κατά τις πολύμηνες διαπραγματεύσεις), οι Ευρωπαίοι εταίροι αναμένονταν να απαιτήσουν από τη νεοεκλεγείσα ελληνική κυβέρνηση -στην επικείμενη τότε (23/9) άτυπη σύνοδο κορυφής για το προσφυγικό- να αιτηθεί μεγάλης κλίμακας συνδρομή μέσω Frontex, ώστε να μειωθεί το προσφυγικό κύμα στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, για πολλούς Ευρωπαίους αξιωματούχους αυτό θα ήταν ένα πρώτο βήμα για την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Αθήνας στις Βρυξέλλες, καθώς όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, η Ελλάδα «έχει αποτύχει να τα βγάλει πέρα».
Οι πληροφορίες αυτές βγήκαν ήρθαν στον απόηχο των προειδοποιήσεων που απηύθυνε ο Ντόναλντ Τουσκ προς στους Ευρωπαίους ηγέτες εν όψει της συνόδου. Ο Πολωνός πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ισχυρίστηκε ότι «η Ευρώπη έχει χάσει τον έλεγχο των συνόρων της». Προβλέποντας ότι ο πόλεμος στη Συρία δεν θα λήξει σύντομα, έκανε λόγο για 12 εκατομμύρια εκτοπισμένους, που ενδεχομένως να κατευθυνθούν προς την Ευρώπη, καθώς όπως είπε «αισθάνονται προσκεκλημένοι στην Ευρώπη».
Επίσης στους Financial Times (20/9), Ευρωπαίοι αξιωματούχοι φέρονται να έχουν δηλώσει ότι οι Βρυξέλλες είναι διατεθειμένες να δώσουν στην Ελλάδα πρόσθετη οικονομική βοήθεια με αντάλλαγμα τον έλεγχο των θαλάσσιων συνόρων της. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι η Ελλάδα επιδιώκει σταθερά την πιο ενεργή συμμετοχή της Ε.Ε. στη φύλαξη των ελληνοτουρκικών συνόρων, με χαρακτηριστικότερη στιγμή την ελληνική προεδρία το 2003 (εποχή κλιμάκωσης του λεγόμενου πολέμου κατά της τρομοκρατίας και της δεύτερης αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ που γέννησε το φαινόμενο ISIS), όπου υιοθετήθηκε η πρώτη Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας (ESS) με την Αθήνα να ανάγει το μεταναστευτικό σε κύρια προτεραιότητά της προεδρίας της.
Εν τέλει, στη σύνοδο δεν αποφασίστηκε κανένα ελληνικό αντάλλαγμα. Επιβεβαιώθηκε, απλώς, το ρήγμα ανάμεσα στους «28», με τα αμένσιοτα να πέφτουν βροχή. «Αυτοί που δεν μοιράζονται τις αξίες μας, αυτοί που δεν θέλουν καν να σεβαστούν αυτές τις αρχές, θα πρέπει να αρχίσουν να διερωτώνται για τη θέση τους στην Ευρώπη», δήλωσε ο Φρανσουά Ολάντ. «Χρειάζεται να αλλάξουμε την πολιτική ανοιχτών θυρών», αντέτεινε ο Τουσκ, ζητώντας ένα «συμπαγές σχέδιο», ενώ μίλησε για απώλεια οποιασδήποτε «αίσθησης τάξης», θυμίζοντας τον Τουσκ που στο αποκορύφωμα των ελληνικών διαπραγματεύσεων δήλωνε ότι το παιχνίδι «ποιος θα υποχωρήσει πρώτος» (chicken game) πρέπει να τελειώσει.
Ο Όρμπαν έκανε λόγο για «ηθικό ιμπεριαλισμό», απειλώντας ότι θα διατηρήσει τα συρματοπλέγματα, στέλνοντας τους πρόσφυγες στην Αυστρία, της οποίας ο Καγκελάριος Βέρνερ Φάιμαν απαίτησε από τη Βουδαπέστη να ρίξει τους φράχτες, για τους οποίους η Μέρκελ είπε ότι «δεν αποτελούν λύση», υποδεικνύοντας την Άγκυρα ως κομβικό παίχτη, καθώς «δεν είναι δυνατή η επίλυση των προβλημάτων στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης χωρίς τη συνεργασία της Τουρκίας», προς την οποία ο Γιούνκερ ανακοίνωσε βοήθεια 1 δισ. ευρώ, που προφανώς δεν έφτανε, καθώς ο πρωθυπουργός Νταβούτογλου ζήτησε εκ νέου ευρωαμερικανική στήριξη για εγκαθίδρυση ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στα σύνορα της Συρίας, αλλά και χαλάρωση στους όρους χορήγησης Visa προς Τούρκους πολίτες, τη στιγμή που η Frontex υποδείκνυε την Turkish Airlines ως παράγοντα αύξησης των μεταναστευτικών ροών από την Αφρική, εξαιτίας των νέων δρομολογίων που η εταιρεία επιχειρεί στο πλαίσιο της λεγόμενης «διπλωματίας της Visa», βασικής πολιτικής του συστήματος Ερντογάν.
Η σύνοδος κατέληξε σε μια απόφαση όπου αναφορικά με το θέμα των εξωτερικών συνόρων ανακοινώθηκε ότι οι επιχειρησιακές αποφάσεις μεταξύ άλλων θα πρέπει να προσανατολιστούν στην «ενίσχυση των ελέγχων στα εξωτερικά μας σύνορα, ιδίως μέσω συμπληρωματικών πόρων για τον οργανισμό Frontex, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο και την Ευρωπόλ, και της χρήσης προσωπικού και εξοπλισμού από τα κράτη μέλη». Η συνέχεια γνωστή.
Ένας ευρωπαϊκός στρατός ante portas;
Schengen από το 1985, Eurocorps (Ευρωπαϊκό Στρατιωτικό Σώμα) από το 1992, CFSP (Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας) από το 1993, EUMC (Στρατιωτική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης) από το 2001, EDA (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Άμυνας) από το 2004, Frontex (Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ε.E.) από το 2005, EU Battlegroup (Σχηματισμός Μάχης της Ε.Ε. ή «Ευρωστρατός») από το 2005, CSDP (Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας) από το 2007 και τη Συνθήκη της Λισαβόνας, SAFE (Συγχρονισμένες Ένοπλες Δυνάμεις της Ευρώπης) από το 2009, EEAS (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης) από το 2011, EUROSUR (Ευρωπαϊκό Σύστημα Επιτήρησης των Συνόρων) από το 2013, είναι μερικές από τις λέξεις και ακρωνύμια που συνθέτουν τον ευρωπαϊκό δρόμο προς την εξωτερική ασφάλεια, κατ” αναλογία με ένα αντίστοιχο πλήθος ακρωνυμίων της ΤΙΝΑ στην οικονομία.
«Με έναν δικό της στρατό, η Ευρώπη θα μπορούσε να αντιδράσει πιο αξιόπιστα σε απειλές έναντι κράτους-μέλους της ή γειτονικού κράτους», δήλωσε τον περασμένο Μάρτιο ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στην κυριακάτικη έκδοση της συντηρητικής Die Welt (“EU-Kommissionspräsident Juncker für europäische Armee”, 8/3/2015). «Ένας κοινός ευρωπαϊκός στρατός θα έστελνε ξεκάθαρο μήνυμα στη Ρωσία ότι λαμβάνουμε σοβαρά την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών αξιών μας», είπε και πρόσθεσε ότι ένας τέτοιος στρατός εκτός των άλλων «θα εξοικονομούσε σημαντικά ποσά στις αμυντικές δαπάνες», αν και «δεν θα πρέπει να αναμένεται άμεσα η ανάπτυξή του».
Πιστό στη ΝΑΤΟϊκή γεωμετρία που ορίζει το ευρωπαϊκό συνεχές, το Λονδίνο απάντησε ότι η ευθύνη της άμυνας ανήκει στα κράτη-μέλη και όχι στην Ε.Ε., όμως από το Βερολίνο η υπουργός Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λέιντεν καλωσόρισε την ιδέα, λέγοντας ότι «το μέλλον μας ως Ευρωπαίων επαφίεται σε ορισμένο βαθμό σ” έναν ευρωπαϊκό στρατό». Έδειξε έτσι ότι μόνο τυχαία δεν είναι η αναθεώρηση από το 2013 του αμυντικού δόγματος της ισχυρότερης ευρωπαϊκής οικονομίας, όπου η Bundeswehr μετεξελίσσεται σε έναν επαγγελματικό στρατό ταχείας επέμβασης προσαρμοσμένο στις ασύμμετρες απειλές που επέφερε η παγκοσμιοποίηση, όπως αυτές περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια στα επίσημα κείμενα της Ε.Ε.
Στις 16 Οκτωβρίου, η Γερμανία αποφάσισε να κρατήσει τους στρατιώτες που έχει αναπτύξει στο Αφγανιστάν, ύστερα από την απόφαση των ΗΠΑ να παρατείνουν τη διαμονή των δικών τους στρατευμάτων τουλάχιστον έως τα τέλη του 2016. Όπως το έθετε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, Μάρτιν Σέφερ, η άτυπη συμφωνία μεταξύ των συμμάχων από την αρχή της εκστρατείας ήταν «πάμε μαζί, φεύγουμε μαζί».
Το αρχικό πλάνο του Βερολίνου ήταν να μειωθεί σημαντικά το στρατιωτικό προσωπικό και να περιοριστεί σε όσους υπηρετούν στην Καμπούλ.
Αλλά, όπως μετέδιδε η Deutsche Welle, η προσφυγική κρίση στην Ευρώπη έπαιξε ρόλο στην αλλαγή σχεδίου, καθώς πολλοί Αφγανοί εγκαταλείπουν τη χώρα μετά την προέλαση των Ταλιμπάν, που σημαίνει ότι οι γερμανικές δυνάμεις ενδεχόμενως να αναλάβουν μεγαλύτερο ρόλο από το να εκπαιδεύουν το στρατό της Καμπούλ.
Στο Αφγανιστάν βρίσκονται 13.000 ξένοι στρατιώτες, εκ των οποίων οι 9.800 είναι Αμερικανοί, ενώ το 7% είναι Γερμανοί. 13.000 είναι και οι Αφγανοί στρατιώτες που έχουν σκοτωθεί από τους Ταλιμπάν τα τελευταία τρία χρόνια. Σύμφωνα με όσα υποστήριζε τότε ο Ράινερ Άρνολντ -σοσιαλδημοκράτης βουλευτής, μέλος της επιτροπής Άμυνας της Bundestag-, πολλοί περισσότεροι Αφγανοί θα τραβήξουν προς την Ευρώπη, αν η Γερμανία εγκαταλείψει πρόωρα το Αφγανιστάν.
Στα μέσα Αυγούστου, λίγες εβδομάδες μετά από τη συμφωνία Τουρκίας-ΗΠΑ (22/7/2015) για τη χρήση της αεροπορικής βάσης του Ινσιρλίκ κατά στόχων του ISIS, Γερμανία και ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι θα αποσύρουν τα συστήματα Patriot που είχαν εγκαταστήσει στην τουρκοσυριακή μεθόριο, ύστερα από αίτημα της Άγκυρας στο NATO, μετά την κατάρριψη αεροσκάφους της από συριακές δυνάμεις τον Ιούνιο του 2012. ΗΠΑ, Γερμανία και Ολλανδία είχαν συμφωνήσει να στείλουν από δύο συστοιχίες Patriot και 250 στρατιώτες.
Τον περασμένο Ιανουάριο η Bundestag είχε ανανεώσει την εντολή για έναν χρόνο, ορίζοντας μέγιστο αριθμό στρατιωτών τους 400. Στις 26 Ιανουαρίου, οι ολλανδικοί Patriot αντικαταστάθηκαν από ισπανικούς. Στις 25-26 Ιουνίου, οι υπουργοί Άμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες έκαναν λόγο για νέο κεφάλαιο στις σχέσεις ΝΑΤΟ-Αφγανιστάν από το 2015, τονίζοντας την ανάγκη για οικονομική βιωσιμότητα των αφγανικών δυνάμεων και αποφάσισαν πως η Τουρκία δεν απειλείται από τους πυραύλους του Άσαντ, αλλά -όπως όλοι- από το ISIS, διαπίστωση που συνέβαλε στο να μην ανανεωθεί η παρουσία Patriot στην Τουρκία. «Το επίκεντρο της απειλής σε αυτήν την κατεστραμμένη από τον πόλεμο περιοχή έχει μετατοπιστεί», δήλωνε η Ούρσουλα φον ντερ Λέιντεν στις αρχές Οκτωβρίου.
Μόλις πριν από λίγες ημέρες, στις 4 Δεκεμβρίου, η Bundestag έδωσε την έγκρισή της για τη συμμετοχή της Γερμανίας στην εκστρατεία κατά του Ισλαμικού Κράτους. Η γερμανική αποστολή θα συμπεριλαμβάνει αεροσκάφη εφοδιασμού για τα βρετανικά Tornado, μια φρεγάτα συνοδείας στο γαλλικό αεροπλανοφόρο Charles de Gaulle, και 1.500 στρατιώτες, αλλά δεν θα συμμετέχει στις αεροπορικές επιδρομές Άγγλων, Γάλλων και Αμερικανών από την Κύπρο, το de Gaulle και το Ινσιρλίκ.
Όπως το είπε ο Μπαράκ Ομπάμα, μιλώντας για τρομοκρατία και μεταναστευτικό στο προχτεσινό του διάγγελμα προς τους Αμερικανούς με αφορμή την επίθεση στο Σαν Μπερναρντίνο, όλες οι παραπάνω χώρες είναι οι βασικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στον πλανήτη Γη.
Πολλοί, λοιπόν, αναλυτές διέγνωσαν στις δηλώσεις Γιούνκερ μια προσπάθεια του προέδρου της Κομισιόν να προλάβει τις εξελίξεις, υπενθυμίζοντας στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι «η ασφάλεια μετράει», καθώς τόσο οι περικοπές στους αμυντικούς προϋπολογισμούς όσο και οι διαφορετικοί σχεδιασμοί σε Λονδίνο, Παρίσι και Βερολίνο θέτουν εν αμφιβόλω την κοινή αμυντική πολιτική της ΕΕ. Στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ουαλία πέρυσι τον Σεπτέμβριο είχε αποφασιστεί τα κράτη-μέλη να ορίσουν ένα μίνιμουμ αμυντικών δαπανών στο 2% επί του ΑΕΠ με ορίζοντα δεκαετίας.
Στην πραγματικότητα, οι ευρωπαϊκές σχέσεις -είτε οι οικονομικές, είτε οι πολιτικές- ορίζονται πάντα σε σχέση με τον αμερικανό παράγοντα. Τα διάφορα σχέδια ενοποίησης της Ευρώπης αναπαράγουν διαρκώς τη στρεβλή αρχιτεκτονική που ορίζει η λειτουργία της Ε.Ε. ως όχημα διασφάλισης των ισορροπιών του γαλλογερμανικού άξονα, αλλά και η εκκρεμότητα από το παρελθόν που λέγεται αμερικανογερμανικές σχέσεις. Γιατί, εν τέλει, αυτό που διακυβεύεται τόσο στα ζητήματα οικονομικής πολιτικής όσο και σε αυτά των πολιτικών ασφάλειας και άμυνας είναι ποιος εκ των Ουάσιγκτον ή Βερολίνου έχει τον τελικό λόγο για τις τύχες της Γηραιάς Ηπείρου.
Η κόντρα αυτή αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης, αλλά και στο ουκρανικό, όπου η Γερμανία αποπειράθηκε να αντιγράψει τον ρόλο που παίζει η Γαλλία στη Β. Αφρική, η Βρετανία στον χρόνο και οι ΗΠΑ στον χώρο. Με το προσφυγικό να λειτουργεί ως αφορμή για την αναβάθμιση της Ευρώπης σε διαχειριστή διεθνών κρίσεων, το warfare να επικρατεί έναντι του welfare (κατά το Global Research, σε κάθε 100.000 ανθρώπους αντιστοιχούν 556 στρατιώτες και 85 γιατροί, ένας στρατιώτης κοστίζει κατά μ.ο. ετησίως 20.000 δολάρια και ένας μαθητής 380 αντίστοιχα) και την κοινή γνώμη να συνηθίζει στην ιδέα άλλης μια ενοποίησης (κατά το έγκυρο ICM Reseach, το 19% των Βρετανών, το 37% των Γάλλων και το 36% των Γερμανών επιθυμεί έναν ευρωστρατό στη θέση του ΝΑΤΟ), ο στρατιωτικός χάρτης της Ευρώπης αρχίζει να αποκτά κυριολεκτικά σάρκα και οστά. Μένει να αποδειχτεί αν τα ελλείμματα ασφάλειας της περιφέρειας θα μετατραπούν σε πλεονάσματα του πυρήνα, στρώνοντας το έδαφος για μια διαδικασία επιτήρησης με τον μοναδικό τρόπο που η ενωμένη Ευρώπη γνωρίζει.
Τη δραματική νύχτα της 12ης Ιουλίου και με άγνωστο αν τελικά το όλο πράγμα θα κατέληγε σε συμφωνία, ο Βρετανικός Guardian μετέδιδε αναφορά Ευρωπαίου αξιωματούχου που έκανε λόγο για «εικονικό πνιγμό» του Έλληνα πρωθυπουργού στις πολύωρες συναντήσεις του με Τουσκ, Μέρκελ και Ολάντ, ώστε να ξέρει τις συνέπειες, αν δεν συνεργαστεί.
Αναλογίζεται κανείς πόσο γυμνό από νόημα είναι αυτό το ρεπορτάζ, όταν βλέπει μέσα από φωτογραφίες τους πνιγμένους πρόσφυγες στο Αιγαίο. Και συνειδητοποιεί πόσο τρομακτικό είναι, όταν ακούει πως οι διαπραγματεύσεις των Ευρωπαίων για το προσφυγικό συνεχίζονται.
Είχε μεσολαβήσει εξάλλου, η δραματική νύχτα της 13ης Νοεμβρίου, όπου στρατός και αστυνομία έγιναν ένα, προσφυγικό και τρομοκρατία έγιναν ένα, οι σύμμαχοι έγιναν ένα. Πότε στην ιστορία της, άλλωστε, η Ευρώπη δεν έμοιαζε με στρατόπεδο;
Αδάμ Γιαννίκος | 8/12/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου