Γιατί ξεράθηκε η Αρτεσιανή Κοιλάδα;
Η συμβατική σοφία πιστεύει ότι η οδός για
να αποφύγουμε την παγκόσμια οικολογική καταστροφή είναι να πείσουμε τον
κόσμο να αλλάξει τις ιδιοτελείς του συνήθειες για το κοινό καλό.
Μια
πιο ευφυής όμως προσέγγιση θα ήταν να χρησιμοποιήσουμε μια απέραντη και
ανανεώσιμη πηγή: την ανθρώπινη τάση να σκεφτόμαστε κυρίως με βάση το
βραχυπρόθεσμο συμφέρον μας.
Ας δούμε ένα παράδειγμα,...
με ανάλογα του
οποίου είμαστε όλοι εξοικειωμένοι: Η Αρτεσιανή Κοιλάδα, στο Κάνσας των
ΗΠΑ, διέθετε κάποτε, όπως φαίνεται και από το όνομά της, εκατοντάδες
φυσικές πηγές.
Εάν έκανες γεώτρηση, το νερό σχημάτιζε πίδακα, ενώ
υπήρχαν στην περιοχή έλη όπου οι αγελάδες που έβοσκαν βυθίζονταν μέχρι
την κοιλιά.
Όλα αυτά τη δεκαετία του ’20.
Ακόμη παλαιότερα, την εποχή
των πρώτων μεταναστών, το ποτάμι της περιοχής ήταν μάλιστα πλωτό σε
απόσταση πολλών χιλιομέτρων.
Σήμερα
το ποτάμι είναι ξερό, οι πηγές έχουν εξαφανιστεί, και οι κάτοικοι
πρέπει να ανοίγουν όλο και βαθύτερες γεωτρήσεις για να βρουν νερό.
Η
αιτία είναι προφανής: είναι οι υδροβόρες εκτεταμένες καλλιέργειες
καλαμποκιού που έχουν επικρατήσει στην περιοχή, ακριβώς λόγω της αρχικής
αφθονίας του νερού εκεί πέρα.
Τώρα, ενώ όλοι αντιλαμβάνονται το
πρόβλημα, κανείς δεν είναι διατεθειμένος να περιορίσει τη δική του
κατανάλωση για το κοινό όφελος, σκεπτόμενος ότι απλώς έτσι θα βρει
ευκαιρία να επωφεληθεί κάποιος άλλος. Έτσι όλοι μαζί, οδηγούν τις
καλλιέργειές τους στο αδιέξοδο.
Σε ένα άλλο μέρος πάλι, κοντά στη
Βαλέντσια της Ισπανίας, 15.000 αγρότες μοιράζονται τα νερά του ποταμού
Τουρία σύμφωνα με ένα διακανονισμό διάρκειας τουλάχιστον 550 χρόνων.
Κάθε αγρότης, όταν έρθει η σειρά του παίρνει τόσο μόνο νερό όσο
χρειάζεται από το αρδευτικό κανάλι, χωρίς να σπαταλά ούτε σταγόνα. Δεν
τολμά να κλέψει, απλά διότι παρακολουθείται συνεχώς από τα άγρυπνα μάτια
των γειτόνων του πριν και μετά από αυτόν στο κανάλι.
Τυχόν παράπονα έρχονται στο Δικαστήριο
των Νερών, που συναντιέται κάθε Πέμπτη πρωί έξω από τη μητρόπολη στη
Βαλέντσια. Αρχεία που φθάνουν πίσω μέχρι το 1400, φαίνεται να δείχνουν
ότι η κλεψιά είναι σπάνια.
Δύο αρδευτικά συστήματα: το ένα βιώσιμο,
δίκαιο και μακροζώητο, το άλλο καταδικασμένο. Πρόκειται για δύο
περιπτώσεις που συχνά παρατίθενται από τους πολιτικούς επιστήμονες οι
οποίοι αγωνίζονται να καταλάβουν την συνήθη ανθρώπινη αποτυχία να λυθούν
τα προβλήματα “κοινής δεξαμενής φυσικών πόρων” (“common – pool recourse
problems”).
Η τραγωδία των κοινών αγαθών
Το 1968 ο οικολόγος Garret Hardin έγραψε
ένα άρθρο στο περιοδικό Science όπου εξηγούσε “την τραγωδία των κοινών
(αγαθών)”. Γιατί δηλαδή η κοινοτική γη τείνει πάντα να υποφέρει από
υπερβόσκηση και γιατί κάθε ψαρότοπος υποφέρει από την υπεραλίευση. Η
αιτία είναι, εξήγησε, γιατί τα οφέλη από κάθε παραπάνω αγελάδα (ή κάθε
παραπάνω ψαριά) τα καρπώνεται ο ιδιοκτήτης τους, ενώ το κόστος από τη
βλάβη που προκαλείται μοιράζεται μεταξύ όλων των χρηστών του κοινού
αγαθού. Στη γλώσσα των οικονομολόγων, το κόστος εξωτερικεύεται. Έτσι, η
ιδιωτικά ορθολογική συμπεριφορά, οδηγεί σε συλλογική συμφορά.
Η τρύπα του όζοντος και το φαινόμενο του
θερμοκηπίου είναι κλασσικές τραγωδίες των κοινών αγαθών εν τη γενέσει:
κάθε φορά που καις ένα γαλόνι βενζίνη για να κατέβεις στο κέντρο, εσύ
δρέπεις το όφελος, ενώ μοιράζεσαι το κόστος με τα έξη δις ανθρώπους που
ζουν στον πλανήτη.
Ας δούμε δύο κλασσικές συνταγές που
χρησιμοποιούνται συνήθως από τους διοικούντες σε τέτοιες περιπτώσεις:
Μία λύση είναι ένας εξωτερικός παράγοντας, π.χ. μια κυβέρνηση, να θέσει
κανονισμούς, για παράδειγμα να ορίσει το μέγιστο επιτρεπόμενο μέγεθος
κάθε κοπαδιού. Η άλλη λύση είναι να ιδιωτικοποιήσεις το κοινωνικό αγαθό,
έτσι ώστε ο ιδιοκτήτης να έχει τώρα τόσο τα οφέλη όσο και το κόστος.
Έτσι θα έχει κάθε λόγο να αποφύγει την υπερεκμετάλλευση.
Η συγκεντρωτική λύση
Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, η πρώτη λύση
ήταν η πιο δημοφιλής. Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο αντιδρούσαν στην
ύπαρξη κάθε προβλήματος κοινωνικού αγαθού με θέσπιση κανονισμών,
ελέγχους και κρατικοποιήσεις. Στην Ινδία, η κυβέρνηση εθνικοποίησε τα
δάση και τους βοσκότοπους που παραδοσιακά ανήκανε στις κοινότητες, και
τα έθεσε υπό κεντρικό γραφειοκρατικό έλεγχο ο οποίος έδρευε πάρα πολύ
μακριά.
Αυτό το σύστημα θα μπορούσε να είχε
δουλέψει, αν οι κυβερνήσεις ήταν αποτελεσματικές και αδιάφθορες, και
διέθεταν άπειρους πόρους για να πραγματοποιούν τα σχέδιά τους. Αλλά
τελικά η πολιτική αυτή έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα, γιατί το δάσος
δεν ήταν πια ούτε καν συλλογική ιδιοκτησία του τοπικού χωριού. Έτσι η
υπερβόσκηση, η λαθροθηρία, η λαθροϋλοτομία εντάθηκαν -το κόστος πλέον
είχε εξωτερικευτεί όχι απλά στους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού αλλά
σε ολόκληρη τη χώρα.
Ανάλογη δομή αντιρρυπαντικών κανονισμών
διαθέτουν και οι ΗΠΑ. Γραφειοκράτες αποφασίζουν, ανταποκρινόμενοι σε
πιέσεις από ομάδες πίεσης, ακριβώς ποια επίπεδα ρύπανσης να επιτρέψουν,
συνήθως μη δίνοντας κανένα κίνητρο για περικοπές κάτω του ελάχιστου
επιπέδου, και ακόμη εξειδικεύουν τις τεχνολογίες που θα πρέπει να
χρησιμοποιηθούν (η αποκαλούμενη πολιτική της “καλύτερης διαθέσιμης
τεχνολογίας”).
Αυτό δημιουργεί αντίστροφα κίνητρα για
τους ρυπαίνοντες, γιατί κάνει τη ρύπανση ελεύθερη μέχρι το ελάχιστο
όριο, και δεν υπάρχει κίνητρο να μειωθεί περισσότερο. Όποιος λοιπόν
φροντίζει από μόνος του να ρυπαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο, τιμωρείται
σε σχέση με αυτόν που απλά ακολουθεί τον κανονισμό.
Έχει αποδειχθεί μάλιστα ότι με ένα
ποσοστό μόνο των χρημάτων που δαπανά μια μεγάλη εταιρία για να
ακολουθήσει τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς της κυβέρνησης, θα
μπορούσε να πετύχει πολλαπλάσιο αποτέλεσμα με ορθολογική χρήση.
Μια άλλη μέθοδος, μεταξύ παρεμβατισμού
και ιδιωτικοποίησης, είναι να επιτρέπεται σε κάθε εταιρεία να παράγει
ρυπαντές εάν θέλει, αλλά για κάθε τιμή πάνω από το μηδέν θα πρέπει να
πληρώνει κάποιο ποσό (ρυπαντικά τέλη) στην κυβέρνηση. Έτσι η μεν
εταιρεία θα έχει κίνητρο να διατηρεί τη ρύπανση σε χαμηλά επίπεδα, η δε
κυβέρνηση θα έχει κάποια χρήματα να δαπανήσει σε φιλοπεριβαλλοντική
πολιτική. Το 1990 η Clean Air Act θέσπισε μια αγορά εμπορεύσιμων αδειών
ρύπανσης για εκπομπές διοξειδίου του Θείου.
Οι παγίδες της ιδιωτικοποίησης
Επειδή η ιδιωτικοποίηση ενός κοινωνικού
αγαθού μπορεί να εσωτερικεύσει το κόστος της καταστροφής του, οι
οικονομολόγοι με αυξανόμενη συχνότητα προτείνουν την ιδιωτικοποίηση ως
τη λύση για τα προβλήματα των κοινωνικών αγαθών.
Οι ιδιωτικοποιήσεις όμως έχουν τα δικά
τους μειονεκτήματα. Η προσπάθεια περίφραξης των κοινοτικών γαιών στην Μ.
Βρετανία, στις αρχές της βιομηχανικής εποχής, προκάλεσε τουλάχιστον
τρεις σοβαρές εξεγέρσεις μικροκτηματιών που έχαναν την παραδοσιακό τους
δικαίωμα πρόσβασης σε αυτές. Το ίδιο θα συνέβαινε και σήμερα σε ανάλογες
περιπτώσεις.
Πάλι,
πως θα μπορούσε να ιδιωτικοποιηθεί η προστασία των φαλαινών για
παράδειγμα; Το πιθανότερο είναι ότι οι φαλαινοθήρες θα ήταν σε θέση να
πληρώσουν πολύ περισσότερα χρήματα από όσα θα μπορούσαν αυτοί που θα
συνεισέφεραν κάποιο ποσό για την προστασία τους ή θα πλήρωναν για να τις
απολαμβάνουν να ζουν ελεύθερες.
Ομοίως, αν έβγαζαν στο σφυρί τα εθνικά
πάρκα, πολύ περισσότερα χρήματα θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν αυτοί
που σκοπεύουν να ανοίξουν εκεί ορυχεία, παραδείγματος χάριν, παρά αυτοί
που θα ήθελαν να διατηρήσουν το πάρκο ανέγγιχτο, με ελεύθερη πρόσβαση
για το κοινό.
Ακόμη περισσότερο, δεν είναι καθόλου
βέβαιο ότι η ορθολογικότητα θα ωθούσε έναν ιδιώτη ιδιοκτήτη ενός
περιβαλλοντικού δημόσιου αγαθού να το προστατεύσει ή να το διαχειριστεί
βιώσιμα. Πριν τριάντα χρόνια ένας μαθηματικός, ο Colin Clark, έγραψε ένα
άρθρο στο περιοδικό Science, αποδεικνύοντας ότι κάτω από ορισμένες
περιστάσεις θα ήταν οικονομικά συμφερότερο να εξαλείψει ο επιχειρηματίας
τις φάλαινες.
Καθώς τα κέρδη από τόκους ή από το
χρηματιστήριο επέτρεπαν (τότε) στα χρήματα να αυξηθούν πολύ ταχύτερα από
όσο τους το επέτρεπε ο ρυθμός αναπαραγωγής των φαλαινών, ακόμη και
κάποιος που θα διέθετε ένα ορισμένο παγκόσμιο μονοπώλιο στην
εκμετάλλευση των φαλαινών, είναι αμφίβολο εάν θα τον συνέφερε να
ασχοληθεί με μια βιώσιμη εκμετάλλευση των ζώων. Θα ήταν περισσότερο
κερδοφόρο να τις σκοτώσει όλες και να τις πουλήσει, μαζί με τον
εξοπλισμό, και να καταθέσει τα κέρδη στην τράπεζα για να καρπωθεί τους
τόκους.
Πολλοί πάλι επιμένουν να επικαλούνται την
καλή ανθρώπινη φύση. Κάνουν έκκληση σε ηθικές αρχές, το κοινό ή
μελλοντικό συμφέρον της ανθρωπότητας, καλώντας σε θυσίες και
αυτοπεριορισμούς. Αυτή είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται π.χ. συχνά
από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Και όμως, οι περιβαλλοντιστές δεν θα
έπρεπε πραγματικά να πιστεύουν ότι αρκεί απλώς μια αύξηση της
συνειδητοποίησης για να αλλάξει ο κόσμος. Σχεδόν οι μόνες περιπτώσεις
όπου πράγματι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι πέτυχαν πολλά μέσω της
ηθικής πειθούς είναι οι εκστρατείες εναντίον της ένδυσης με γούνες και
της χρήσης ελεφαντόδοντου. Στην περίπτωση αυτή η ντροπή αποδείχτηκε τόσο
αποτελεσματική ως κίνητρο, όσο τα χρήματα σε άλλες περιπτώσεις. Οι
γούνες όμως είναι πολυτέλειες.
Η ανακύκλωση πάλι, είναι γνωστό ότι
δουλεύει καλύτερα συνδυασμένοι με οικονομικά κίνητρα ή νομικές κυρώσεις.
Ακόμη και μια μικρή επιστροφή χρημάτων μπορεί να αλλάξει δραματικά το
ποσό των υλικών που ανακυκλώνονται από ένα νοικοκυριό. Τα φιλανθρωπικά
σωματεία άλλωστε γνωρίζουν από καιρό ότι οι άνθρωποι είναι πιο πρόθυμοι
να κάνουν δωρεές εάν ανταμείβονται, ακόμη και με ένα αυτοκόλλητο ή μια
κονκάρδα.
Υπεισέρχεται λοιπόν ένας νέος όρος, αυτός
της ανταπόδοσης. Αφού μιλάμε για την ανθρώπινη φύση, ας ανατρέξουμε
στην επιστήμη της Βιολογίας. Οι βιολόγοι παλιά εξηγούσαν τη συμπεριφορά
των ζώων με όρους όπως το “καλό του είδους”. Τώρα, η εξελικτική βιολογία
έχει μετασχηματιστεί από την έννοια του “εγωιστικού γονίδιου”, που
εκλαϊκεύτηκε από τον Ρίτσαρντ Ντώκινς.
Ο βασικός του ισχυρισμός είναι ότι τα
ζώα, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, δρουν αλτρουιστικά μόνο όταν αυτό
φέρνει κάποιο όφελος σε αντίγραφα των δικών τους γενών. Αυτό συμβαίνει
σε δύο περιστάσεις: όταν ο αλτρουιστής και ο ευεργετούμενος είναι
κοντινοί συγγενείς (όπως οι μέλισσες σε μια κυψέλη), και όταν ο
αλτρουιστής είναι σε θέση να λάβει επιστροφή της χάρη σε μελλοντικό
χρόνο. (αφετηρία της θεωρίας: Adaptation and Natural Selection (1966)
του George Williams)
Ανάλογη επίδραση είχε και στις
οικονομικές επιστήμες το βιβλίο Logic of Collective Action του Mancur
Olson, ο οποίος αμφισβήτησε την άποψη ότι τα άτομα θα προσπαθούσαν ποτέ
να προωθήσουν τα συλλογικά τους συμφέροντα μάλλον παρά τα βραχυπρόθεσμα
ατομικά τους συμφέροντα.
Το δίλημμα του κρατουμένου
Η νέα αυτή σύγκλιση βιολογίας και
οικονομικών υποβοηθήθηκε από μια κοινή μεθοδολογία -τη θεωρία παιγνίων,
την οποία εισήγαγε στη βιολογία ο John Maynard Smith.
Ιδού μια δραματοποιημένη εκδοχή ενός
παιχνιδιού που έχει αποδειχθεί εξαιρετικά περιεκτικό σε πληροφορίες και
για τις δύο επιστημονικές ειδικότητες, «το δίλημμα του κρατουμένου».
Δύο συνένοχοι οδηγούνται σε χωριστά κελιά
και ανακρίνονται από την αστυνομία. Ο καθένας τους έρχεται αντιμέτωπος
με ένα δίλημμα. Εάν και οι δύο ομολογήσουν, θα πάνε και οι δύο στη
φυλακή για τρία χρόνια. Εάν και οι δύο μείνουν σιωπηλοί, θα πάνε στη
φυλακή για ένα μόνο χρόνο, για κάποιο μικρότερο παράπτωμα το οποίο
μπορεί να αποδείξει η αστυνομία. Αλλά εάν ο ένας ομολογήσει και ο άλλος
δεν μιλήσει, ο προδότης θα αφεθεί ελεύθερος κατόπιν συμφωνίας με την
αστυνομία, ενώ αυτός που έμεινε πιστός στην συνεργασία τους θα πάει
φυλακή για πέντε χρόνια.
Υποθέτοντας ότι οι δύο κρατούμενοι δεν
είχαν συζητήσει το δίλημμα πριν συλληφθούν, εμείς βλέπουμε ότι θα
συνέφερε και τους δύο κρατουμένους να δράσουν αλτρουιστικά και να
μείνουν πιστοί στη συνεργασία τους χωρίς να καρφώσουν ο ένας τον άλλο,
γιατί έτσι θα πάνε από ένα μόνο χρόνο φυλακή ο καθένας.
Από τη μεριά του κάθε ενός κρατουμένου
όμως, το δίλημμα τίθεται ως εξής: μπορώ να εμπιστευτώ το συνεργάτη μου
ότι δεν θα μιλήσει; αν ναι, με συμφέρει να μιλήσω εγώ και να τον
προδώσω, γιατί τότε δεν θα πάω καθόλου φυλακή. Αν όχι (οπότε θα με
καρφώσει αυτός), με συμφέρει και πάλι να καρφώσω, ώστε τουλάχιστον να
πάω μέσα τρία χρόνια και όχι πέντε.
Το αποτέλεσμα είναι ότι τελικά κατηγορούν
έτσι ο ένας τον άλλο και πάνε από τρία χρόνια φυλακή, αντί για ένα που
θα πήγαιναν εάν κανένας δε μιλούσε. Στη γλώσσα των παιγνίων, λέμε ότι
ατομικά ορθολογικές στρατηγικές καταλήγουν σε ένα συλλογικά παράλογο
αποτέλεσμα.
Οι βιολόγοι ενδιαφέρονται για το δίλημμα
του κρατουμένου ως ένα μοντέλο για την εξέλιξη της συνεργασίας. Υπό
ποιες συνθήκες, αναρωτιώνται, θα συνέφερε ένα ζώο να αναπτύξει μια
στρατηγική βασισμένη στη συνεργασία μάλλον παρά στην αποστασία;
Ο κανόνας της ανταπόδοσης
Όταν δοκίμασαν το δίλημμα στην πράξη,
βγήκαν πρωτότυπα συμπεράσματα. Εάν το παιχνίδι είναι ένα μόνο ανάμεσα σε
μια μακρά σειρά, που πράγματι παίχτηκαν από φοιτητές, ερευνητές, ή
υπολογιστές, για πόντους μάλλον παρά για χρόνια στη φυλακή, βρέθηκε ότι
υπό τέτοιες περιστάσεις η καλύτερη ατομική στρατηγική είναι να
συνεργαστείς στην πρώτη δίκη, και ύστερα να κάνεις ότι έκανε και ο άλλος
την τελευταία φορά. Αυτή η στρατηγική έγινε γνωστή ως ο κανόνας της
ανταπόδοσης (tit-for-tat, στα ελληνικά κάτι σαν «μία σου και μία μου»,
όχι με την αρνητική μόνο έννοια).
Η απειλή της αντεκδίκησης μειώνει κατά
πολύ τα πιθανά κέρδη μιας αποστασίας. Ερευνητές που μελέτησαν αθλητικούς
αγώνες, βρήκαν ότι δεν υπάρχει στρατηγική ικανή να χτυπήσει την
tit-for-tat. Η στρατηγική tit-for-two-tats, δηλαδή να συνεχίσεις τη
συνεργασία ακόμη και αν ο άλλος αποστατήσει μια φορά, αλλά όχι εάν
αποστατήσει δεύτερη, είναι η μόνη που κάπως την πλησιάζει, αλλά ανάμεσα
σε εκατοντάδες στρατηγικές που δοκιμάστηκαν, καμιά δεν δουλεύει
καλύτερα. Έκτοτε οι βιολόγοι βρίσκουν τη στρατηγική να εφαρμόζεται σε
ολόκληρο το ζωικό βασίλειο. Μία θηλυκή νυχτερίδα βαμπίρ θα προσφέρει
αίμα (!) σε μια άλλη θηλυκιά, όχι όμως εάν η τελευταία της αρνήθηκε
ανάλογη προσφορά στο παρελθόν.
Τέτοιες περιπτώσεις έχουν πείσει τους
βιολόγους ότι η βάση της κοινωνικής ζωής σε ζώα όπως τα πρωτεύοντα και
τα δελφίνια, είναι η αμοιβαιότητα. Οι μπαμπουίνοι και οι χιμπατζήδες
θυμούνται περασμένες χάρες όταν έρχονται ο ένας σε βοήθεια του άλλου
στους καυγάδες. Αλλά και οι άνθρωποι κάνουν το ίδιο. Βρέθηκε, για
παράδειγμα, ότι μεταξύ των Ache της Παραγουάης, οι κυνηγοί που έπιασαν
θήραμα μοιράζονται το κρέας με αυτούς που τους έχουν βοηθήσει στο
παρελθόν ή είναι πιθανό να τους βοηθήσουν στο μέλλον.
Η συνέπεια αυτών των ερευνών είναι ότι
όπου η συνεργασία μεταξύ ατόμων πράγματι αναπτύσσεται, υπερνικώντας το
δίλημμα του κρατουμένου, το κάνει με τη στρατηγική της ανταπόδοσης. Μια
προσεκτική ανταλλαγή εξυπηρετήσεων, επιτρέπει να χτιστεί εμπιστοσύνη
πάνω σε μια σκαλωσιά ατομικών αμοιβών. Το συμπέρασμα της βιολογίας, με
άλλα λόγια, είναι ελπιδοφόρο: Η συνεργασία μπορεί πράγματι να αναδυθεί
φυσιολογικά. Το συλλογικό συμφέρον μπορεί να εξυπηρετηθεί από την
επιδίωξη των εγωιστικών συμφερόντων.
Η μέση οδός
Όπως λοιπόν δείχνουν περιπτώσεις όπως της
Βαλέντσια, όπου το πρόβλημα των κοινωνικών αγαθών έχει λυθεί, η
απάντηση δεν είναι ούτε η ιδιωτικοποίηση ούτε ο συγκεντρωτισμός. Οι
ντόπιοι μπορούν και πράγματι λύνουν τα προβλήματά τους από κοινού, στο
βαθμό που η κοινότητα παραμένει μικρή, σταθερή, με ανοιχτές γραμμές
επικοινωνίας, και έχει ένα ισχυρό ενδιαφέρον για το μέλλον.
Μεταξύ των παραδειγμάτων που αναφέρονται
είναι και μια μικρή κοινότητα ψαράδων στο Alanya της Τουρκίας. Τη
δεκαετία του ’70 οι ντόπιοι ψαράδες έπεσαν στη συνήθη παγίδα της
υπεραλίευσης, της διαμάχης και της πιθανής εξάντλησης των φυσικών πόρων.
Αλλά τότε ανάπτυξαν ένα ευφυές και πολύπλοκο σύστημα κανόνων, με το
οποίο σε κάθε ψαρότοπο επιτρέπεται ένας μόνο ψαράς κυκλικά, ανάλογα με
τις εποχές. Τους κανόνες επιβάλλουν οι ψαράδες από μόνοι τους, αν και η
κυβέρνηση αναγνωρίζει το σύστημα με νόμο.
Στη Βαλέντσια συμβαίνουν λίγο – πολύ τα
ίδια. Τα άτομα γνωρίζονται μεταξύ τους και μπορούν γρήγορα να
προσδιορίσουν τους κλέφτες. Επειδή το παιχνίδι παίζεται ξανά και ξανά,
κάθε απατεώνας διακινδυνεύει οστρακισμό και κυρώσεις στον επόμενο γύρο.
Έτσι μια μικρή, σταθερή κοινότητα, που αλληλεπιδρά επαναλαμβανόμενες
φορές, μπορεί να βρει τρόπο να προωθήσει το κοινό συμφέρον
-μεταβάλλοντας τους ιδιωτικούς υπολογισμούς.
Μερικοί βιολόγοι ισχυρίζονται ότι ακόμη
και αρκετές μεγάλες ομάδες μπορούν να συνεργαστούν. Τα προβλήματα κοινών
πόρων έχουν βαθιές ρίζες στη γενετική των φυτών και των ζώων. Για να
λειτουργήσει ένας ανθρώπινος οργανισμός, 75.000 διαφορετικά γονίδια
πρέπει να συνεργαστούν και να αντιμετωπίσουν τα γονίδια εισβολείς και
γενικώς τα καταφέρνουν.
Μερικοί παραπέμπουν εδώ στον Άνταμ Σμιθ, ο
οποίος ισχυρίστηκε ότι «εάν τα άτομα έχουν επαρκές κοινό συμφέρον στο
καλό των ομάδων τους, θα συνεργαστούν για να καταστείλουν τις
δραστηριότητες μελών που δρουν ενάντια στην ευημερία της ομάδας». Αυτή η
ιδέα αποκαλείται από τον Egbert Leigh “το κοινοβούλιο των γονιδίων”.
Προσοχή όμως: είναι κρίσιμο το γεγονός ότι όλα τα μέλη ενός τέτοιου
κοινοβουλίου θα υποφέρουν αν διασπαστεί η συνεργασία τους, κάτι που δεν
συμβαίνει για τα μέλη ενός εθνικού κοινοβουλίου που ψηφίζει λύσεις για
διάφορα τοπικά προβλήματα.
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί ελεύθερη
απόδοση του άρθρου των Matt Ridley and Bobbi S. Low με τίτλο «Can
Selfishness Save the Environment?» (September 1993, στο Atlantic
Monthly). Προκάλεσε έντονες συζητήσεις την εποχή που δημοσιεύτηκε.
Διαβάστε επίσης:
- Can Selfishness Save the Environment? , (September 1993, Atlantic Monthly)
ΠΗΓΗ : http://www.oikologos.gr/
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου