Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Λίγη ακόμη Θεωρία και μερικές δόσεις πραγματικότητας


Η «Θεωρία Παιγνίων», όπως όλες οι σοβαρές επιστημονικές διαδικασίες, για να λειτουργήσει, δέχεται ορισμένες σταθερές παραμέτρους-παραδοχές. 
Ο αριθμός των «αυτόνομων μονάδων απόφασης-παικτών» (ατόμων ή ομάδων), το είδος του «παιγνίου» (σταθερού ή μη σταθερού αποτελέσματος, συμμετρικό ή ασύμμετρό) είναι οι κυριότερες και αυτές που καθορίζουν από την αρχή τον τρόπο σχεδιασμού και την μορφή της στρατηγικής. 
Η θεμελιώδης όμως παραδοχή, που ισχύει σε όλες της μορφές εφαρμογής αυτού του εργαλείου στρατηγικής, είναι πως οι «παίκτες» είναι ορθολογιστές

Δηλαδή όλες οι αποφάσεις που καλούνται να λάβουν σε όλη την διάρκεια του «παιγνίου», λαμβάνονται με απολύτως ορθολογικά κριτήρια. Αυτή η τελευταία παραδοχή αποτελεί το δυνατό σημείο αλλά και την «αχίλλειο πτέρνα» του εργαλείου....
Οι άνθρωποι, ως γνωστόν, αποφασίζουν κατά κύριο λόγο, με συναισθηματικά κριτήρια. Χρειάζεται λοιπόν, εξαιρετικά μεγάλη προσοχή στον σχεδιασμό και την εφαρμογή της όποιας στρατηγικής διότι το απροσδόκητο (συναίσθημα) παραμονεύει και ο αιφνιδιασμός δεν βοηθά εκείνον που τον υφίσταται. 

Άλλες παράμετροι που επηρεάζουν το σχεδιασμό μιας στρατηγικής είναι η ισχύς που διαθέτουν τα διαπραγματευόμενα μέρη, η πρακτική εμπειρία τους, ο χρόνος που έχουν στην διάθεση τους και αρκετά άλλα. 

Με δεδομένο πως, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το έκτακτο Eurogroup βρίσκεται σ’ εξέλιξη και με βάση τα παραπάνω,αυτά που η στήλη παρέθεσε εχθέςκαι όσα- ελάχιστα και αρκετά αμφισβητούμενα -στοιχεία υπάρχουν διαθέσιμα, ας πάρουμε μια γεύση για το πώς διαμορφώνεται η κατάσταση, τόσο στην Ελληνική πλευρά όσο και σε αυτήν των Ευρωπαίων εταίρων. 

Η Ελληνική διαπραγματευτική ομάδα έχει μια στρατηγική την οποία δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε, συγκεκριμένα. Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό πλεονέκτημα στην διαδικασία (εφόσον θεωρήσουμε ότι οι εταίροι έχουν την ίδια δυσκολία στην αναγνώρισή της). Η πλευρά της Ελλάδας όμως «διαθέτει» και ένα σημαντικό μειονέκτημα: την, γνωστή σε όλους, χαμηλή ρευστότητα του Ελληνικού Δημοσίου και της οικονομίας γενικότερα. Αυτό το μειονέκτημα περιορίζει τον διαθέσιμο χρόνο της, σε περίπτωση παρατεταμένης διαπραγμάτευσης. Οι προτάσεις της -όσες και όσο γνωρίζουμε– μοιάζουν ακραίες έως (μερικές) και ανεφάρμοστες αλλά, κάλλιστα, θα μπορούσαν ν’ αποτελούν κομμάτι της Ελληνικής στρατηγικής. Π.χ. το αίτημα ν’ αλλάξει η απαίτηση των δανειστών για ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα, από το (υπερβολικό) 4,5% σε 1,5%, μοιάζει άτοπο μιας και οι χρηματοδοτικές ανάγκες που δημιουργούνται έτσι, φτάνουν τα €70 δις στα επόμενα 6 χρόνια. Το αίτημα αυτό όμως, όσο και αν μοιάζει άτοπο, αν το διαχειριστεί κανείς σωστά σε «μπουκέτο» επιχειρημάτων, όχι μόνο δεν εμποδίζει αλλά βοηθά σημαντικά στο να βρεθεί η «χρυσή τομή» στα, πολύ λογικά, επίπεδα πρωτογενούς πλεονάσματος του 2,5-3%. 

Οι Ευρωπαίοι εταίροι κάθονται στο τραπέζι με την στρατηγική της τήρησης των κανόνων και των ήδη συμφωνηθέντων. 

Τα πλεονεκτήματα τους βρίσκονται στο υπάρχον διεθνές δίκαιο, την σημαντικά μεγαλύτερη εμπειρία τους σε τέτοιες διαδικασίες και καταστάσεις(τόσο σε διαπραγματεύσεις γενικά όσο και ειδικά σε εφαρμογές της «Θεωρίας Παιγνίων») και στο ότι ελέγχουν την ροή χρήματος. 
Μοναδικό μειονέκτημα τους οι πιθανές συνέπειες μίας Ελληνικής επιλογής για έξοδο από το κοινό νόμισμα. Τις οποίες όμως συνέπειες, η συντριπτική πλειοψηφία των αναλυτών στο εξωτερικό, θεωρούν όχι ιδιαίτερα σημαντικές. 

Όλα τα δεδομένα δείχνουν πως τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα για καμία πλευρά και θ’ απαιτηθεί σημαντικός χρόνος για την επίτευξη μίας κοινά αποδεκτής λύσης. Αυτό που όλοι πρέπει να ελπίζουμε είναι η κοινή καλή διάθεση για την αναζήτηση και επίτευξη μιας τέτοιας λύσης και το τελικό αποτέλεσμα να είναι το βέλτιστο για όλους.


Του Πέτρου Λάζου
Πηγή:www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου