Γεράσιμος Παναγιωτάτος- Τζάκης
Τον Απρίλιο του 2004 η Κύπρος έζησε μία από τις πιο δύσκολες και κρίσιμες φάσεις της ιστορίας της. Ο διεθνής παράγων, συνεπικουρούμενος από τις κυβερνήσεις Σημίτη-Κληρίδη, είχε προετοιμάσει το σχέδιο Ανάν για τη δήθεν λύση του κυπριακού και ήταν σίγουρος ότι με τις ασφυκτικές πιέσεις και με την απίστευτης έκτασης προπαγάνδα και χρηματοδότηση του ΝΑΙ, είχε έρθει η στιγμή να πανηγυρίσει το άρον-άρον κλείσιμο του κυπριακού με τρόπο που θα υποθήκευε διά παντός στην Τουρκία το μέλλον της Κύπρου και του ελληνικού πληθυσμού της.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν, γράφτηκαν με τα πιο χρυσά γράμματα στις σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Η Κύπρος είχε την τύχη να βρίσκεται τότε στο τιμόνι της ο μεγαλύτερος εθνικός ηγέτης του ελληνισμού, ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Με το ιστορικό του ΟΧΙ, με το ανεπανάληπτο διάγγελμά του, ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος δίδαξε αξιοπρέπεια και λεβεντιά. Απέδειξε ότι εκείνο που μετράει δεν είναι η έκταση μιας χώρας και ο πληθυσμός του λαού της αλλά το φρόνημά του και η αποφασιστικότητά του να υπερασπιστεί τα δίκαιά του, την ιστορία του και το μέλλον της πατρίδας του.
Οι στιγμές εκείνες έκαναν και πάλι, ύστερα από χρόνια υποχωρητικότητας, υπερήφανο κάθε Έλληνα σε κάθε γωνιά του κόσμου. Θα θυμόμαστε πάντα ότι από τότε και μετά, σε κάθε εκδήλωση, σε κάθε ομιλία, σε κάθε δημόσια συνάθροιση όπου υπήρχε η παραμικρή νύξη για την Κύπρο και εμφανιζόταν η εικόνα του Τάσσου Παπαδόπουλου, ο κόσμος συγκινείτο και ξεσπούσε αυθόρμητα σε χειροκροτήματα. Γιατί στο πρόσωπό του αναγνώριζε τον ηγέτη που έφερε και πάλι την εθνική αυτοπεποίθηση στον ελληνισμό.
Δεν θα αναφερθώ εδώ στην μεγαλειώδη πολιτική που ακολούθησε καθ’ όλη τη θητεία του ο Τ. Παπαδόπουλος, ούτε στην αχαριστία του λαού το Φεβρουάριο του 2008. Σχετικά κείμενα μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο ιστολόγιό μου. Θα διαπιστώσω, όμως, με ιδιαίτερη λύπη ότι η κατεύθυνση των πραγμάτων είναι να βρεθεί σύντομα η Κύπρος μας υπό συνθήκες παρόμοιες με αυτές του 2004. Με τη διαφορά ότι τότε δεν θα υπάρχει ένας Τάσσος για να τη σηκώσει στις πλάτες του και να την κρατήσει όρθια.
Ο Δ. Χριστόφιας, συμμέτοχος μέχρι λίγους μήνες πριν από τις εκλογές στην κυβέρνηση Παπαδόπουλου, αποχώρησε στη συνέχεια και μετατράπηκε, στην τελική ευθεία των εκλογών, στο χειρότερο αμφισβητία και πολέμιο της πολιτικής του αείμνηστου Προέδρου. Με την κατάλληλη επικοινωνία και το μηχανισμό του κόμματός του, κατάφερε να πείσει την κοινωνία ότι θα είναι εξίσου πατριωτικός με τον Τάσσο Παπαδόπουλο και επιπλέον ότι θα μπορέσει να πετύχει την επίλυση του κυπριακού επειδή είναι αρεστός στους ξένους και συμπαθής στους Τουρκοκυπρίους.
Τη συνέχεια την είδαμε. Εξίσου πατριωτικός με τον Τάσσο Παπαδόπουλο δεν υπήρξε ούτε κατά διάνοια. Αρεστός στους ξένους και στους τουρκοκυπρίους αποδείχθηκε. Αλλά όχι για το συμφέρον της Κύπρου. Ο κ. Χριστόφιας ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Ταλάτ, με την ψευδαίσθηση ή την συνειδητή παραπλάνηση του λαού ότι μπορεί να βρεθεί λύση έχοντας απέναντι τον ελεγχόμενο από την Τουρκία Ταλάτ, που δεν απομακρύνεται από τις πάγιες τουρκικές θέσεις που θέλουν όχι την επανένωση της Κύπρου αλλά την επέκταση του τουρκικού ελέγχου και στο νότιο τμήμα της νήσου, μέσω μιας συνομοσπονδίας δύο κρατών με την ταυτόχρονη διατήρηση του στρατού κατοχής, των εποίκων, των εγγυήσεων, τη μη επιστροφή των ελληνοκυπρίων προσφύγων, την πολιτική ισότητα κόντρα στην αρχή της πλειοψηφίας κλπ.
Στην πορεία αυτή ο κ. Χριστόφιας αποδέχθηκε την παραμονή πενήντα χιλιάδων εποίκων, την εκ περιτροπής προεδρία, την μη επιστροφή όλων των προσφύγων στις πατρογονικές τους εστίες για να μην αλλοιωθεί η πληθυσμιακή υπεροχή των τουρκοκυπρίων στο βόρειο τμήμα. Θυμάμαι μάλιστα μία έντονη σύγκρουση του κ. Χριστόφια με δημοσιογράφο που του έλεγε ότι ήταν αντιφατική η πρόβλεψη εγγυημένης τουρκοκυπριακής πλειοψηφίας στο βορρά αφού αν γυρίσουν όλοι οι πρόσφυγες θα υπάρχει ελληνοκυπριακή πλειοψηφία. Ο σημερινός πρόεδρος προσπαθούσε να πείσει ότι δεν θα θέλουν να γυρίσουν όλοι οι πρόσφυγες και άρα δεν θα διακυβευτεί η τουρκοκυπριακή πλειοψηφία!!! Προσπαθούσε δηλαδή να σβήσει προκαταβολικά κάθε ελπίδα και σπίθα από τις καρδιές των Ελλήνων της Κύπρου για επιστροφή στις πατρογονικές τους εστίες, για να μην κινδυνεύσει ο συμφωνημένος στόχος της τουρκοκυπριακής πλειοψηφίας.
Κάθε μέρα που περνά, οι Τούρκοι, ο Ταλάτ, οι ξένοι πάτρωνές τους, εντείνουν τις πιέσεις. Η τουρκική πλευρά υποστηρίζει τις πάγιες θέσεις της που οδηγούν όχι στην επίλυση του κυπριακού αλλά στη νομιμοποίηση των συνεπειών της εισβολής και της κατοχής με τη δική μας υπογραφή. Και η Τουρκία αλλά και οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι πιέζουν για «λύση» εντός του έτους, έτσι ώστε να μην κινδυνεύσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την ΕΕ. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς: ο πρόεδρος Χριστόφιας, που έλεγε ότι δεν θα δεχτεί ρυθμίσεις που περιλαμβάνονταν στο σχέδιο Ανάν, γιατί παραμένει σε διαπραγματεύσεις που, όπως εξελίσσονται, θα οδηγήσουν σε σχέδιο ακόμα χειρότερο; Τι νόημα έχει η συνέχιση των συζητήσεων αφού η τουρκική πλευρά δεν μετακινείται από καμία προηγούμενη θέση της; Ενώ μας έλεγε ότι δεν θα δεχτεί χρονοδιαγράμματα και επιδιαιτησίες, γιατί δεν αντιδρά πιο έντονα στις πιέσεις για «λύση γρήγορα και όπως-όπως», αλλά, αντιθέτως, οι υποστηρικτές του καλλιεργούν τη φοβισμένη λογική περί δήθεν τελευταίας ευκαιρίας για λύση;
Από εδώ και πέρα θα κριθεί κατά πόσο ο κ. Χριστόφιας θα θελήσει να φανεί έστω και κατ’ ελάχιστον αξιόπιστος. Είχε δεσμευθεί ότι θα δεχόταν να πάει σε δημοψήφισμα μόνο μια αμοιβαίως αποδεκτή λύση σε όλα τα σημεία της, ως αποτέλεσμα του διαλόγου του με τον Ταλάτ. Είναι προφανές ότι ο Ταλάτ δεν θα υποχωρήσει σε τίποτα. Θα υποστηρίξει μέχρι τέλους ένα πανομοιότυπο σχέδιο με αυτό που απορρίφθηκε το 2004. Κανονικά η διαδικασία θα πρέπει να σταματήσει. Πολύ φοβάμαι όμως, ότι ο κ. Χριστόφιας θα νίψει τας χείρας του και θα δεχτεί και την επιδιαιτησία και το νέο σχέδιο-έκτρωμα. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα επιδιωχθεί η ατιμία να επικυρωθεί αυτό από τη Βουλή και όχι από δημοψήφισμα. Το κεκτημένο της δημοκρατικής λαϊκής απόφασης, που θεμελιώθηκε το 2004, είναι αδιαπραγμάτευτο. Και τότε, η ευθύνη της διάσωσης της Κύπρου θα βρίσκεται και πάλι στο λαό. Θα έχει έρθει η στιγμή για το δεύτερο μεγάλο ΟΧΙ. Ένα ΟΧΙ που θα κρατήσει ζωντανή την ελπίδα για μια σωστή, δίκαιη, βιώσιμη, λειτουργική λύση όταν στο μέλλον θα υπάρξει ξανά πρόεδρος που θα κοιτάζει το εθνικό συμφέρον και όχι το πώς θα είναι συμπαθής στους αντιπάλους.
Τον Απρίλιο του 2004 η Κύπρος έζησε μία από τις πιο δύσκολες και κρίσιμες φάσεις της ιστορίας της. Ο διεθνής παράγων, συνεπικουρούμενος από τις κυβερνήσεις Σημίτη-Κληρίδη, είχε προετοιμάσει το σχέδιο Ανάν για τη δήθεν λύση του κυπριακού και ήταν σίγουρος ότι με τις ασφυκτικές πιέσεις και με την απίστευτης έκτασης προπαγάνδα και χρηματοδότηση του ΝΑΙ, είχε έρθει η στιγμή να πανηγυρίσει το άρον-άρον κλείσιμο του κυπριακού με τρόπο που θα υποθήκευε διά παντός στην Τουρκία το μέλλον της Κύπρου και του ελληνικού πληθυσμού της.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν, γράφτηκαν με τα πιο χρυσά γράμματα στις σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Η Κύπρος είχε την τύχη να βρίσκεται τότε στο τιμόνι της ο μεγαλύτερος εθνικός ηγέτης του ελληνισμού, ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Με το ιστορικό του ΟΧΙ, με το ανεπανάληπτο διάγγελμά του, ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος δίδαξε αξιοπρέπεια και λεβεντιά. Απέδειξε ότι εκείνο που μετράει δεν είναι η έκταση μιας χώρας και ο πληθυσμός του λαού της αλλά το φρόνημά του και η αποφασιστικότητά του να υπερασπιστεί τα δίκαιά του, την ιστορία του και το μέλλον της πατρίδας του.
Οι στιγμές εκείνες έκαναν και πάλι, ύστερα από χρόνια υποχωρητικότητας, υπερήφανο κάθε Έλληνα σε κάθε γωνιά του κόσμου. Θα θυμόμαστε πάντα ότι από τότε και μετά, σε κάθε εκδήλωση, σε κάθε ομιλία, σε κάθε δημόσια συνάθροιση όπου υπήρχε η παραμικρή νύξη για την Κύπρο και εμφανιζόταν η εικόνα του Τάσσου Παπαδόπουλου, ο κόσμος συγκινείτο και ξεσπούσε αυθόρμητα σε χειροκροτήματα. Γιατί στο πρόσωπό του αναγνώριζε τον ηγέτη που έφερε και πάλι την εθνική αυτοπεποίθηση στον ελληνισμό.
Δεν θα αναφερθώ εδώ στην μεγαλειώδη πολιτική που ακολούθησε καθ’ όλη τη θητεία του ο Τ. Παπαδόπουλος, ούτε στην αχαριστία του λαού το Φεβρουάριο του 2008. Σχετικά κείμενα μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο ιστολόγιό μου. Θα διαπιστώσω, όμως, με ιδιαίτερη λύπη ότι η κατεύθυνση των πραγμάτων είναι να βρεθεί σύντομα η Κύπρος μας υπό συνθήκες παρόμοιες με αυτές του 2004. Με τη διαφορά ότι τότε δεν θα υπάρχει ένας Τάσσος για να τη σηκώσει στις πλάτες του και να την κρατήσει όρθια.
Ο Δ. Χριστόφιας, συμμέτοχος μέχρι λίγους μήνες πριν από τις εκλογές στην κυβέρνηση Παπαδόπουλου, αποχώρησε στη συνέχεια και μετατράπηκε, στην τελική ευθεία των εκλογών, στο χειρότερο αμφισβητία και πολέμιο της πολιτικής του αείμνηστου Προέδρου. Με την κατάλληλη επικοινωνία και το μηχανισμό του κόμματός του, κατάφερε να πείσει την κοινωνία ότι θα είναι εξίσου πατριωτικός με τον Τάσσο Παπαδόπουλο και επιπλέον ότι θα μπορέσει να πετύχει την επίλυση του κυπριακού επειδή είναι αρεστός στους ξένους και συμπαθής στους Τουρκοκυπρίους.
Τη συνέχεια την είδαμε. Εξίσου πατριωτικός με τον Τάσσο Παπαδόπουλο δεν υπήρξε ούτε κατά διάνοια. Αρεστός στους ξένους και στους τουρκοκυπρίους αποδείχθηκε. Αλλά όχι για το συμφέρον της Κύπρου. Ο κ. Χριστόφιας ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Ταλάτ, με την ψευδαίσθηση ή την συνειδητή παραπλάνηση του λαού ότι μπορεί να βρεθεί λύση έχοντας απέναντι τον ελεγχόμενο από την Τουρκία Ταλάτ, που δεν απομακρύνεται από τις πάγιες τουρκικές θέσεις που θέλουν όχι την επανένωση της Κύπρου αλλά την επέκταση του τουρκικού ελέγχου και στο νότιο τμήμα της νήσου, μέσω μιας συνομοσπονδίας δύο κρατών με την ταυτόχρονη διατήρηση του στρατού κατοχής, των εποίκων, των εγγυήσεων, τη μη επιστροφή των ελληνοκυπρίων προσφύγων, την πολιτική ισότητα κόντρα στην αρχή της πλειοψηφίας κλπ.
Στην πορεία αυτή ο κ. Χριστόφιας αποδέχθηκε την παραμονή πενήντα χιλιάδων εποίκων, την εκ περιτροπής προεδρία, την μη επιστροφή όλων των προσφύγων στις πατρογονικές τους εστίες για να μην αλλοιωθεί η πληθυσμιακή υπεροχή των τουρκοκυπρίων στο βόρειο τμήμα. Θυμάμαι μάλιστα μία έντονη σύγκρουση του κ. Χριστόφια με δημοσιογράφο που του έλεγε ότι ήταν αντιφατική η πρόβλεψη εγγυημένης τουρκοκυπριακής πλειοψηφίας στο βορρά αφού αν γυρίσουν όλοι οι πρόσφυγες θα υπάρχει ελληνοκυπριακή πλειοψηφία. Ο σημερινός πρόεδρος προσπαθούσε να πείσει ότι δεν θα θέλουν να γυρίσουν όλοι οι πρόσφυγες και άρα δεν θα διακυβευτεί η τουρκοκυπριακή πλειοψηφία!!! Προσπαθούσε δηλαδή να σβήσει προκαταβολικά κάθε ελπίδα και σπίθα από τις καρδιές των Ελλήνων της Κύπρου για επιστροφή στις πατρογονικές τους εστίες, για να μην κινδυνεύσει ο συμφωνημένος στόχος της τουρκοκυπριακής πλειοψηφίας.
Κάθε μέρα που περνά, οι Τούρκοι, ο Ταλάτ, οι ξένοι πάτρωνές τους, εντείνουν τις πιέσεις. Η τουρκική πλευρά υποστηρίζει τις πάγιες θέσεις της που οδηγούν όχι στην επίλυση του κυπριακού αλλά στη νομιμοποίηση των συνεπειών της εισβολής και της κατοχής με τη δική μας υπογραφή. Και η Τουρκία αλλά και οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι πιέζουν για «λύση» εντός του έτους, έτσι ώστε να μην κινδυνεύσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την ΕΕ. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς: ο πρόεδρος Χριστόφιας, που έλεγε ότι δεν θα δεχτεί ρυθμίσεις που περιλαμβάνονταν στο σχέδιο Ανάν, γιατί παραμένει σε διαπραγματεύσεις που, όπως εξελίσσονται, θα οδηγήσουν σε σχέδιο ακόμα χειρότερο; Τι νόημα έχει η συνέχιση των συζητήσεων αφού η τουρκική πλευρά δεν μετακινείται από καμία προηγούμενη θέση της; Ενώ μας έλεγε ότι δεν θα δεχτεί χρονοδιαγράμματα και επιδιαιτησίες, γιατί δεν αντιδρά πιο έντονα στις πιέσεις για «λύση γρήγορα και όπως-όπως», αλλά, αντιθέτως, οι υποστηρικτές του καλλιεργούν τη φοβισμένη λογική περί δήθεν τελευταίας ευκαιρίας για λύση;
Από εδώ και πέρα θα κριθεί κατά πόσο ο κ. Χριστόφιας θα θελήσει να φανεί έστω και κατ’ ελάχιστον αξιόπιστος. Είχε δεσμευθεί ότι θα δεχόταν να πάει σε δημοψήφισμα μόνο μια αμοιβαίως αποδεκτή λύση σε όλα τα σημεία της, ως αποτέλεσμα του διαλόγου του με τον Ταλάτ. Είναι προφανές ότι ο Ταλάτ δεν θα υποχωρήσει σε τίποτα. Θα υποστηρίξει μέχρι τέλους ένα πανομοιότυπο σχέδιο με αυτό που απορρίφθηκε το 2004. Κανονικά η διαδικασία θα πρέπει να σταματήσει. Πολύ φοβάμαι όμως, ότι ο κ. Χριστόφιας θα νίψει τας χείρας του και θα δεχτεί και την επιδιαιτησία και το νέο σχέδιο-έκτρωμα. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα επιδιωχθεί η ατιμία να επικυρωθεί αυτό από τη Βουλή και όχι από δημοψήφισμα. Το κεκτημένο της δημοκρατικής λαϊκής απόφασης, που θεμελιώθηκε το 2004, είναι αδιαπραγμάτευτο. Και τότε, η ευθύνη της διάσωσης της Κύπρου θα βρίσκεται και πάλι στο λαό. Θα έχει έρθει η στιγμή για το δεύτερο μεγάλο ΟΧΙ. Ένα ΟΧΙ που θα κρατήσει ζωντανή την ελπίδα για μια σωστή, δίκαιη, βιώσιμη, λειτουργική λύση όταν στο μέλλον θα υπάρξει ξανά πρόεδρος που θα κοιτάζει το εθνικό συμφέρον και όχι το πώς θα είναι συμπαθής στους αντιπάλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου