Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι το τρομακτικό αυτό σενάριο γίνεται πραγματικότητα.
Ποια θα ήταν, ενδεικτικά, ορισμένα από τα μέτρα μακροοικονομικής πολιτικής που θα ελάμβαναν οι σύμμαχοι προς όφελος, όπως λέγεται, των λαϊκών στρωμάτων;
Απουσία μιας επεξεργασμένης οικονομικής πολιτικής, η αύξηση των φόρων θα αποτελούσε ένα από... τα πρώτα μέτρα.
Η αύξηση όμως των φόρων θα είχε άμεση επίδραση στη συρρίκνωση της παραγωγικής διαδικασίας (μείωση της προσφοράς) και, ενδεχομένως, στη μείωση μερικώς του πληθωρισμού και σε αύξηση της ανεργίας.
Στο σημείο αυτό ας θυμηθούμε ότι ο Πολ Σάμιουελσον, Νόμπελ Οικονομίας, υποστήριζε ότι για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός έπρεπε να επιβραδυνθεί η οικονομική δραστηριότητα, με τίμημα μια υψηλή ανεργία για πέντε έως 10 χρόνια.
Σε τελική ανάλυση πίστευε ότι ο πληθωρισμός θα μπορούσε να καταπολεμηθεί με μείωση της ανάπτυξης και αύξηση της ανεργίας.
Μια τέτοια, λοιπόν, αριστερή επιλογή με την αύξηση των φόρων θα οδηγούσε στη μείωση της προσφοράς και των επιπέδων του πληθωρισμού μεσοπρόθεσμα, ως συνέπεια της συρρίκνωσης της παραγωγής.
Μακροπρόθεσμα, όμως, ο πληθωρισμός θα κινείτο και πάλι σε υψηλά επίπεδα.
Όμως, η λύση εδράζεται στην ενδυνάμωση της οικονομικής ανάπτυξης μέσω της μείωσης των φόρων, πολιτική που κινείται σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Ο διάσημος οικονομολόγος Άρθουρ Λάφερ το απέδειξε θεωρητικά, αλλά και ο πρόεδρος Ρίγκαν, το 1983, όταν αφού προέβη σε μείωση των φόρων (1η Ιανουαρίου 1983), το ακαθάριστο εθνικό προϊόν αυξήθηκε κατά μέσο όρο κατά 8%, ενώ ο πληθωρισμός από το 13,5% το 1980, συρρικνώθηκε στο 4,32% το 1984.
Το μυστικό λοιπόν, σύμφωνα με τον Λάφερ, δεν είναι η βύθιση της οικονομικής δραστηριότητας και η αύξηση της ανεργίας, αλλά ακριβώς το αντίθετο: η εφαρμογή οικονομικών πολιτικών υπέρ της ανάπτυξης, οι οποίες δημιουργούν μια σειρά κινήτρων για αύξηση της παραγωγής (οικονομικά της προσφοράς) που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Συγχρόνως, λιγότερες δημόσιες δαπάνες κι εξυγίανση του νομίσματος.
Όσο περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες παράγει η οικονομία τόσο οι τιμές θα μειώνονται.
Αντιθέτως, μια συρρίκνωση της οικονομίας σημαίνει λιγότερα παραγόμενα προϊόντα και λιγότερες θέσεις εργασίας.
Επίσης, η οικονομική ιστορία αποδεικνύει ότι μια ισχυρή οικονομική ανάπτυξη δεν δημιουργεί πληθωρισμό.
Έτσι, στη δεκαετία του ’20, όταν ο υψηλότερος φορολογικός συντελεστής μειώθηκε από το 73% στο 25%, το ΑΕΠ εκτοξεύθηκε και οι τιμές υπέστησαν καθίζηση.
Επίσης, τη δεκαετία του ’60 οι μειώσεις στους φόρους και η εφαρμογή πολιτικών υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης οδήγησαν σε οικονομική μεγέθυνση με σταθερές τιμές και δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το τέρας Φρανκενστάιν της αριστερής συμμαχίας πρεσβεύει στην αύξηση των φόρων, αγνοώντας τις επιπτώσεις μιας τέτοιας πολιτικής: συρρίκνωση της παραγωγής υψηλή ανεργία - μείωση (προσωρινά) του πληθωρισμού. Ανέκαθεν η αύξηση των φόρων αποτελούσε την εύκολη λύση αφαίμαξης του εισοδήματος των πολιτών και υπάρχει μεγάλη τεχνογνωσία ώστε αυτό να γίνεται χωρίς σοβαρές αντιδράσεις.
Ήδη το 1650 ο τότε υπουργός Οικονομικών του Λουδοβίκου του ΙΔ΄, Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ, ανέφερε ότι η φορολογική τέχνη συνίσταται στο «ξεπουπούλιασμα» των φορολογούμενων με τρόπο ανώδυνο. Για να χρησιμοποιήσουμε αυτολεξεί τα λόγια του: «Η τέχνη της επιβολής φόρων είναι σαν να αφαιρείς τα πούπουλα από μια χήνα, με σκοπό να αποκτήσεις όσο πιο πολλά γίνεται με όσο το δυνατόν λιγότερες φωνές».
Η ανίερη αυτή συμμαχία βρίσκεται εγκλωβισμένη υπό την επήρεια μιας παρεμβατικής φαντασίωσης, σύμφωνα με την οποία το κράτος έχει τη δύναμη να εξαπλωθεί σχεδόν χωρίς όρια, με οποιαδήποτε κόστος, για λόγους καθαρά ιδεοληπτικούς, σκάβοντας όμως συγχρόνως τον λάκκο μέσα στον οποίο αργά η γρήγορα θα βυθιστεί η οικονομία.
Ποια θα ήταν, ενδεικτικά, ορισμένα από τα μέτρα μακροοικονομικής πολιτικής που θα ελάμβαναν οι σύμμαχοι προς όφελος, όπως λέγεται, των λαϊκών στρωμάτων;
Απουσία μιας επεξεργασμένης οικονομικής πολιτικής, η αύξηση των φόρων θα αποτελούσε ένα από... τα πρώτα μέτρα.
Η αύξηση όμως των φόρων θα είχε άμεση επίδραση στη συρρίκνωση της παραγωγικής διαδικασίας (μείωση της προσφοράς) και, ενδεχομένως, στη μείωση μερικώς του πληθωρισμού και σε αύξηση της ανεργίας.
Στο σημείο αυτό ας θυμηθούμε ότι ο Πολ Σάμιουελσον, Νόμπελ Οικονομίας, υποστήριζε ότι για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός έπρεπε να επιβραδυνθεί η οικονομική δραστηριότητα, με τίμημα μια υψηλή ανεργία για πέντε έως 10 χρόνια.
Σε τελική ανάλυση πίστευε ότι ο πληθωρισμός θα μπορούσε να καταπολεμηθεί με μείωση της ανάπτυξης και αύξηση της ανεργίας.
Μια τέτοια, λοιπόν, αριστερή επιλογή με την αύξηση των φόρων θα οδηγούσε στη μείωση της προσφοράς και των επιπέδων του πληθωρισμού μεσοπρόθεσμα, ως συνέπεια της συρρίκνωσης της παραγωγής.
Μακροπρόθεσμα, όμως, ο πληθωρισμός θα κινείτο και πάλι σε υψηλά επίπεδα.
Όμως, η λύση εδράζεται στην ενδυνάμωση της οικονομικής ανάπτυξης μέσω της μείωσης των φόρων, πολιτική που κινείται σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Ο διάσημος οικονομολόγος Άρθουρ Λάφερ το απέδειξε θεωρητικά, αλλά και ο πρόεδρος Ρίγκαν, το 1983, όταν αφού προέβη σε μείωση των φόρων (1η Ιανουαρίου 1983), το ακαθάριστο εθνικό προϊόν αυξήθηκε κατά μέσο όρο κατά 8%, ενώ ο πληθωρισμός από το 13,5% το 1980, συρρικνώθηκε στο 4,32% το 1984.
Το μυστικό λοιπόν, σύμφωνα με τον Λάφερ, δεν είναι η βύθιση της οικονομικής δραστηριότητας και η αύξηση της ανεργίας, αλλά ακριβώς το αντίθετο: η εφαρμογή οικονομικών πολιτικών υπέρ της ανάπτυξης, οι οποίες δημιουργούν μια σειρά κινήτρων για αύξηση της παραγωγής (οικονομικά της προσφοράς) που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Συγχρόνως, λιγότερες δημόσιες δαπάνες κι εξυγίανση του νομίσματος.
Όσο περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες παράγει η οικονομία τόσο οι τιμές θα μειώνονται.
Αντιθέτως, μια συρρίκνωση της οικονομίας σημαίνει λιγότερα παραγόμενα προϊόντα και λιγότερες θέσεις εργασίας.
Επίσης, η οικονομική ιστορία αποδεικνύει ότι μια ισχυρή οικονομική ανάπτυξη δεν δημιουργεί πληθωρισμό.
Έτσι, στη δεκαετία του ’20, όταν ο υψηλότερος φορολογικός συντελεστής μειώθηκε από το 73% στο 25%, το ΑΕΠ εκτοξεύθηκε και οι τιμές υπέστησαν καθίζηση.
Επίσης, τη δεκαετία του ’60 οι μειώσεις στους φόρους και η εφαρμογή πολιτικών υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης οδήγησαν σε οικονομική μεγέθυνση με σταθερές τιμές και δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το τέρας Φρανκενστάιν της αριστερής συμμαχίας πρεσβεύει στην αύξηση των φόρων, αγνοώντας τις επιπτώσεις μιας τέτοιας πολιτικής: συρρίκνωση της παραγωγής υψηλή ανεργία - μείωση (προσωρινά) του πληθωρισμού. Ανέκαθεν η αύξηση των φόρων αποτελούσε την εύκολη λύση αφαίμαξης του εισοδήματος των πολιτών και υπάρχει μεγάλη τεχνογνωσία ώστε αυτό να γίνεται χωρίς σοβαρές αντιδράσεις.
Ήδη το 1650 ο τότε υπουργός Οικονομικών του Λουδοβίκου του ΙΔ΄, Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ, ανέφερε ότι η φορολογική τέχνη συνίσταται στο «ξεπουπούλιασμα» των φορολογούμενων με τρόπο ανώδυνο. Για να χρησιμοποιήσουμε αυτολεξεί τα λόγια του: «Η τέχνη της επιβολής φόρων είναι σαν να αφαιρείς τα πούπουλα από μια χήνα, με σκοπό να αποκτήσεις όσο πιο πολλά γίνεται με όσο το δυνατόν λιγότερες φωνές».
Η ανίερη αυτή συμμαχία βρίσκεται εγκλωβισμένη υπό την επήρεια μιας παρεμβατικής φαντασίωσης, σύμφωνα με την οποία το κράτος έχει τη δύναμη να εξαπλωθεί σχεδόν χωρίς όρια, με οποιαδήποτε κόστος, για λόγους καθαρά ιδεοληπτικούς, σκάβοντας όμως συγχρόνως τον λάκκο μέσα στον οποίο αργά η γρήγορα θα βυθιστεί η οικονομία.
Φορολογικός φανατισμός, επιδοτήσεις παντός τύπου και αντιφιλελεύθερο πνεύμα, αποτελούν τα συστατικά στοιχεία της ανίερης αριστερής συμμαχίας, η οποία επιθυμεί να κυβερνήσει τη χώρα στις εκλογές του 2023. Μιας συμμαχίας με τη μορφή του Φρανκενστάιν.
Θα την αφήσουμε να κυβερνήσει;
Μηνάς Αναλυτής
*Ο Μηνάς Αναλυτής είναι Οικονομολόγος Ph.D., Πανεπιστήμιο Poitiers Γαλλίας
Μηνάς Αναλυτής
*Ο Μηνάς Αναλυτής είναι Οικονομολόγος Ph.D., Πανεπιστήμιο Poitiers Γαλλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου