Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

Γιατί οι περιβαλλοντιστές χρειάζεται να κατανοούν τα οικονομικά

Του Steven Horwitz
Ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα για τους υποστηρικτές της ελεύθερης επιχειρηματικότητας είναι οι περιβαλλοντικές ανησυχίες, ιδίως οι μεγάλης κλίμακας όπως η κλιματική αλλαγή. 
Αυτό που καθιστά τόσο ενδιαφέροντα τα πιο επεξεργασμένα περιβαλλοντολογικά επιχειρήματα είναι το γεγονός ότι πολλές φορές χρησιμοποιούν ιδέες και όρους που συχνά χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν οικονομικά συστήματα.
Για παράδειγμα, τόσο τα φυσικά όσο και τα... κοινωνικά συστήματα είναι εξελικτικά. Η φύση, όπως και η κοινωνία είναι μια αναδυόμενη (ή κατά τον Χάγιεκ “αυθόρμητη”) τάξη. Στο παρελθόν έχω χαρακτηρίσει τις αγορές “επιστημολογικά οικοσυστήματα”. Και η οικολογία μοιράζεται το ίδιο πρώτο συνθετικό με την οικονομία. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι περιβαλλοντιστές χρησιμοποιούν συχνά λέξεις όπως “πόροι”, “σπανιότητα” και “αποδοτικότητα”, τις οποίες ακούμε και σε συζητήσεις που αφορούν τις αγορές και τα οικονομικά ευρύτερα.
Λόγω αυτών των ομοιοτήτων, οι υποστηρικτές των ελεύθερων αγορών και όσοι ανησυχούν για την παρέμβαση των ανθρώπων στον φυσικό κόσμο θα πρέπει να ακούσουν οι μεν τους δε πολύ πιο προσεκτικά απ’ όσο συμβαίνει σήμερα. Πρόσφατα είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω σε μια τέτοια συζήτηση και αυτό με έκανε να αναλογιστώ κάποιες από τις αιτίες της έλλειψης επικοινωνίας, καθώς και το τι μπορεί η οικονομική επιστήμη να προσθέσει στον τρόπο που οι περιβαλλοντιστές συχνά βλέπουν αυτά τα ζητήματα. Ακολουθούν λοιπόν κάποιες σχετικές σκέψεις μου.

Οικονομολόγοι και περιβαλλοντιστές

Μια ιδέα είναι ότι οι υποστηρικτές των αγορών θα πρέπει να αξιοποιούν περισσότεροι τις αναλογίες με τα φυσικά οικοσυστήματα όταν μιλούν με περιβαλλοντιστές. Οι αγορές λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό όπως και η δαρβίνεια εξέλιξη, τουλάχιστον κατ’ αναλογία. Η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία είναι τα οικονομικά ισοδύναμα των “μεταλλάξεων”, και το κέρδος και η ζημία είναι τα οικονομικά ισοδύναμα της “φυσικής επιλογής”.
Όπως ακριβώς η βιολογική διαδικασία οδηγεί τα είδη στο να προσαρμοστούν στο περιβάλλον τους, καθώς οι μεταλλάξεις που ενισχύουν την πιθανότητα επιβίωσης θα περάσουν στις μελλοντικές γενιές, έτσι και οι οικονομικές διαδικασίες οδηγούν τους ανθρώπους σε μια “καλύτερη προσαρμογή στο κοινωνικό τους περιβάλλον” μέσω της αναδιάταξης του φυσικού κόσμου κατά τρόπους ώστε να παράγεται περισσότερη αξία.
Οι περιβαλλοντιστές αναγνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο αυτού του είδους τα περίπλοκα προσαρμοστικά συστήματα δημιουργούν τάξη χωρίς κάποιον σχεδιαστή στον φυσικό κόσμο, και η επισήμανση ότι η ίδια περιγραφή ισχύει και για τις αγορές μπορεί να είναι ένας τρόπος ώστε να γίνουν πιο ενδιαφέρουσες και παραγωγικές συζητήσεις, αλλά και για να ενισχυθεί η εκτίμηση για τις αγορές.
Όπως και οι οικονομολόγοι, οι περιβαλλοντιστές ενδιαφέρονται για τους σπάνιους πόρους και την αποδοτικότητα. Αυτό που συχνά μας διαφοροποιεί, είναι ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε αυτούς τους όρους. Για παράδειγμα, οι περιβαλλοντιστές συνήθως αντιλαμβάνονται τους “φυσικούς πόρους” ως αντικείμενα που παράγει η φύση. Μερικές φορές παραγνωρίζουν τον ανθρωπογενή πόρο του κεφαλαίου και τον συνδυασμό της φύσης και της ανθρωπότητας που ως πόρο ονομάζουμε “εργασία”.
Για να φέρω ένα παράδειγμα αυτής της σύγχυσης, αναλογιστείτε το επιχείρημα που αντιμετώπισα πρόσφατα ότι οι πράσινες μορφές ενέργειας όπως η ηλιακή είναι επιθυμητές γιατί χρησιμοποιούν λιγότερους σπάνιους πόρους και δημιουργούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Η απάντησή μου ως οικονομολόγος είναι να καλωσορίσω κάθε τρόπο παραγωγής ενός αγαθού που χρησιμοποιεί λιγότερους φυσικούς πόρους εφόσον όλες οι υπόλοιπες παράμετροι παραμένουν αμετάβλητες. Αν μπορώ να παραγάγω το ίδιο ποσό ενέργειας χρησιμοποιώντας λιγότερο κάρβουνο και τίποτα παραπάνω, αυτό είναι κάτι το θετικό. Παρατηρείστε όμως το υπόλοιπο μέρος του ισχυρισμού: η πράσινη ενέργεια χρειάζεται επίσης ένα μεγαλύτερο μέρος από τον σπάνιο πόρο της ανθρώπινης εργασίας. Αυτό σημαίνει η “δημιουργία θέσεων εργασίας” σ’ αυτό το πλαίσιο. Υπάρχουν πλήθος δεδομένων ότι η πράσινη ενέργεια είναι πολύ πιο απαιτητική σε εργασία από τα ορυκτά καύσιμα ή άλλες μορφές που βασίζονται στον άνθρακα.
Οι περιβαλλοντιστές ορθώς κατανοούν ότι είναι καλό να χρησιμοποιούμε λιγότερα ποσά ενός σπάνιου φυσικού πόρου, αλλά φαίνεται να ξεχνούν αυτή την ιδέα σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη εργασία.

Αξίζει τον κόπο;

Η συνετή διαχείριση των σπάνιων πόρων σημαίνει ότι θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη πόση εργασία θα χρειαστεί για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου ποσού ενέργειας. Όπως ακριβώς το να χρησιμοποιούμε περισσότερους φυσικούς πόρους απ’ όσους ενδεχομένως χρειάζεται σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε εναλλακτικά πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε με αυτούς τους πόρους, έτσι και η δημιουργία θέσεων εργασία που μπορεί να μην απαιτούνται για την παραγωγή της ενέργειας που χρειαζόμαστε σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε άλλα πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε.
Η σύγχυση αυτή οφείλεται εν μέρει στις διαφορετικές σημασίες της λέξεις “αποδοτικότητα”. Οι περιβαλλοντιστές συχνά ενδιαφέρονται για την “ενεργειακή αποδοτικότητα” ή την “αποδοτικότητα των πόρων”. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η αποδοτικότητα καυσίμων ενός αυτοκινήτου. Τα αυτοκίνητα είναι πιο αποδοτικά αν μπορούν να ταξιδέψουν περισσότερα χιλιόμετρα ανά λίτρο βενζίνης.
Για έναν οικονομολόγο όμως η αποδοτικότητα που έχει σημασία είναι η “οικονομική αποδοτικότητα” ή η απάντηση στο ερώτημα “αξίζει τον κόπο”;
Σήμερα διαθέτουμε την τεχνολογία να κατασκευάσουμε πολύ πιο αποδοτικά ως προς τα καύσιμα αυτοκίνητα, αλλά αν δεν μπορούμε να τα παραγάγουμε για λιγότερα από, ας πούμε, 100.000 δολάρια, οι άνθρωποι θα πουν ότι δεν αξίζει τον κόσμο. Αυτά τα αυτοκίνητα μπορεί να είναι πιο τεχνολογικώς αποδοτικά, αλλά είναι λιγότερο οικονομικώς αποδοτικά.
Με άλλα λόγια, αυτά τα αυτοκίνητα θα χρησιμοποιούσαν πολύτιμους πόρους για να παραγάγουν κάτι που νομίζουμε ότι έχει μικρότερη αξία από τις εναλλακτικές που μπορούν να παραγάγουν οι ίδιοι πόροι.


Η κατανόηση της σπανιότητας

Αυτό είναι και το σημείο όπου η λέξη “σπανιότητα” μπαίνει στη συζήτηση. Οι περιβαλλοντιστές φαίνεται να χρησιμοποιούν την σπανιότητα ως εάν να σημαίνει ότι κάτι είναι δυσεύρετο. Στον καθημερινό λόγο, ένα πράγμα είναι σπάνιο όταν υπάρχει σε μικρές ποσότητες. Όμως για τους οικονομολόγους, η σπανιότητα δεν αφορά το μέγεθος του φυσικού αποθέματος, αλλά τη σχέση ανάμεσα στο φυσικό απόθεμα και στην επιθυμία των ανθρώπων για το αγαθό αυτό.
Για παράδειγμα, εξ όσων γνωρίζω, υπάρχει μόνο μια μπάλα του μπέηζμπολ με υπογραφή του Στήβεν Χόρβιτς. Αντιθέτως υπάρχουν πολλές που φέρουν την υπογραφή του Ντέρεκ Τζήτερ. Παρά το γεγονός ότι οι μπάλες του Τζήτερ είναι περισσότερες σε αριθμό, είναι πολύ πιο σπάνιες με την οικονομική έννοια (κάτι που αντανακλάται στην πολύ μεγαλύτερη αξία τους) καθώς κανείς δεν θέλει μια μπάλα του μπέηζμπολ με αυτόγραφο του Χόρβιτς, ενώ πολλοί θέλουν μια μπάλα υπογεγραμμένη από τον Τζήτερ.
Οι αγορές μας επιτρέπουν να έχουμε έναν ενδείκτη αυτής της οικονομικής σπανιότητας - τις τιμές. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι θα πληρώσουν πολλά περισσότερα χρήματα για μια μπάλα του Τζήτερ απ’ ό,τι για μια μπάλα του Χόρβιτς, μας λέει ότι η μπάλα του Τζήτερ είναι πολύ πιο σπάνια με οικονομικούς όρους και πολύ πιο πολύτιμη. Οι τιμές παρέχουν γνώση και κίνητρα σχετικά με την σπανιότητα των αγαθών, και μας επιτρέπουν να τα χρησιμοποιούμε μόνο για εκείνα τα πράγματα των οποίων η αξία για τους ανθρώπους είναι αρκετά υψηλή ώστε να δικαιολογείται η χρήση.
Οι αγορές μας επιτρέπουν να κάνουμε τέτοιες συγκρίσεις αξίας, και έτσι να ξεπερνάμε την απλή τεχνολογική αποδοτικότητα και να φτάνουμε στην αντίστοιχη οικονομική. Με άλλα λόγια, οι αγορές μας υποχρεώνουν να σκεφτόμαστε το κόστος.
Οι πιο αξιόλογοι περιβαλλοντιστές το κατανοούν αυτό κάποια στιγμή, γι’ αυτό και οι καλύτερες προτάσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι αυτές που προσπαθούν σε κάποιο βαθμό να εντάξουν το σύστημα της αγοράς στην εξίσωση.

Τα κρατικά πρόστιμα δεν επιλύουν το πρόβλημα

Τα τέλη και οι φόροι άνθρακα για παράδειγμα, προσπαθούν να εντάξουν τα εξωτερικά κόστη της ενέργειας που βασίζεται στον άνθρακα στις αποφάσεις που λαμβάνονται από τους παραγωγούς ενέργειας. Αυτές οι προτάσεις συχνά προσπαθούν στη συνέχεια να επιστρέψουν στους καταναλωτές τα έσοδα που συλλέγονται για να τους βοηθήσουν να ανταποκριθούν οικονομικά στις ψηλότερες τιμές της ενέργειας που προκαλεί ο φόρος.
Αυτές οι προτάσεις είναι καλύτερες από την παλιά ρυθμιστική προσέγγιση των διαταγών και του ελέγχου, αλλά παρουσιάζουν δύο προβλήματα που οι οικονομολόγοι βρίσκονται σε προνομιακή θέση να επισημάνουν.
Πρώτον, το να βρει κανείς τον σωστό φόρο / τέλος / τιμή δεν είναι κάτι το απλό. Ξέρουμε ότι οι τιμές της αγοράς είναι το αναδυόμενο αποτέλεσμα της διαδικασίας που ο Μίζες αποκαλεί “μερεμέτια της αγοράς”. Ο Μίζες εξάλλου επεσήμανε ότι οι άλλες στις τιμές που παρατηρούμε είναι το ορατό άκρο μιας αιτιακής αλυσίδας που ξεκινά βαθιά μέσα στο ανθρώπινο μυαλό. ΟΙ τιμές στην αγορά λειτουργούν γιατί είναι το αποτέλεσμα των διαδικασιών λήψης αποφάσεων των ανθρώπων που δρουν σ’ εκείνες τις αγορές, ρισκάρουν τους δικούς τους πόρους και αξιοποιούν τη δική τους γνώση.
Οι τιμές ή τα τέλη που ορίζονται από τη γραφειοκρατία δεν έχουν τα ίδια ισχυρά κίνητρα για προσεκτική συμπεριφορά, ούτε συμπυκνώνουν ποτέ τόση πληροφορία όσο οι πραγματικές τιμές αγοράς. Έτσι, οι πολιτικές διαμάχες με θέμα αυτούς τους φόρους και τα τέλη είναι αναπόφευκτες, και με τις διαμάχες αυτές χάνεται κάθε πρόσχημα οικονομικής ορθολογικότητας.
Και αυτό μας φέρνει στο δεύτερο επιχείρημα που μπορούν οι οικονομολόγοι να διατυπώσουν στη συζήτησή τους με περιβαλλοντιστές: η αποτυχία της αγοράς δεν είναι επαρκής λόγος για κρατική παρέμβαση. Οι προτάσεις για φόρο άνθρακα, όπως και κάθε άλλη πολιτική, μπορεί να φαίνονται σπουδαίες στο χαρτί, αλλά πρέπει πάντα να θέτουμε το ερώτημα αν οι πολιτικοί μπορούν να κάνουν και θα κάνουν αυτά που έχουν σχεδιάσει όσοι προτείνουν αυτή την πολιτική.
Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι ένας φόρος άνθρακα συγκέντρωνε δισεκατομμύρια σε έσοδα που θα έμπαιναν στην άκρη για να αναδιανεμηθούν στα νοικοκυριά των ΗΠΑ. Δεδομένου του ιστορικού της κοινωνικής ασφάλισης, θα περιμέναμε άραγε όντως ότι οι πολιτικοί δεν θα προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα έσοδα για να ικανοποιήσουν ισχυρά ειδικά συμφέροντα ή για άλλους σκοπούς που θα τους απέδιδαν περισσότερες ψήφους ανά δολάριο απ’ ό,τι ένα μέρισμα στα νοικοκυριά των ΗΠΑ;
Οι οικονομολόγοι μπορούν να υπενθυμίσουν στους περιβαλλοντιστές ότι όσο ακατάστατες κι αν είναι οι αγορές (όπως άλλωστε είναι η και φύση), η κρατική παρέμβαση είναι συχνά χειρότερη. Έχουμε να συγκρίνουμε την πραγματικότητα δύο μη τέλειων διαδικασιών και το γεγονός ότι οι αγορές δεν είναι τέλειες δεν δικαιολογεί καθαυτό την κρατική παρέμβαση.
Λέγεται ότι τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα συμβαίνουν στα σύνορα, όπου συγκρούονται δύο πολιτισμοί. Αυτό ισχύει και για τα σύνορα μεταξύ των αυθόρμητων τάξεων της αγοράς και των οικοσυστημάτων.
Μολονότι εστίασα στο τι μπορούν να μάθουν οι περιβαλλοντιστές από τους οικονομολόγους, η μάθηση αφορά και τις δύο πλευρές. Το να βρούμε το πώς να θέτουμε τα όρια όταν δύο αναδυόμενες τάξεις αλληλεπιδρούν κατά τον τρόπο που αυτό συμβαίνει με τη φύση και τις οικονομίες προϋποθέτει προσεκτική σκέψη και υπομονετικό διάλογο. Ελπίζω και οι δύο πλευρές να φανούν αντάξιες της πρόκλησης.
--
Ο Steven Horwitz είναι καθηγητής Οικονομικών στην έδρα Charles A. Dana στο St. Lawrence University και συγγραφέας του βιβλίου Hayek's Modern Family: Classical Liberalism and the Evolution of Social Institutions. Είναι μέλος του δικτύου στελεχών του FEE.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 16 Μαΐου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου