Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Ενωμένη Ευρώπη: Ή όλα ή τίποτε


Η συζήτηση σχετικά με τη βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης εντός της ευρωζώνης ρίχνει νέο φως στις αδυναμίες του συστήματος.  
Ήταν ήδη εμφανείς όταν υπεγράφη η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 ότι μία νομισματική ένωση χωρίς κάτι ανάλογο στο φορολογικό τομέα θα ήταν μακροπρόθεσμα μη βιώσιμη.  
Στη συνέχεια, κατά την πρώτη δεκαετία του κοινού νομίσματος, αυτό το θεμελιώδες ελάττωμα συγκαλυπτόταν.
Τώρα η ευρωζώνη – με μια κεντρική νομισματική πολιτική, που διευθύνεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παράλληλα με 27 εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές – μοιάζει με παρωδία της οικονομικής κοινής λογικής. 
Τα πρώτα χρόνια, σημαντικά κράτη όπως η Γαλλία και η Γερμανία σταμάτησαν να παίρνουν στα σοβαρά το Σύμφωνο σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ανάπτυξης (SGP), το οποίο υποτίθεται ότι εγγυάται τη δημοσιονομική πειθαρχία και το...
συντονισμό μεταξύ των κρατών-μελών.

Με την εισαγωγή του ευρώ, η ενίσχυση του ενδο-ευρωπαϊκού εμπορίου και η μείωση του πληθωρισμού σε πολλά κράτη-μέλη, οι φορολογικές υποχρεώσεις απλώς αγνοήθηκαν. Το ευρώ έγινε γρήγορα το δεύτερο σημαντικότερο νόμισμα στον κόσμο, και αποδείχθηκε μια ασπίδα κατά των εξωτερικών χρηματοπιστωτικών αναταραχών. Η αισιοδοξία ήταν στα ύψη ενώ η σύνεση εξαφανιζόταν – αντνακλώμενη στην πρόωρη ένταξη στην ευρωζώνη για χώρες όπως η Ελλάδα, καθώς και στο χάσμα μεταξύ του ρυθμού διεύρυνσης της Ε.Ε. και της θεσμικής ολοκλήρωσης.

Με άλλα λόγια, οι φορείς λήψης αποφάσεων της Ευρώπης κυριολεκτικά παρέβλεψαν τις βασικές απαιτήσεις της νομισματικής ένωσης σε μια ετερογενή οικονομική ζώνη:

Ένα σημαντικό κοινό προϋπολογισμό για την παροχή των δημοσίων αγαθών.

• Οι δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από πιο εύπορες περιοχές σε περιοχές προβληματικές που υστερούν.

• Κάποιας μορφής ισομερής κατανομή του δημοσίου χρέους, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με αυστηρούς κανόνες.

• Υπεράνω όλων, μια κεντρική τράπεζα με όλα τα προνόμια και τα μέσα που απαιτούνται για να χρησιμεύσει ως δανειστής έσχατης ανάγκης.

Το να πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, φυσικά οδηγεί σε πλήρη πολιτική ένωση αλλά η διαδικασία μπορεί να είναι σταδιακή, ξεκινώντας από μια τραπεζική ένωση, μια φορολογική ένωση, ή μια κεντρική τράπεζα με προφίλ δανειστή έσχατης ανάγκης – μια λειτουργική προσέγγιση που θα μπορούσε να είναι περισσότερο πολιτικά βιώσιμη. Μερικοί θα αντιταχθούν σε περισσότερη αλληλεγγύη ωστόσο, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι η στοιχειώδης αυξημένη αλληλεξάρτηση σε μια νομισματική ένωση το απαιτεί, και αγνοώντας την επιβεβαίωση της Συνθήκης της Λισαβόνας για ένα μοντέλο «κοινωνικής αγοράς».

Μια νομισματική ένωση που δεν ωφελεί όλους τους συμμετέχοντες δε θα επιβιώσει για πολύ. Αφού ξέσπασε η κρίση χρέους της ευρωζώνη, οι χρεοκοπίες αποφεύχθηκαν με τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (αφού αντικαταστάθηκε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας), και τη διαμόρφωση ενός πιο ρεαλιστικού και ενισχυμένου ρόλου της ΕΚΤ (ενεργώντας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ). Και ένα νέο «δημοσιονομικό συμπαγές» προβλέπει την παγίωση της δέσμευσης των κρατών-μελών για την ισορροπία του προϋπολογισμού – και τη μείωση του δημοσίου χρέους στο 60% του ΑΕΠ σε 20 έτη – στα συντάγματά τους.

Αλλά οποιαδήποτε αξιολόγηση της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης πρέπει να αναγνωρίσει την αργή, αντιφατική φύση των διακυβερνητικών αποφάσεων, στις οποίες μια εσφαλμένη αντίληψη του εθνικού συμφέροντος, μαζί με εκρήξεις αντιευρωπαϊκών αισθημάτων και εκλογικής πίεσης, οδήγησαν σε μια διαδικασία ‘σταμάτα-ξεκίνα’ και χαρακτηρίστηκαν από λιποψυχίες των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ειδομένη με αυτούς τους όρους, η ευρωπαϊκή πολιτική τάξη έχει σαφώς αποτύχει να ασκήσει ηγεσία.

Η πρόκληση τώρα είναι διττή: πώς να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση, με την παράλληλη δημιουργία ενός ασφαλέστερου οικονομικού μέλλοντος μέσω καλύτερης διακυβέρνησης. Η υπερβολική έμφαση στη δημοσιονομική αυστηρότητα χωρίς να συνοδεύεται από μέτρα για την τόνωση της ανάπτυξης, ενίσχυσε τις τάσεις ύφεσης, ασκώντας επιπρόσθετη πίεση στους εθνικούς προϋπολογισμούς και στην αναλογία χρέους/ΑΕΠ. Αυτό οδηγεί το επηρεασμένο κόστος δανεισμού περαιτέρω, τροφοδοτώντας ένα φαύλο κύκλο.

Οποιαδήποτε βιώσιμη λύση απαιτεί από τους Ευρωπαίους να αναγνωρίσουν ότι αντιμετωπίσουν τώρα ένα κοινό πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί μόνο με ενίσχυση της συνοχής και της οικονομικής αλληλεγγύης. Η ΕΚΤ πρέπει να γίνει μια πραγματική κεντρική τράπεζα για την Ευρώπη. Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να μετατραπεί σε μια ένωση τραπεζών με την ΕΚΤ υπεύθυνη για την προληπτική εποπτεία. Το δημοσιονομικό συμπαγές πρέπει να εφαρμοστεί γρήγορα και να εξελιχθεί εναρμονίζοντας τις δημοσιονομικές πολιτικές που πρέπει να συνεχιστούν.

Όμως, η δημοσιονομική πειθαρχία θα πρέπει να συνοδεύεται από πολιτικές που προωθούν την ανάπτυξη, χωρίς τις οποίες δε μπορούν να υπάρξουν ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί και μείωση του χρέους. Η στρατηγική Ευρώπη 2020 η οποία εγκρίθηκε πριν από δύο χρόνια για να βελτιώσει την οικονομική διακυβέρνηση, είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης, που προσφέρει τη βάση για τη «συμπαγή ανάπτυξη» που ορισμένες κυβερνήσεις αναζητούν.

Η πορεία προς τη βελτίωση της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης περνάει μέσα από τους πολιτικούς θεσμούς της Ε.Ε., με την «περισσότερη Ευρώπη» να προϋποθέτει περαιτέρω ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και την κατάργηση του δικαιώματος άσκησης βέτο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το επιχείρημα ότι η ενίσχυση των κοινών θεσμών της Ευρώπης θα μειώσει την εθνική κυριαρχία φαίνεται πολύ αδύναμο, για τον απλό λόγο ότι στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η κυριαρχία σήμερα είναι περισσότερο εμφανής απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα.

Παράλληλα με αυτές τις αλλαγές, οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να αναγνωρίσουν δημοσίως ότι αν το ευρώ καταρρεύσει, η Ευρώπη θα επανέλθει γρήγορα σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, σε προστασία εντός της Ε.Ε., και πολιτικές «φτωχού γείτονα», οι οποίες δεν ήταν εμφανείς στις δεκαετίες 1970-1980. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη θα πρέπει να γνωρίζει ότι αυξανόμενη αλληλεξάρτηση σημαίνει ότι η σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και η σταδιακή ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς από το ευρώ συνεπάγεται όφελος για όλους τους συμμετέχοντες.

Η πολιτική τάξη της Ευρώπης θα πρέπει να βρει το θάρρος να κάνει τα επόμενα βήματα προς την κατεύθυνση μιας στενότερης ένωσης. Το μικρό τίμημα που τα κράτη-μέλη θα πρέπει να πληρώσουν είναι αμελητέο σε σύγκριση με τις πιθανές συνέπειες της αδράνειας.




http://www.sofokleous10.gr 
politika gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου