NOΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
Καλοκαίρι πριν από πολλά χρόνια. Ατέλειωτα παιχνίδια στις αλάνες, στους λόγκους, στα βουνά. Εκλειναν τα σχολεία και αμολιόμασταν ξυπόλητοι? ακόμη και στα αγκάθια. Ακούγεται περίεργο, αλλά έτσι ήταν το έθιμο τότε. Πενήντα χρόνια μετά, είναι τόσο μακρινή και μαζί τόσο κοντινή η συγκεκριμένη εικόνα.
Ξυπόλητοι, μαυρισμένοι, από τον ήλιο του Αλωνάρη, με μια φέτα καρπούζι στο χέρι, να παίζουμε νυχθημερόν ποδόσφαιρο. Να κυνηγάμε τα μικροπούλια με τα λάστιχα, ανταγωνιζόμενοι ποιος θα κάνει το καλύτερο τσατάλι από κρανιά, ποιος θα στείλει ποιο μακριά τη στρογγυλή πέτρα με τα λάστιχα...
Να παίρνουμε από πίσω τα κοπάδια των μεγάλων ζώων, πολλές φορές μάλιστα να τα οδηγούμε οι ίδιοι στις βοσκές. Οκτάχρονα παιδιά, να σέρνουν κοπάδια με 30-40 αγελάδες, περνώντας ανάμεσα από φυτεμένα καλαμπόκια, φασόλια.
Ο κίνδυνος ζημίας στις καλλιέργειες μεγάλος, αλλά εμείς εκεί, έπρεπε να δείξουμε ότι μπορούμε. Και βάζαμε επίτηδες τα ζαγάρια στους λόφους με τα καταπράσινα βοσκοτόπια, μπας και ξεσηκώσουν κάνα λαγό. Ετσι για να κάνουμε χάζι, να ακούσουμε τη μελωδία της ευτυχίας, πάνω στους ντορούς.
Ποτέ δεν θυμάμαι να έπιασαν λαγό... και τι πειράζει όμως. Εμείς τον πιάναμε με τον νου μας, και ετοιμάζαμε την ιστορία που θα λέγαμε το βράδυ, κάτω από το φως των λουξ, στην πλατεία του χωριού. Είδαμε το ρεύμα στη Δευτέρα Γυμνασίου, όταν πια διαβάζαμε, ακόμη και αρχαία κείμενα. Ετσι ήταν τότες?
Καλοκαίριαζε, και οι αξέχαστες γεύσεις των μούρων, των κορόμηλων, της αγριοφράουλας σηματοδοτούσαν την παιδική ευτυχία. Οταν μάλιστα τα κλέβαμε, ήταν πάντα πιο νόστιμα. Και έρχονταν οι ντομάτες, τα καρπούζια, όλα στην ώρα τους, μοσχοβολούσαν καλοκαίρι, τα περιμέναμε από μήνες, όπως και το γλυκό ψωμί από καλαμπόκι, αλεσμένο στον χειρόμυλο της γιαγιάς. Κατηφορίζαμε στο ποτάμι, και βγάζαμε τις μπριάνες, λαχταριστές και σπαρταριστές. Ο Νέστος, μεγαλοπρεπής, ήρεμος και ζωοδότης, κατέβαινε από τα ψηλά, κουβαλώντας μαζί του τα χρυσάφια της ζωής μας. Και φεύγαμε θυμάμαι με τα ζώα, ψάχναμε ευκαιρία, για να γλιτώσουμε την καταδίκη της καπνοκαλλιέργειας, που καθημερινά, από τα τέλη του Ιουνίου μέχρι αργά τον Σεπτέμβρη, είχε κυριολεκτικά... δουλειές με φούντες. Επρεπε να ξυπνάς στις 3 τα ξημερώματα, για να βγεις για σπάσιμο καπνών, όταν η δροσιά καλωσόριζε τις πρώτες δειλές ακτίνες του ήλιου. Και μετά πίσω, ατέλειωτη εργασία, μέχρι να αποκάμεις στη μεσημεριάτικη ραστώνη.
Περνούσαμε τα φύλλα των καπνών στη βελόνα, και μετά, μόλις γέμιζε η βελόνα στον σπάγκο και μετά τον σπάγκο στο τελάρο, για να τα απλώσουμε όλα ώστε να στεγνώσουν στου ήλιου την πυρωμένη ματιά. Και δώστου ιστορίες για χαμένα κυνήγια, για χαμένες πατρίδες και πολλά καλαμπούρια, αυτοσαρκασμοί, απλών ανθρώπων, που πολλοί από αυτούς έβλεπαν πρώτη φορά την άσφαλτο και το μπετόν όταν πήγαιναν φαντάροι.
Αν δεν... φοβάσαι
Εγώ, πάντα ξέφευγα όταν μπορούσα και έβγαινα στα ζώα, μαζί με τον τσομπάνο του χωριού, έναν φιλότιμο και απλοϊκό Πομάκο, τον Σαμπάν.
Εγώ, πάντα ξέφευγα όταν μπορούσα και έβγαινα στα ζώα, μαζί με τον τσομπάνο του χωριού, έναν φιλότιμο και απλοϊκό Πομάκο, τον Σαμπάν.
Αν έμαθα να αγαπάω τους λόφους των λαγών και των αλεπούδων, τις οξιές και τις βελανιδιές, το οφείλω σ΄ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν ήξερε να διαβάζει, μιλούσε όμως όμορφα, βάζοντας πάντα το ρήμα στο τέλος, όπως όλοι οι Ανατολίτες, και τονίζοντας πάντα το εμείς. Εμείς ήμασταν όλοι, κατά τον Σαμπάν, οι άνθρωποι, τα ζώα, άγρια και ήμερα, τα δένδρα, τα πουλιά.
Με έμαθε να μη φοβάμαι τα τσομπανόσκυλα. Θυμάμαι πόσο με μάλωνε αν έπαιρνα πέτρα ή αν σήκωνα το πόδι μου να τα βαρέσω: «μη, γιάβρουμ, μη...» «Και τι να κάνω ρε Σαμπάν», έλεγα απορημένα.
«Μην τα κοιτάς ρε, μην τρέχεις, σαν να μην υπάρχουν ρε... Προχώρα, αυτά φοβούνται, αν δεν?φοβάσαι». Κι αυτό, δεν ήταν δίδαγμα μόνο για τότε. Μισός αιώνας πέρασε από τότε, και το εφάρμοσα παντού, όχι μόνο στα βουνά, αλλά και στη ζούγκλα της σύγχρονης πόλης.
Εβλεπε ο Σαμπάν μια πλαγιά με κέδρα χαμηλά, και έλεγε: «Πάρε το ζαγάρι και πάνε εκεί μέσα, σιγά σιγά, πρόσεχε». Ακολουθούσε πανδαιμόνιο, όχι ένας, αλλά δυο-τρεις λαγοί ξεπετάγονταν.
Θυμάμαι κάτι τεράστια αυτιά να ταξιδεύουν στον ανήφορο, να ανεβοκατεβαίνουν με τα πηδήματα των λαγών, και τον Σαμπάν να κάθεται και να στρίβει τσιγάρο. Με εκείνα τα πορτοκαλί ή σιέλ τσιγαρόχαρτα του Μονοπωλίου, που τα μοίραζαν στους καπνοκαλλιεργητές.
Εβγαζε τη χοντρή τενεκεδένια ταμπακιέρα του, που άστραφτε η λαμαρίνα της στις ακτίνες του πρωινού ήλιου. Κι όταν χάνονταν τα ζαγάρια, έλεγε: «Ρε μέχρι να πάει στο μισό το τσιγάρο, θα γυρίσουν πίσω τους λαγούς». Και πλησίαζα κοντά του, να μυρίσω τον καπνό στην ταμπακιέρα, και κάποτε κάποτε, να τραβήξω και μια τζούρα στα κλέφτικα, πράγμα που το έβλεπα στα μάτια του, ότι του άρεσε, κι ας έλεγε, γιοκ γιάβρουμ, γιοκ... Ετσι κάποτε, ξεκίνησε κι αυτός. Ετσι ήθελε και μένα.
Και κολατσίζαμε με εκείνο το ζυμωτό ψωμί, με κατσικίσιο τυρί και κάποτε κάποτε είχαμε και ελιές, αν η χρονιά στα καπνά, η προηγούμενη, είχε πάει καλά. Και φυσικά, όταν ερχόταν ο Αγιος Σεπτέμβριος, αντιλαλούσε όμορφα το παλιό του μονόκαννο στις απέραντες λοφοπλαγιές της Ροδόπης.
Και δεν ξέρω γιατί, αλλά ήμουν σίγουρος για τη μέρα που θα κτυπούσαμε τον λαγό, έτσι από ένστικτο, δεν λάθεψα ποτέ. Με ρωτούσε η γιαγιά μου η Δέσποινα: «ρε αφορισμένε, να καθαρίσω τα κρεμμύδια; »
Ηταν πάντα τσαντισμένη από τις αταξίες μου, αλλά ήμουν το πρώτο εγγόνι. Αμα έλεγα ναι, καθάριζε τα κρεμμύδια. Και γω, εκεί γύρω στις οκτώ το πρωί, φορτωνόμουν τον λαγό που προσκύνησε την κάννη του Σαμπάν, και γύριζα τρέχοντας, να προλάβω και το κουδούνι του σχολείου. Και άλλοτε προλάβαινα κι άλλοτε όχι.
Δεν φοβόμουν τον δάσκαλο, γιατί κι αυτός κυνηγός ήταν, μόνο που στράβωνε όταν άκουγε την πρώτη φράση της μέρας, αμέσως μετά την προσευχή. «Τον πήραμε δάσκαλε, τον πήραμε...» Κι άμα είχαμε χάσει τον λαγό, εγώ τσιμουδιά. Ερχόταν στο πρώτο θρανίο -κοντός γαρ μια ζωή εγώ- και ψιθύριζε ευτυχισμένα, κοίτα να μάθεις γράμματα, γιατί θα πεινάσεις μ' αυτόν τον Σαμπάν...
Ομορφιές ζωής
Δεν του βγήκε όμως του δάσκαλου, δεν πείνασα? Αλλά και να πεινούσα, είχα γευτεί τόσους λαγούς, εκεί στην μπακιρένια κατσαρόλα, που έκλεινε το καπάκι της με βρεγμένη ψίχα ψωμιού, για να μη φύγουν τα αρώματα του στιφάδου. Είχα χορτάσει, είχα αποθηκεύσει ομορφιές ζωής, ικανές να με κρατήσουν χίλια χρόνια.
Δεν του βγήκε όμως του δάσκαλου, δεν πείνασα? Αλλά και να πεινούσα, είχα γευτεί τόσους λαγούς, εκεί στην μπακιρένια κατσαρόλα, που έκλεινε το καπάκι της με βρεγμένη ψίχα ψωμιού, για να μη φύγουν τα αρώματα του στιφάδου. Είχα χορτάσει, είχα αποθηκεύσει ομορφιές ζωής, ικανές να με κρατήσουν χίλια χρόνια.
Υ.Γ. Τις προάλλες, στην παρουσίαση του βιβλίου για τα μανιτάρια, του κυνηγού και καθηγητή της Κτηνιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Θανάση Ντινόπουλου, είπα ότι το ρεύμα ήλθε εκεί πάνω στα βουνά, όταν ήμουν Δευτέρα γυμνασίου. Και εκ των παρόντων, ένας καθηγητής του Α.Π.Θ, και μάλιστα υποψήφιος πρύτανης στις επικείμενες εκλογές, σηκώθηκε συγκινημένος και είπε περήφανα: <<…Φόρεσα παπούτσια κανονικά για πρώτη φορά, όταν πήγα στο γυμνάσιο…>>
Αυτούς του ανθρώπους χρειαζόμαστε, αυτούς... και επειγόντως.
ΣΩΤΗΡΗΣ & ΑΘΗΝΑ ΔΗΜΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΘΗΝΑ ΔΗΜΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΘΗΝΑ ΔΗΜΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου